Αρκεί να θυμηθεί κανείς ένα μονάχα από τα πάμπολλα στιγμιότυπα αβυσσαλέας πνευματικής ελαφρότητας στα οποία πρωταγωνίστησε ο Ντόναλντ Τραμπ, μπροστά στον Λευκό Οίκο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, για να κατανοήσει πόσο επικίνδυνος είναι: εφιαλτικά εγωπαθής, ένας ειδωλολάτρης του εαυτού του, παρίστανε τον υπερϊατρό, αναγκάζοντας τους πραγματικούς γιατρούς, που υποτίθεται πως είναι σύμβουλοί του, να σκύβουν ντροπιασμένοι το κεφάλι τους. Ωστε να μην τους γράψει η κάμερα συντετριμμένους την ώρα που η προεδρική Αυθεντία συνιστούσε στους θεατές-ακροατές της (δυνάμει σε όλη την οικουμένη) να καταπίνουν απολυμαντικά για να καταπολεμήσουν τον κορωνοϊό, που σάρωνε ήδη τις Ηνωμένες Πολιτείες, ή να τον καίνε με συσκευές τεχνητού μαυρίσματος.
Αν αυτά τα κομπογιαννίτικα τα πρότεινε από επίσημο βήμα οποιοσδήποτε άλλος, μη προστατευόμενος από την ασπίδα του θεσμού και του θώκου, μάλλον δεν θα γλίτωνε το δικαστήριο, ως λίαν επικίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Και ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας θα ήταν και τα φαντάσματα των ανθρώπων που πέθαναν (δύο Αμερικανοί κι ένας Τούρκος), επειδή τον πήραν στα σοβαρά, μετέφρασαν τη συμβουλή του σε εντολή και κατάπιαν χλωρίνη.
Αχαλίνωτα αντιδημοκράτης, αλλεργικός και στην πιο ήπια κριτική, λοιδορούσε αλαζονικά τους δημοσιογράφους οι οποίοι, προσπαθώντας μάταια να διατηρήσουν κάποια υπολείμματα σεβασμού προς τον προεδρικό θεσμό, αμφισβητούσαν την πανεπιστημοσύνη του και, εν ονόματι της στοιχειώδους λογικής, έλεγχαν τα ακροβατικά της ρητορείας του. Παγερά αδιάφορος απέναντι στην υποχρέωσή του να λογοδοτεί, κήρυσσε εχθρούς του έθνους όσους δεν ασπάζονταν το δόγμα του πως «οι εκατό χιλιάδες νεκροί είναι ένα καλό σκορ», ή του υπενθύμιζαν ότι δεν έφταιγε κανένας κινεζικός δάκτυλος που η μεγαλοσύνη του συνέχιζε να χαρακτηρίζει απλή γριπούλα τη νέα ασθένεια, ακόμη κι όταν η Νέα Υόρκη δεν προλάβαινε πια να κλάψει τους νεκρούς της, δεν είχε καν χώρο να τους θάψει. Αλλά για τον ακραία συντηρητικό Ντόναλντ Τραμπ, έναν ήρωα της μαζικής τηλεόρασης αλλά και κατασκεύασμά της, που ακούει «διανοούμενος» ή «καλλιτέχνης» και σκέφτεται μήπως χρειάζεται να κινητοποιήσει την εθνοφρουρά, η Νέα Υόρκη είναι περίπου ξένη χώρα, μειωμένης αμερικανικότητας. Και το Μανχάταν κάτι σαν Φαλούτζα.
Αρκεί να σταθεί κανείς σε ένα μονάχα στιγμιότυπο της προεδρικής παράστασης μετά τη δολοφονία του Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομικούς, για να αντιληφθεί ποιο ηθικό κενό οργανώνει τη «σκέψη» του Ντόναλντ Τραμπ και σκηνοθετεί τις κινήσεις του: Ενώ είχε μόλις απειλήσει ότι θα στείλει τον «υπέροχο στρατό» εναντίον των διαμαρτυρομένων, για «να κυριαρχήσει στους δρόμους», διέταξε τους πάνοπλους αστυνομικούς να τους ανοίξουν δρόμο με δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες, ώστε να πορευτεί θριαμβευτικά, σωστός αυτοκράτορας, προς την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, ένα τετράγωνο από τον Λευκό Οίκο. Κι εκεί, με τις εκλογές του Νοεμβρίου μοναδική του έγνοια, ύψωσε τη Βίβλο με το δεξί του χέρι (την Παλαιά Διαθήκη μόνο, η Καινή παραείναι λάιτ για τους καθαυτό Αμερικανούς, όπως ο Τραμπ και οι τραμπιστές), για να φωτογραφηθεί σε πόζα Μωυσή, την ώρα που παραλάμβανε από τα θεϊκά χέρια τις πλάκες των εντολών.
Είναι παλιά η παράδοση που θέλει τους Αμερικανούς προέδρους απευθείας συνομιλητές του Κυρίου, θυμόμαστε άλλωστε και τους δύο Μπους να δηλώνουν παραλήπτες απορρήτων μηνυμάτων από το ουρανό. Μολαταύτα, τόσο χυδαία και τόσο κιτς επιστράτευση του Θεού σε προεκλογική εκστρατεία δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει. Και πιθανότατα δεν έχει υπάρξει ούτε άλλος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών τόσο διχαστικός (για την πατρίδα του και, λόγω πλανηταρχικότητας, για τον κόσμο όλον), τόσο ασυνάρτητος πνευματικά, τόσο ρατσιστής και τόσο αμοραλιστής.
Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν υπάρξει και άλλοι Τζορτζ Φλόιντ. Πάμπολλοι. Και δεν μιλάω για τον 19ο αιώνα των σκλάβων, αλλά για χθες και προχθές. Απλώς, στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις δεν γίνεται τίποτε γνωστό, γιατί οι οικογένειες των δολοφονημένων δεν μπαίνουν στον ψυχοφθόρο κόπο της μάταιης καταγγελίας. Ο Φλόιντ πέθανε μπροστά στα μάτια μας, μπροστά στα μάτια όλης της ανθρωπότητας, και θα συνεχίσει να πεθαίνει στον αιώνα τον άπαντα, όσο θα υπάρχει το ανατριχιαστικό φιλμάκι των οκτώ λεπτών και των 46 δευτερολέπτων των New York Times. Και πάλι όμως, το μόνο που δεν είπαν είναι ότι αυτοκτόνησε από έγχρωμη μοχθηρία για να εκθέσει τους αστυνομικούς. Κατά την επίσημη ιατροδικαστική έκθεση, ο σαρανταεξάχρονος «πέθανε από έναν συνδυασμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων της πιθανής ύπαρξης ουσιών στον οργανισμό του και μιας υποκείμενης ιατρικής πάθησης». Η ζαρντινιέρα στα αμερικάνικα... Χρειάστηκε η αυτοψία δύο ανεξάρτητων ιατροδικαστών για να επιβεβαιωθεί το εξόφθαλμο: ότι πέθανε από την παρατεταμένη και έντονη πίεση στον λαιμό και στην πλάτη του από τα γόνατα τριών αστυνομικών. Φώναζε ο έρμος «δεν μπορώ ν’ ανασάνω, δεν μπορώ ν’ ανασάνω», και αυτοί συγκινήθηκαν όσο είχε συγκινηθεί και ο (επίσης λευκός) αστυνομικός Ντάνιελ Πανταλέο, το 2014, όταν το θύμα του κεφαλοκλειδώματός του, ο Αφροαμερικανός Ερικ Γκάρνερ, πατέρας έξι παιδιών, φώναζε «δεν μπορώ ν’ ανασάνω, δεν μπορώ ν’ ανασάνω», έντεκα φορές, ώσπου ξεψύχησε. Ο δολοφόνος του; Αθωώθηκε. Αλλωστε, σύμφωνα με σχετική έκθεση για την αστυνομική βία στις ΗΠΑ, μόνο το 1,7% των ένστολων δολοφόνων καταδικάζεται. Τα συνθήματα, «We can’t breath», «Black Lives Matter», «Hands up - Don’t Shoot», όσο ισχυρά και μαζικά, ελάχιστα επηρεάζουν το «εθιμικό δίκαιο» και το βαθύ σύστημα, πολιτικό, δικαστικό και αστυνομικό. Γι’ αυτό το ελάχιστο αγωνίζονται τώρα, για πολλοστή φορά, οι μαύροι και οι σύμμαχοί τους, Λατίνοι και οργισμένοι λευκοί. Για να γίνει το 1,7% έστω 5%.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ, για να αυξήσει τις εκλογικές του πιθανότητες, που τις μείωσε αισθητά η παταγώδης αποτυχία του στη διαχείριση της πανδημίας (απόδειξη οι αριθμοί των νεκρών, αλλά και των ανέργων), εμφανίζεται διατεθειμένος να προκαλέσει ακόμη και εμφύλιο πόλεμο. Εξ ου και η ανακάλυψη της «εγχώριας τρομοκρατίας», μια πρόφαση για να στρέψει την πάνοπλη βαθιά, λευκή Αμερική εναντίον του ενοχλητικού «περιθωρίου», στις τάξεις του οποίου υπάρχουν πια και εκατομμύρια λευκοί, άνεργοι, άστεγοι, δίχως μέλλον. Για έναν άνθρωπο για τον οποίο ο Μπέρνι Σάντερς είναι μπολσεβίκος, ο Μπαράκ Ομπάμα Μαύρος Πάνθηρας και ο Τζο Μπάιντεν σοσιαλιστής, η ANTIFA είναι ο Σατανάς.
Ετσι εξηγείται τελικά και η Βίβλος. Ενας άνθρωπος του Θεού εναντίον του Διαβόλου, του μαυροκόκκινου Διαβόλου... Ή μήπως ένας Μεσσίας;
Παντελής Μπουκάλας
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου