Ξαφνικά η σακούλα του σούπερ μάρκετ ή το λουρί του σκύλου, αποκτά άλλο στάτους. Είναι ο ομφάλιος λώρος μας με τον έξω κόσμο, η δικαιολογία μας να βγούμε έξω.
Αστεία με σκύλους, γάτες και άλλα κατοικίδια. Σκύλος που παρακαλάει το αφεντικό του «όχι άλλη βόλτα, με εξόντωσες», χιουμοριστικές αγγελίες «νοικιάζεται σκύλος για βόλτα, 20 ευρώ την ώρα», μίνι-βιντεάκια με ψεύτικα σκυλιά που χρησιμεύουν για καμουφλάζ, ώστε να συμπληρωθεί η βεβαίωση της «κατ'εξαίρεσης μετακίνησης». Αυτά ήταν από τα πρώτα, μάλλον προβλέψιμα, ανέκδοτα που πλημμύρισαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αμέσως μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας. Τα κουτάκια με τις αιτίες μετακίνησης, από Β1 ως Β6, όπως και ο αριθμός 13033 για αποστολή sms, έδωσαν αφορμή για δεκάδες νέα ανέκδοτα, άλλα πετυχημένα άλλα όχι.
Ξαφνικά η μετακίνησή μας εκτός οικίας πρέπει να είναι εγγράφως αιτιολογημένη, επί ποινή προστίμου. Ξαφνικά η σακούλα του σούπερ μάρκετ ή το λουρί του σκύλου, αποκτά άλλο στάτους. Είναι ο ομφάλιος λώρος μας με τον έξω κόσμο, η δικαιολογία μας να βγούμε έξω, αφού το σκυλί δεν μπορεί να τα κάνει πάνω του μες στο σπίτι, ούτε να μείνουμε επ' άπειρον χωρίς τις βασικές προμήθειες. Μία από τις πρώτες σκέψεις που ήρθε στο νου, καθώς συμπλήρωνα το άτιμο αυτό αδειόχαρτο - που αν ποτέ κάποιος μου έλεγε ότι θα το κάνω σε καιρό ειρήνης θα τον θεωρούσα παρανοϊκό συνωμοσιολόγο - ήταν το διήγημα με τη φραντζόλα.
Πρέπει να ήταν σε κάποιο ανθολόγιο λογοτεχνικών κειμένων για μία από τις πρώτες Τάξεις του Γυμνασίου. Η μνήμη όσο προχωράνε τα χρόνια γίνεται τυρί έμενταλ, και ανάθεμα αν θυμάμαι ποιος το είχε γράψει. Πήγαινε πάντως ως εξής. Ενας δημοκρατικών ηθών πολίτης, στο αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος, από το φόβο του χωροφύλακα και του χαφιέ, όταν κατέβαινε σε πορείες έπαιρνε μαζί του μια φραντζόλα υπό μάλης. Για να μοιάζει νοικοκυραίος που επιστρέφει σπίτι από το φούρνο. Η φραντζόλα ήταν το καμουφλάζ του ινκόγκνιτο Αριστερού ή του διαδηλωτή, περίπου όπως κρύβανε την αριστερή εφημερίδα μέσα σε μια κεντρώα ή δεξιά για να μην τους ρουφιανέψει ο κάθε καλοθελητής.
Ψάχνοντας στο διαδίκτυο (που αλλού, αφού τα βιβλιοπωλεία είναι κλειστά, η βιβλιοθήκη του σπιτιού μου ένα χάος), το πιο κοντινό που βρήκα σε αναφορά στη φραντζόλα-καμουφλάζ είναι ένα μικρό διήγημα του Μάριου Χάκκα με τίτλο «Το ψαράκι της γυάλας», που είναι αναρτημένο στο εξαιρετικό διαδικτυακό περιοδικό poiein.gr. Eκεί ο αφηγητής μιλάει για έναν τύπο, μάλλον πρώην αριστερό και νυν συμβιβασμένο, που όταν πήγαινε σε διαδηλώσεις στα Ιουλιανά είχε μια φραντζόλα ή ένα καρπούζι κάτω από τη μασχάλη, ως παραλλαγή, ώστε αν ο αστυνόμος τον σταματήσει να θεωρήσει ότι είναι «ένας φιλήσυχος άνθρωπος» και όχι κάποιος χαρακτηρισμένος αντιφρονών, συμπαθών ή συνοδοιπόρος των τρισκατάρατων κομμουνιστών.
Έτσι και σήμερα, είδα, πολύ λιγοστούς, ανθρώπους στους δρόμους. Ο καθένας με απόσταση τουλάχιστον ενάμιση μέτρο από τον άλλο, με μια σακούλα στο χέρι, από το φούρνο, το χασάπη, το σούπερ-μάρκετ, το φαρμακείο, πιστοποιητικό ότι είναι νομοταγείς, ότι η μετακίνησή τους είναι απόλυτα αιτιολογημένη και αναγκαία. Δεν είναι τίποτα αλήτες, χασομέρηδες που σπάνε την καραντίνα χωρίς αιτία και αφορμή, και διακινδυνεύουν τον εαυτό τους και το κοινωνικό σύνολο.
Κυρ αστυνόμε, μη με γράφεις, το ψωμάκι μου πήρα να πάρω, το σκυλάκι μου πήγα να βγάλω, το χαρτί υγείας μου πήγα να αγοράσω... Αυτά είναι τα μόνα που επιτρέπονται, γιατί τα άλλα είναι αντικοινωνικές ενέργειες. Αλήθεια, όπως έγραψε ήδη ένας συνδικαλιστής, αν θες να ενημερώσεις τους συναδέλφους σου σε μια επιχείρηση που παραβιάζεται το εργατικό δίκαιο, π.χ. ένα εργοτάξιο ή ένα τηλεφωνικό κέντρο, μπορείς να πας ή κινδυνεύεις με πρόστιμο; Η συνδικαλιστική δράση, η εργατική διαμαρτυρία, μια στοιχειώδης έστω συμβολική κινητοποίηση, σε πιο κουτάκι χωράνε; Ή πρέπει να περιορίζεται η κοινωνικότητά μας στο μαμ-κακά και νάνι;
Ίσως δεν είναι καιρός να γκρινιάζουμε ούτε να κάνουμε άκαιρες συγκρίσεις, με χούντες, Όργουελ και Μεγάλους Αδελφούς - όσο και αν αυτά είναι τα πρώτα που μας έρχονται στο μυαλό με τέτοια πρωτοφανή μέτρα περιορισμού της ελευθερίας στο όνομα της υγείας και της ασφάλειας. Όμως εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τη φραντζόλα και το διήγημα εκείνο του Ανθολογίου Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του '80 ή μπορεί και αρχές '90. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήταν ο Μάριος Χάκκας. Αν κάποιος αναγνώστης/στρια το θυμηθεί, παρακαλώ φωτίστε με...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου