Δεν είναι πρώτη φορά που σε παραμονές εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας υπάρχει κομματική αντιπαράθεση και εκτόξευση εκατέρωθεν κατηγοριών για μικροκομματική εκμετάλλευση ενός θεσμού που σύμφωνα με το Σύνταγμα θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από όλες τις πολιτικές πτέρυγες με συναινετικό πνεύμα. Δεν πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση που να μη συνέβη κάτι παρόμοιο.
Από την εποχή που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδείκνυε τον έμπιστό του Κωνσταντίνο Τσάτσο να προεδρεύσει «αντ’ αυτού» την περίοδο της Μεταπολίτευσης έως σήμερα. Τόσο η υπόδειξη υποψηφίου από την πλειοψηφία όσο και η στάση της αντιπολίτευσης καθορίζεται από στοιχεία που ελάχιστη σχέση έχουν με την προσωπικότητα και το «πολιτικό εκτόπισμα» των προτεινόμενων.
Αλλά και ο τρόπος που ανταποκρίθηκε κάθε Πρόεδρος στο υψηλό αυτό αξίωμα δεν υπήρξε ποτέ αμόλυντος από κομματικές επιρροές, ειδικά όταν διακυβευόταν το ενδεχόμενο ανανέωσης της θητείας του ή συνέπιπτε η επιλογή νέου Προέδρου με βουλευτικές εκλογές, τακτικές ή πρόωρες.
Από αυτή την άποψη θα έλεγε κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε την τελευταία περίοδο μια μικρή εξαίρεση. Καταρχάς επέμενε στην ανανέωση της θητείας του κ. Παυλόπουλου, παρά το γεγονός ότι το περασμένο καλοκαίρι ο απερχόμενος Πρόεδρος, υπερβαίνοντας τις δικαιοδοσίες του, προέβη σε μια ενέργεια με σαφή πολιτικά κίνητρα που θύμισαν την πολιτική του καταγωγή. Δεν υπέγραψε τους ορισμούς των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίοι είχαν επιλεγεί από την προηγούμενη Βουλή με απολύτως νόμιμο τρόπο.
Εν όψει των εκλογών ο κ. Παυλόπουλος προτίμησε να κάνει ένα προεκλογικό δώρο στη Ν.Δ. που είχε άλλες σκέψεις για τις θέσεις αυτές και τη Δικαιοσύνη γενικότερα. Ηλπιζε έτσι ο Πρόεδρος να εξευμενίσει τον κ. Μητσοτάκη και να του αλλάξει την έως τότε δυσμενή άποψη για μια δεύτερη θητεία. Το γεγονός λοιπόν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλησε να «τιμωρήσει» τον κ. Παυλόπουλο και επέμεινε στην αρχική πρόταση για ανανέωση της θητείας του, ασφαλώς επιβεβαιώνει την πρόθεσή του να κινηθεί έξω από τα μικροκομματικά δεδομένα.
Την ίδια στάση κράτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και μετά την υπόδειξη της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου από τον κ. Μητσοτάκη. Αντί να ακολουθήσει την πρόταση που του υποδεικνυόταν από πολλές πλευρές (ακόμα και από το κύριο άρθρο της «Εφ.Συν.», 16.1.2020), να επιμείνει δηλαδή στην αρχική του τοποθέτηση, στάθμισε τα νέα δεδομένα και επέλεξε να υπερψηφίσει την πρόταση της Ν.Δ., τιμώντας και τη δική του απόφαση να την υποδείξει για πρόεδρο του ΣτΕ.
Η τοποθέτηση αυτή, που εκφράστηκε με τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, υπήρξε κατά τη γνώμη μου απολύτως ορθή, όσο κι αν ξαφνιάζει όσους είχαν προεξοφλήσει ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα ακολουθούσε την πεπατημένη του μικροκομματικού υπολογισμού. Ομολογώ πάντως ότι δεν κατανοώ εκείνους που αμφισβητούν προκαταβολικά την καταλληλότητα της κ. Σακελλαροπούλου για το υψηλό αξίωμα, αναφερόμενοι σε έλλειμμα «πολιτικού εκτοπίσματος» ή αφήνοντας υπονοούμενα για κάποιες μη κατονομαζόμενες αποφάσεις της.
Η αλήθεια είναι ότι, αντιθέτως, η διαδρομή της ως ανώτατης δικαστικού μπορεί να μας κάνει αισιόδοξους για τον τρόπο που θα πολιτευτεί και ως Πρόεδρος. Μπορεί να μην ευτύχησε η χώρα κατά την άλλη φορά που κατέλαβε το ύπατο αξίωμα δικαστικός, στην περίπτωση Σαρτζετάκη, αλλά δεν έχουμε καμιά ένδειξη ότι κινδυνεύουμε να ξαναζήσουμε κάτι παρόμοιο.
Στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ένα αρνητικό στην πρόταση του κ. Μητσοτάκη. Εννοώ την άρρητη επιθυμία του να απομακρύνει από την προεδρία του ΣτΕ μια ανεξάρτητη και «απρόβλεπτη» -για να θυμίσω την εμμονή του πρωθυπουργού να δηλώνει «προβλέψιμος»- δικαστικό. Αυτή η διπλή σκοπιμότητα του πρωθυπουργού είναι ολοφάνερη: αφενός να υποχρεώσει τον ΣΥΡΙΖΑ να συναινέσει στη δική του επιλογή και αφετέρου να εξασφαλίσει μια νέα «προβλέψιμη» ηγεσία στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Συνέβη δηλαδή το παράδοξο η τελική επιλογή υποψήφιου Προέδρου να αποφασίζεται από τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τη σκέψη στην ηγεσία του Συμβουλίου Επικρατείας. Αλλά αυτό το θεσμικό ατόπημα του πρωθυπουργού δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις βάρος της υποψήφιας Προέδρου. Αποτελεί, αντιθέτως, τίτλο τιμής γι’ αυτήν! Και ασφαλώς θα ήταν απαράδεκτο για τον ΣΥΡΙΖΑ να την «τιμωρήσει» καταψηφίζοντάς την, ενώ ο ίδιος την είχε κρίνει κατάλληλη για την προεδρία του ΣτΕ.
Κακά τα ψέματα. Κάθε επιλογή μεταξύ των προσώπων που τα ονόματά τους έχουν αναφερθεί τους τελευταίους μήνες ως υποψήφια για τη θέση του Προέδρου θα είχε τα θετικά και τα αρνητικά της. Είναι όμως οπωσδήποτε αστήρικτη η θέση που εκφράστηκε από το κύριο άρθρο της «Εφ.Συν.» (17.1.2020) ότι «δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος» που θα θεωρούσε «αξιότερη και καλύτερη» την προτεινόμενη από τον απερχόμενο Πρόεδρο.
Αυτή η πρόωρη νοσταλγία για τον κ. Παυλόπουλο νομίζω ότι δεν εκφράζει πολλούς «λογικούς» ανθρώπους της Αριστεράς. Και από αυτή την άποψη είναι εξίσου άστοχη η κατηγορία που αποδίδεται στον ΣΥΡΙΖΑ ότι αποτελεί «τακτικισμό» η μη επιμονή στην υποψηφιότητα Παυλόπουλου. Μα «τακτικισμός» ήταν η αρχική προβολή της υποψηφιότητας του στενού συνεργάτη του Κώστα Καραμανλή το 2015. Είχε επιβληθεί κάτω από συγκεκριμένες δύσκολες πολιτικές συνθήκες που όλοι γνωρίζουμε. Για ποιο λόγο πρέπει η Αριστερά να πορευτεί μέχρι τέλους με τα υπολείμματα του καραμανλισμού; Αυτό ποιος «λογικός» άνθρωπος της Αριστεράς το επιθυμεί;
♦
Σημείωση της «Εφ.Συν.»
Η εφημερίδα μας έχει κατοχυρώσει από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας της τον πλουραλισμό των απόψεων και την ελεύθερη έκφραση των συντακτών της. Το κύριο άρθρο της εφημερίδας με τον τίτλο «Η άποψη» αποφασίζεται πάντα από τη Συντακτική Επιτροπή και είναι αποτέλεσμα διεξοδικής συζήτησης και ανταλλαγής απόψεων. Οι αποφάσεις της λαμβάνονται με ομοφωνία -τις περισσότερες φορές- ή με μεγάλη πλειοψηφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου