Πήρε μια θερμαντική κρέμα και την άπλωσε στα σημεία που πονούσαν, έκανε όπως μπορούσε μασάζ στον αυχένα της και έριξε πάνω από τις πιτζάμες της μια χοντρή μάλλινη ζακέτα για να κρατηθεί ζεστή. Εκείνη η παλιά τενοντίτιδα είχε επιστρέψει με δριμύτητα. Αποβραδίς έδεσε με επίδεσμο τον αριστερό καρπό για να ανακουφιστεί και να κοιμηθεί.
«Σήμερα δεν θα ανοίξω τηλεόραση, δεν θα ανοίξω υπολογιστή, δεν θα ακούσω ειδήσεις», αποφάσισε ενώ έφτιαχνε πρωινό. Οι λέξεις που γέμιζαν το μυαλό της ήταν τρομακτικές: πανδημία, υγειονομική κρίση, ασθενείς, τόσοι νεκροί, τόσες χιλιάδες κρούσματα -τι λέξη κι αυτή-, νοσοκομεία αναφοράς, γιατροί, μονάδες εντατικής θεραπείας, μάσκες, αναπνευστήρες. Και μετά: βαθιά οικονομική κρίση, αύξηση ανεργίας, κατάρρευση επιχειρήσεων, απώλειες θέσεων εργασίας, μέτρα για στήριξη ανέργων και εργαζομένων, ομόλογα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
«Όχι, σήμερα δεν θα ακούσω ειδήσεις, δεν θα ενημερωθώ. Μόνο αργά το βράδυ, λίγο, για να είμαι έτοιμη αύριο». Αύριο, που θα καθίσω ξανά μπροστά στην οθόνη μου, με την τηλεόραση ανοιχτή, τα πρακτορεία ειδήσεων σε συνεχή ροή, τα διεθνή μέσα και το τηλέφωνο σε ανοιχτή γραμμή. Για να κάνω το μόνο πράγμα που ξέρω και συνεχώς μαθαίνω.
Το μεσημέρι, πριν από το φαγητό, βγήκε για ψώνια -μήνυμα στο 13033, επιβεβαίωση, έξοδος. Ενα αίσθημα οργουελικής επιτήρησης την κατέκλυσε, αλλά δεν ήξερε αν αυτό ήταν το χειρότερο ή το άλλο, εκείνο του άγχους μέσα στο σούπερ μάρκετ, όπου όλοι οι άνθρωποι κοίταζαν τους γύρω τους τουλάχιστον δύσπιστα, σαν υπόπτους για ένα διαπραχθέν αδίκημα χωρίς υλική υπόσταση.
Στην ουρά για το ταμείο ένας κύριος με μάσκα, γάντια και ένα καρότσι γεμάτο μέχρι επάνω, τη ρώτησε:
«Αφού έχετε μόνο ένα καλαθάκι χειρός, γιατί δεν πάτε στο ταμείο για μέχρι 10 αντικείμενα;».
«Μα, έχω πολύ περισσότερα από 10 στο καλάθι μου…» του είπε.
«Ε, καλά, τέτοια ώρα, τέτοια λόγια…».
Δεν του απάντησε. Απλώς περίμενε τη σειρά της.
Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έπαιζε ένα τραγούδι του Λοΐζου: «Η μέρα εκείνη δεν θ’ αργήσει/κυνηγημένο μου πουλί/σε πήρε κάποτε η δύση/σε ξαναφέρνει η ανατολή». Πόσο ελπιδοφόρο, πόσους ανθρώπους αγαπημένους είχε τόσο καιρό να δει, πόσες χρωστούμενες αγκαλιές και ανείπωτες λέξεις περίμεναν…
Αλλά αμέσως μετά το τραγούδι ήρθε για ακόμη μια φορά εκείνο το μήνυμα: «Μένουμε σπίτι». Ναι, μένουμε σπίτι, τηρούμε τους κανόνες, προστατεύουμε τους γύρω μας. Οσο χρειαστεί, αλλά ποιος ξέρει έως πότε…
Τότε της χτύπησαν σαν καμπάνα τα λόγια μιας νοσοκόμας από τη Γαλλία, που έγιναν τίτλος σε περισσότερα από ένα μέσα ενημέρωσης: «Κοιμάμαι με τον Covid, τρώω Covid, διαβάζω Covid, ονειρεύομαι Covid». Αλλά και ενός νοσηλευτή: «Αυτή είναι η δουλειά μου. Αλλά όταν τελειώνει η βάρδια και βγω έξω, στον δρόμο, πανικοβάλλομαι. Απομονώνομαι, δεν ξέρω αν θα το μεταδώσω σε άλλους».
Ντράπηκε λίγο. Κάποιοι άλλοι κουράζονται περισσότερο, βάζουν το κεφάλι τους στον ντορβά διαρκώς για να σώσουν ζωές κι εσύ παραπονιέσαι που απλώς το καταγράφεις, σκέφτηκε. Στο φανάρι τη σταμάτησαν για έλεγχο. Έδειξε το μήνυμα, την ταυτότητα, μετά πήγε στο πρατήριο, γέμισε το ρεζερβουάρ βενζίνη και γύρισε σπίτι.
Κάθισε να φάει. Άνοιξε τον υπολογιστή και διάβαζε ταυτόχρονα τις τελευταίες ειδήσεις: οι ίδιες λέξεις, οι ίδιες εικόνες, ο ίδιος φόβος. Η ίδια φράση: «Κοιμάμαι με τον Covid, τρώω Covid, διαβάζω Covid, ονειρεύομαι Covid». Και η ίδια ελπίδα, ότι αύριο, μεθαύριο, μία από τις επόμενες, έστω και μακρινές, μέρες κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο και θα δούμε πρόσωπα αγαπημένων μας να σκορπίζουν φως.
Το απόγευμα πήρε χρώματα και ένα μπλοκ, κάθισε στο γραφείο και άρχισε να ζωγραφίζει. Αφησε πίσω της να παίζει η τηλεόραση με την ελπίδα μιας καλής είδησης.
*«Η μέρα εκείνη δεν θ’ αργήσει», Φώντας Λάδης – Μάνος Λοΐζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου