Σε πρόσφατο άρθρο εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας με τίτλο «Οι Τσιγγάνοι», και αφορμή ένα αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξαν δύο Ελληνες Ρομά στην Κορινθία, ο συντάκτης διαπιστώνει: «Η παραβατικότητα των γύφτων (sic) στην Ελλάδα είναι καθημερινό πρόβλημα. Η φυλή αυτή […] ζει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι κακοντυμένοι, βρόμικοι, εντελώς αγράμματοι και ρέπουν μονίμως στην παρανομία» (Θ. Αυγερινός, «Το Βήμα», 14.1.2020).
Η παραπάνω διαπίστωση είναι καταφανώς ρατσιστική. Αποδίδει συγκεκριμένα αρνητικά χαρακτηριστικά σε μια ομάδα ανθρώπων με βάση τη φυλή, εξαιτίας της δράσης κάποιων μελών της. Η εγκληματική δράση συμμοριών ή και μεμονωμένων ατόμων, όσο εκτεταμένη και να είναι, δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχνούμε όσους ανήκουν σε μια κοινωνική κατηγορία και δεν εγκληματούν. Και αυτοί είναι η πλειονότητα. Και, ιδιαίτερα για ομάδες όπως οι Ρομά οι οποίοι βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, να ενδυναμώνουμε τους υπόλοιπους: τις γυναίκες, που βιώνουν έναν διπλό αποκλεισμό, όσους δεν έχουν καμία ευκαιρία απασχόλησης, τα παιδιά και τις νέες που –με ευθύνη είτε των γονιών τους είτε του κράτους– είναι αποκλεισμένα από το σχολείο. Μόνο αν στραφούμε στους μη εγκληματίες –και όχι γενικεύοντας την εγκληματική δράση κάποιων– θα προωθηθεί η κοινωνική συμπερίληψη.
Από τις αρχές του 2017 με το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) υλοποιούμε στην Ελλάδα ένα πρόγραμμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, με έμφαση στις Ρομά γυναίκες, καθώς η πρόσβαση σε δικαιώματα και υπηρεσίες αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση αντιμετώπισης του αποκλεισμού. Διεθνείς και ευρωπαϊκοί οργανισμοί άλλωστε έχουν κάνει συστάσεις στα κράτη και έχουν προωθήσει στρατηγικές (όπως η 2018-2023 για την ισότητα των φύλων του ΣτΕ) καθώς δέχονται ότι ιδιαίτερα οι γυναίκες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, όπως οι Ρομά, αντιμετωπίζουν πολλαπλές μορφές βίας και διακρίσεων, ακόμη και από τα μέλη της ίδιας τους της κοινότητας. Αυτό έχουν δείξει και έρευνες, όπως η EUMIDIS II του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Απευθύνθηκαν σε εμάς περισσότερες από 1.500 Ρομά γυναίκες, με πάνω από 2.000 υποθέσεις. Το πρόβλημά τους δεν ήταν ότι παρέβησαν τον νόμο και χρειάστηκαν βοήθεια, αλλά ότι δεν είχαν επαρκή πρόσβαση σε αρχές και υπηρεσίες, ήταν αποκλεισμένες. Τις βοηθήσαμε να υποβάλουν αιτήσεις, να απευθυνθούν στον θεσμό της νομικής βοήθειας τον οποίο δεν γνώριζαν, να καταγγείλουν διακρίσεις από τις αρχές, ενδοοικογενειακή βία.
Εντοπίσαμε γυναίκες και άντρες που για λόγους που έχουν να κάνουν με ιστορικές ευθύνες του ελληνικού κράτους –και όχι επειδή οι ίδιοι το επιλέγουν– δεν μπορούν να εγγραφούν στα δημοτολόγια και να εκδώσουν μια απλή ταυτότητα, που είναι «αόρατοι» και δεν μπορούν να κάνουν καμία νόμιμη εργασία.
Γνωρίσαμε Ρομά που προσπάθησαν να νοικιάσουν σπίτια με νόμιμο εισόδημα, ή την βοήθεια προγραμμάτων, και να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και οι περίοικοι ή οι σύλλογοι γονέων αντέδρασαν. Αναφέραμε περιπτώσεις όπου συνταγματικά κατοχυρωμένοι θεσμοί, όπως αυτός της νομικής βοήθειας, δεν λειτουργούν στην πράξη – προκαλώντας την παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου (11159/2017). Δεχτήκαμε καταγγελίες για δράση των αρχών με «φυλετικό προφίλ», για επιχειρήσεις «σκούπα» σε καταυλισμούς και αστυνομική βία. Και, φυσικά, εξηγήσαμε στους ανθρώπους ότι τα δικαιώματα έχουν μαζί και υποχρεώσεις. Την ίδια στιγμή, αναφέραμε στις αρχές τα προβλήματα και προσφέραμε εκπαιδεύσεις στο προσωπικό σε ζητήματα καταπολέμησης των διακρίσεων και υλοποίησης της σχετικής νομοθεσίας.
Στο πρόγραμμα αυτό δουλεύουμε μαζί με Ελληνες Ρομά δικηγόρους, διαμεσολαβητές, γυναίκες και άντρες, οι οποίοι δεν είναι κακοντυμένοι ή βρόμικοι, ούτε ρέπουν προς την παρανομία. Είχαν τις προϋποθέσεις –δεν ζουν όλοι οι Ρομά σε ακραία φτώχεια ούτε είναι όλοι στο περιθώριο–, τύχη, ικανότητα. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε και αυτοί να ξεπεράσουν τους σκοπέλους των αρνητικών στερεοτύπων και του χαρακτηρισμού τους ως «γύφτων». Είναι οι Ρομά που δεν θα τους εντοπίσει κανείς στον δρόμο, δεν ζουν σε παράγκες και δεν είναι βρόμικοι, που η ύπαρξή τους δεν δείχνει μόνο ότι μπορούν να υπάρχουν επιτυχημένοι Ρομά –τους οποίους όμως δεν βλέπουμε– αλλά και προδίδει όσους εν τέλει συνδέουν την παραβατικότητα με τα βρόμικα ρούχα.
Αν λοιπόν υπάρχουν –που φυσικά υπάρχουν– εγκληματίες, ανεύθυνοι ή παραβατικοί Ρομά, η ευθύνη των υπολοίπων δεν έγκειται στο να κάνουμε απλουστευτικές γενικεύσεις. Ευθύνη είναι το να ενισχύσουμε και να ενδυναμώσουμε τους υπόλοιπους, θύματα και αυτοί των όσων εγκληματούν. Μόνο έτσι θα προωθήσουμε τον στόχο της μείωσης του αποκλεισμού και της παραβατικότητας.
Χρήστος Ηλιάδης - συντονιστής στην Ελλάδα του προγράμματος JUSTROM για την πρόσβαση των Ρομά γυναικών στη Δικαιοσύνη (κοινό πρόγραμμα του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής)
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου