Η θέση του έλαχε να ’ναι στην προτελευταία συστοιχία, στο παράθυρο. Τζάααμι! 32F. Γουστάριζε γαλαρία απ’ το Γυμνάσιο· να καβατζώνεται στα τελευταία θρανία. Χούι που δεν τον εγκατέλειψε ούτε στα δεύτερα -άντα, στα οποία σκουντουφλούσε επί συναπτά, δίσεκτα έτη. Καμουφλάρονταν, βέβαια, κάπως, απ’ το ευθυτενές παράστημα και τα μαύρα κατσαρά του μαλλιά, προδιδόταν, εν τούτοις, από την πλαδαρότητα της σαρκός και τις διπλές σειρές ρυτίδων που διαπερνούσαν το πρόσωπο, σαν χορδές ξεκούρδιστου μπουζουκιού. Διέσχισε μετ’ εμποδίων τον διάδρομο απ’ την μπροστινή πόρτα του Μπόινγκ ώς την προσφιλή πίσω πλευρά. Βρήκε θρονιασμένο στο κάθισμά του τριαντάρη μουσάτο, ολίγον χλεχλέ, ο οποίος έσπευσε να σηκωθεί προτού του ζητηθεί, προβάλλοντας κουτοπόνηρες δικαιολογίες ότι μπέρδεψε δήθεν τα νούμερα και, αφού συμβουλεύτηκε νευρικά τα κιτάπια του, έκατσε τελικά σαν τον ψόφιο κοριό στο 32D.
Τοποθέτησε το σακίδιο ψηλά στις θήκες αποσκευών ο δικός μας κι άραξε μεγαλοπρεπώς στην προνομιούχο του θέση. Δίπλωσε σχολαστικά το πανωφόρι του και το απίθωσε στα γόνατα. Ακούμπησε πάνω του το «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» του Τζαμιώτη. Την ώρα που σκούπιζε τα γυαλιά πρεσβυωπίας για να διαβάσει την είδε να ’ρχεται βιαστική και αιθέρια με το καουμπόικο καπέλο της ν’ ανεμίζει στον χώρο. Επρόκειτο για δροσερή και χυμώδη εικοσιπεντάρα. Ωραία και το ’δειχνε, μοιραία και προσπαθούσε ματαίως να το κρύψει. Αρνούμαι να υποκύψω στον πειρασμό των περιγραφών. Προτιμώ να την πλάσει ο καθένας κατά τα γούστα του, με την επισήμανση ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει ενίοτε και την πλέον καλπάζουσα φαντασία. Συσχέτιζε αφηρημένη γράμματα κι αριθμούς, ώσπου κατέληξε στο 32Ε, ανάμεσα σ’ εκείνον και τον φλούφλη, που την έγδυνε άπληστα με τα μάτια ή έτσι του φάνηκε. Αναπάντεχη τύχη.
Την κιαλάριζε από νωρίς με τους φίλους του στην αίθουσα αναμονής, έχοντας την αίσθηση πως ανταποκρίνεται πού και πού στα επίμονα βλέμματά του, παρότι συνοδευόταν από κομψεπίκομψο νεαρό. Αφησε τα μπαγκάζια της στην καρέκλα η καλλονή και, καλησπερίζοντας με προσποιητή αδιαφορία, κατευθύνθηκε ράθυμα προς την τουαλέτα. Ο σαραντάρης μακάρισε την καρμιριά των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους, που απαιτούν επιπλέον χρήματα για να βάλουν πλάι πλάι τις παρέες κι άρχισε να επινοεί έξυπνες ατάκες να τη φλερτάρει. Ο διπλανός είχε το πλεονέκτημα της ηλικίας, αλλά η δική του πείρα και η μαγκιά θα τον έκαναν σίγουρα με τα κρεμμυδάκια. Κατέστρωσε ακαριαία άχαστο σχέδιο. Θα το ’παιζε άνετος προσφέροντας στον αντίπαλο την πρωτοβουλία κινήσεων και θα ’μπαινε στον χορό την καίρια στιγμή, μόλις ο άλλος θα ’τρωγε τα μούτρα του σε ανώμαλη προσγείωση κάπου μετά την απογείωση.
Αλλωστε θεωρούσε εαυτόν έξοχο καβαλιέρο στο τάνγκο. Φόρεσε στραβά το μεραγκλαντάν τραγιασκάκι του, σαν να σημαδεύει την καπελαδούρα της. Το καμάκι θα ξεκινούσε απ’ τους πίλους. Υστερα θα ’φερνε την κουβέντα στις εντυπώσεις από τη Βουδαπέστη, που, κατά τα φαινόμενα, είχε περάσει κι αυτή ονειρεμένο Σαββατοκύριακο συν τσαγκαροδευτέρα. Θεσπέσιο άρωμα τους τύλιξε, καθώς επιτέλους τους έκανε την τιμή να καθίσει. Την παρακολουθούσε με την περιφερειακή όραση, βυθισμένος τάχατες στο βιβλίο. Ο μουσάτος τής μίλησε αμέσως. «Η κοπέλα μου κάθεται στη σειρά 23 πα-ρά-θυ-ρο. Μήπως θέλεις να αλλάξετε;». Δέχτηκε δίχως δεύτερη σκέψη. Απαρηγόρητος ο τύπος έγειρε το κεφάλι στο τζάμι, διασκεδάζοντας την ήττα του με ανήσυχο ύπνο. Οι παραπάνω αράδες θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ταπεινή συνεισφορά στην εθνοσωτήριο επέτειο των πέντε χρόνων από την αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στους κυβερνητικούς θώκους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου