Η περίπλοκη κατάσταση που διαμορφώνεται στη χώρα εδώ και κάποιους μήνες εκτείνεται σε όλο και περισσότερους τομείς της κοινωνικής και δημόσιας ζωής. Μια χιονοστιβάδα εξελίξεων και γεγονότων που αφορούν κοινωνικά προβλήματα και απρόσμενες καταστάσεις αντιμετωπίζονται ως επίθεση και εισβολή υπό την επίδραση μιας λογικής πολέμου, που θεωρεί κάθε κοινωνικό πρόβλημα αφορμή για «πόλεμο», μαζικό έλεγχο και επιβολή.
Το λεξιλόγιο και η επικοινωνιακή «ηρωική» γλώσσα που κυριαρχεί σε εμπόλεμες καταστάσεις, σχετίζεται με στρατιωτικές επιχειρήσεις, με τη ρητορική της επίθεσης, της υπερβολής, της εμπάθειας, της διάχυσης του δικαίου του εχθρού, με στόχο την εξάλειψη μιας απειλής/εισβολής, αντί της κατανόησης, της έρευνας, της κοινωνικής προστασίας, της διαπραγμάτευσης που κυριαρχεί σε εποχές ειρήνης.
Υπό τέτοιες συνθήκες εξαφανίζεται ή υποχωρεί η κατάσταση κανονικότητας της καθημερινής ζωής, αποδιαρθρώνεται η αυτοδέσμευση των κατασταλτικών μηχανισμών και κανονικοποιείται η κατάσταση εξαίρεσης, στην οποία μπαίνει η κοινωνία, χωρίς να υπολογίζονται οι παράπλευρες απώλειες και συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση ο πόλεμος είναι και ένα παιχνίδι βίας και ισχύος.
Η λογική του πολέμου άρχισε να μεταφέρεται συστηματικά στην αντιμετώπιση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων από τις ΗΠΑ ανάμεσα στη δεκαετία του 1960 και 1970, αρχικά ως «πόλεμος στη φτώχεια» και μετά ως «πόλεμος στα ναρκωτικά», «πόλεμος στο έγκλημα», «πόλεμος στην τρομοκρατία» κ.λπ. Γενικά στις ΗΠΑ, εκτός από τους πολέμους που διεξήχθησαν σε άλλα κράτη, η ιδέα του πολέμου αποτέλεσε κύριο άξονα της εσωτερικής πολιτικής και αντιμετώπισης πληθώρας κοινωνικών προβλημάτων, όπως π.χ. το έγκλημα, με καταστροφικά, είναι αλήθεια, αποτελέσματα και συνδέθηκε με τις πολιτικές των ρεπουμπλικανών.
Αυτή ωστόσο η τάση, κάθε κυβέρνηση να κάνει «πόλεμο», έχει βρει θαυμαστές στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα. Ετσι και η ελληνική κυβέρνηση έχει ανοίξει τόσους «πολέμους», που προκαλεί πράγματι ενδιαφέρον για τη συνέχεια αυτής της τάσης.
Ποτέ άλλοτε δεν έγιναν στη χώρα τόσοι «πόλεμοι» σε τόσο λίγο διάστημα. Η αυλαία άνοιξε με τον γνωστό και αναμενόμενο «πόλεμο στο έγκλημα», στο πλαίσιο του οποίου αποδιαρθρώθηκε μια θεμελιώδης φιλελεύθερη διάκριση ανάμεσα στο ρόλο και τις λειτουργίες της δικαιοσύνης και της αστυνομίας. Πρώτη φορά στην Ελλάδα, έπειτα από πολλές δεκαετίες οι φυλακές και η αστυνομία υπάγονται σε κοινή ηγεσία. Η αστυνομία στη συνέχεια έκανε για πολύ καιρό άσκοπη και συχνά παράνομη επίδειξη ισχύος απέναντι σε πολίτες με καταφανείς υπερβάσεις κάθε ορίου νόμιμης βίας, καταναγκασμού κ.λπ.
Και ενώ μαινόταν αυτός ο πόλεμος, άρχισε ο «πόλεμος στα εργασιακά δικαιώματα» που στη συνέχεια επισκιάστηκε, όπως και κάθε τι από την πανδημία και, κατ’ επέκταση, από τον «πόλεμο κατά του κορονοϊού», στο πλαίσιο του οποίου κηρύχτηκε και ο «πόλεμος κατά της κοινοβουλευτικής κανονικότητας»: αλεπάλληλες ΠΝΠ αποτελούν πράγματι ένδειξη «πολέμου κατά του κοινοβουλευτισμού» που δεν είναι εύκολα αιτιολογήσιμος από την πανδημία.
Είναι βέβαια αξιοπερίεργο γιατί προάγεται αυτή η κουλτούρα, μια που δεν φημίζεται για την αποτελεσματικότητά της. Διότι ωραίο είναι το ευφυολόγημα για τον πόλεμο στον κορονοϊό και τους πολεμιστές-γιατρούς, αλλά αυτή η πολεμική και εκφοβιστική καμπάνια και ρητορεία δεν διασφαλίζει την υγεία κανενός, όσο δεν είναι γνωστή η έκταση της διασποράς του ιού και η πανδημία θεωρείται αποκλειστικά ιατρικό πρόβλημα. Ομως οι «πόλεμοι» δεν σταματούν εδώ:
Ο τομέας της δημόσιας εκπαίδευσης και ο τομέας της «ασφάλειας» αποτελούν προνομιακά πεδία πολέμου για τον νεοφιλελευθερισμό. Ενώ η καμπάνια για την ανομία στα πανεπιστήμια κατέληξε στην πραγματικότητα σε φιάσκο, η νέα επιθετική πολιτική κατά της δημόσιας παιδείας προχωρά πέρα από τη ζωή στα σχολεία και στα ΑΕΙ: η κατάργηση της Κοινωνιολογίας και η επαναφορά των Λατινικών στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ είναι μεταρρύθμιση σκοταδιστικού χαρακτήρα, που μέσω αυτής βάλλεται το δικαίωμα των νέων γενεών να έρχονται από νωρίς σε επαφή με εκείνη τη γνώση, που τους επιτρέπει να εξελίσσονται σε πολίτες, ενώ κρίνονται ταυτόχρονα με άχρηστες ασκήσεις μιας νεκρής γλώσσας, που αδυνατεί να τους εμφυσήσει την αγάπη για τη μάθηση.
Είναι πόλεμος στη γνώση και στη νέα γενιά αυτό που ετοιμάζεται από το υπουργείο Παιδείας και δεν είναι μια αθώα ή τεχνική μεταρρύθμιση, καθώς έχει μεγάλη πρακτική, συμβολική και ευρύτερα πολιτική σημασία.
Ομως, αυτό το διάστημα, παραμένει άσβεστος ο δήθεν «πόλεμος στο έγκλημα», που στο πλαίσιό του πλήττονται τα δικαιώματα, οι κρατούμενοι, οι θεσμοί που τα διασφαλίζουν (με τελευταίο παράδειγμα τις συνθήκες μεταγωγής του κρατούμενου Βασίλη Δημάκη). Χρόνια τώρα οι συντηρητικές δυνάμεις υπονομεύουν τις άδειες κρατουμένων, το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση, την υπό όρους απόλυση (εκτός εάν πρόκειται για οικονομικούς εγκληματίες) με το πρόσχημα της δικαίωσης των θυμάτων.
Τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι αυτό που ζούμε τελευταία είναι ένας συστηματικός «πόλεμος κατά της κοινωνίας» και συγκεκριμένα κατά της δημοκρατικής κοινωνίας: κάθε εγγύηση, κάθε συνθήκη δημοκρατίας και βασικά δικαιώματα (όπως το δικαίωμα στην εργασία, την πληροφόρηση, την υγεία) υπονομεύονται συστηματικά, με πρόσχημα έναν υπέρτερο κίνδυνο και ταυτόχρονα αναπτύσσεται μια ανεξέλεγκτη «κατανομή» πόρων.
Το κράτος-επιχείρηση, αδυνατώντας να εγγυηθεί ένα επίπεδο αξιοπρεπούς ζωής για πολλούς, επιδίδεται σε έναν πόλεμο κατά της δημοκρατικής κοινωνίας, που κλιμακώνεται, ενώ η πανδημία εξελίσσεται: και δεν έχουμε κανένα πρόσχημα να κάνουμε ότι δεν το καταλαβαίνουμε.
Σοφία Βιδάλη - καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου