Όλο το Σαββατοκύριακο σκούπιζαν, καθάριζαν, έπλεναν καρέκλες, τραπέζια, πεζοδρόμια. Βλέπω χαρούμενα νέα παιδιά -σερβιτόρους, σερβιτόρες- να δουλεύουν με κέφι, να πειράζονται και να πειράζουν τους συναδέλφους των διπλανών καφέ. Ανυπόμονοι θαμώνες κάθονται λαθραία δίπλα σε στοιβαγμένες καρέκλες και αναποδογυρισμένα τραπέζια. Πίνουν τον καφέ στα πλαστικά αλλά τον χαίρονται γιατί η ώρα που το αγαπημένο τους καφέ θα ανοίξει πλησιάζει. Δευτέρα 25 Μαΐου.
Ούτε στην Ανάσταση τέτοια χαρά. Το ξέρουμε καλά στη χώρα μας, το καφέ, το καφενείο, που επιλέγουμε για στέκι καθημερινό δηλώνει κάτι για την προσωπικότητά μας. Κι ο ιός, που τόσο βίαια μας απέκοψε από τούτη την καθημερινή «στάση», μας στοίχισε πολύ. Μου άρεσε πάντα εκείνος ο τίτλος από ένα βιβλίο του Νίκου Θέμελη «Για μια συντροφιά ανάμεσά μας». Ε, αυτό είναι τα καφενεία. Τα μέρη που στεγάζεται η συντροφιά. Κι ας είναι και μια συντροφιά αγνώστων μεταξύ τους, το στέκι είναι η κοινή μας στέγη.
Ο σφυγμός της πόλης μετριέται στα καφέ της. Εκεί γίνονται τα πρώτα ερωτικά ραντεβού, εκεί δίνεται η πρώτη χειραψία για μια επαγγελματική συμφωνία, εκεί θα μείνεις μόνος με τις ώρες και κανείς δεν θα σου πει «θα πάρετε κάτι άλλο εκτός από αυτό το εσπρεσάκι που λιβανίζετε δυο ώρες;», εκεί πιθανότατα θα κλάψεις για κάτι που σε πόνεσε αλλά μετά θα θυμηθείς ότι στο παραδίπλα τραπέζι γέλαγες μέχρι δακρύων δυο μέρες πριν με τον κολλητό σου, εκεί θα τα βάλεις με τους πολιτικούς κι εκεί θα υπερασπιστείς την πολιτική που ονειρεύεσαι. «…Ω βαρύ γλυκέ καφέ μου, και σαν είμαι με παρέα, και σαν έχω μοναξιά/κάθε μια σου ρουφηξιά, είναι μια ψηλή ιδέα», που έλεγε κι ο Σουρής.
Ας μη γελιόμαστε, τα καφέ είναι βαθιά ριζωμένα στην κουλτούρα μας.
Αναρωτιέμαι για πόσο καιρό θα κρατήσουμε τις αποστάσεις. Δεν μπορώ να μη χαμογελάσω σαν σκέφτομαι εκείνη την παρέα των ηλικιωμένων παλιών συναδέλφων. Τους φαντάζομαι να κάθονται ένα μέτρο μακριά ο ένας από τον άλλον. Πόσο θα αντέξουν; «Μάλλον όχι πολύ», θα μου πουν με το γνωστό σκανταλιάρικο ύφος τους.
Πάντως, κι εγώ σκέφτομαι πως τα πράγματα θα μπουν στη θέση τους όταν πλησιάσω το γνωστό τραπεζάκι και την καρέκλα που μ’ αρέσει γιατί κοιτάει την καλή μεριά της πόλης και τα δέντρα της πλατείας, και πω μ' ένα πλατύ χαμόγελο στο κορίτσι που σερβίρει: «το γνωστό». Και εκείνη θα ξέρει αυτό που θέλω: «Ενα εσπρεσάκι, παρακαλώ…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου