Οι παλινωδίες στη διαχείριση της τύχης των βυζαντινών αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια των εργασιών για την κατασκευή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου δεν είναι μόνο επιζήμιες για την προστασία και ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αλλά και ενδεικτικές της κρίσης του θεσμού του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
Θα υπέθετε κανείς ότι αυτό είναι αναμενόμενο σε ένα έργο σε εξέλιξη που απαιτεί διαφορετικούς χειρισμούς ανάλογα με τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται κάθε φορά.
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι όμως ότι το αλαλούμ οφείλεται σε αντικρουόμενα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Ετσι εξηγείται η αδυναμία για συναίνεση σε βασικά θέματα και το γενικό έλλειμμα εμπιστοσύνης, σε βαθμό που το κοινό να αδυνατεί να κρίνει ποια άποψη εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον.
Ο χειρισμός της υπόθεσης των βυζαντινών αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν στη Θεσσαλονίκη είναι ενδεικτικός του είδους των εξαρτήσεων του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, η σύνθεση του οποίου είναι πολιτική επιλογή της εκάστοτε ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού.
Στην πιο πρόσφατη συνεδρίασή του, όπου προτάθηκε η απόσπαση και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, ορισμένοι φορείς του υπουργείου Πολιτισμού υπέβαλαν ένσταση ζητώντας προηγουμένως την εξαίρεση από τη συζήτηση των μελών Μανόλη Κορρέ και Μιχάλη Τιβέριου.
Ο λόγος στην περίπτωση του Κορρέ ήταν ότι ιδιωτική εταιρεία, συμφερόντων της οικογένειάς του, είχε ήδη εμπλακεί και αναμένεται να αναλάβει εκ νέου το επίμαχο έργο μεταφοράς των αρχαιοτήτων. Ο Τιβέριος, από την άλλη, είχε διατελέσει έμμισθος σύμβουλος της εταιρείας Αττικό Μετρό –δημοσίου συμφέροντος με συμμετοχή ιδιωτών– και υπήρξε εξ αρχής υπέρμαχος των αρχικών θέσεών της για απόσπαση των αρχαιοτήτων.
Στην περίπτωση αυτή οι αντιδράσεις ξεκίνησαν ήδη πριν από χρόνια με αφορμή την αρχική επιλογή του ως μέλους του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2013. Ακολούθησε η απομάκρυνσή του από την επόμενη κυβέρνηση και η επαναφορά του το 2019 μετά τις τελευταίες εκλογές.
Αναρωτιέται ωστόσο κανείς πώς είναι δυνατόν να επιλέγεται ως μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου –όπου σημειωτέον συζητούνται μεταξύ άλλων σημαντικές υποθέσεις αρχαιοτήτων που ήρθαν στο φως μετά από μεγάλα έργα– κάποιος που έχει προηγουμένως υπηρετήσει ως έμμισθος σύμβουλος όχι μόνο της Αττικό Μετρό, αλλά και διαφόρων άλλων μεγάλων εταιρειών στην κατασκευή σιδηροδρόμων, αυτοκινητοδρόμων και αγωγών φυσικού αερίου.
Το πρώτο παράδοξο σε αυτή την ιστορία είναι ασφαλώς το έλλειμμα εμπιστοσύνης των κατασκευαστικών εταιρειών στον κατεξοχήν αρμόδιο δημόσιο φορέα που έχει την ευθύνη για την εκτέλεση των αρχαιολογικών έργων στην Ελλάδα, δηλαδή την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αυτή η στάση οδήγησε στην πρόσληψη ενός «ιδιώτη» συμβούλου με έμμισθη σχέση εργασίας.
Το δεύτερο παράδοξο αλλά και στρεβλό ήταν η τοποθέτηση του ίδιου προσώπου ως μέλους ανώτατου συμβουλίου της ελληνικής πολιτείας για να γνωμοδοτήσει επί θεμάτων με τα οποία είχε προηγουμένως ασχοληθεί ως έμμισθος σύμβουλος κατασκευαστικών εταιρειών.
Η δυσπιστία έναντι του κρατικού μηχανισμού δεν είναι πάντα αδικαιολόγητη, ειδικά στους γνωρίζοντες τον τρόπο στελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών, όπου επιχειρείται συχνά η δημιουργία σχέσεων εξάρτησης μέσω ενός σαθρού συστήματος ευνοιοκρατίας.
Με άλλα λόγια, πώς μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να αποφασίσει ανεξάρτητα ένα μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου που προέρχεται από τον στενό δημόσιο τομέα, αν γνωρίζει ότι είναι πιθανόν να έρθει σε ρήξη με τον πολιτικό προϊστάμενό του, ο οποίος το έχει τοποθετήσει στο συμβούλιο και ταυτόχρονα το έχει πριμοδοτήσει με κάποια θέση ευθύνης στη δομή του υπουργείου Πολιτισμού;
Από τη στιγμή λοιπόν που η επιλογή των μελών του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου γίνεται από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού, η οποία εκπροσωπείται σε αυτό από τον γενικό γραμματέα του, μπορεί να αντιληφθεί και ο πλέον αφελής τις σχέσεις εξάρτησης που αναπτύσσονται και το πολιτικό πρόσημο των γνωμοδοτήσεών του. Ετσι μπορεί να εξηγηθεί και η μακρόχρονη θητεία ορισμένων μελών με προσαρμοστικότητα χαμαιλέοντα στις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες και ελαστικότητα σε θέματα αρχών.
Οι ασυνέπειες στον χειρισμό της υπόθεσης των αρχαιοτήτων του μετρό Θεσσαλονίκης καθιστούν άμεση ανάγκη την αποκατάσταση του κύρους του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου μέσω του επανακαθορισμού του τρόπου επιλογής των μελών του με τρόπο που να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του. Σε άλλη περίπτωση, κινδυνεύει να μετατραπεί σε όργανο συγκεκαλυμμένης υποστήριξης των αποφάσεων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού, στην ευχέρεια του οποίου είναι ούτως ή άλλως η λήψη των τελικών αποφάσεων.
Στέφανος Γιματζίδης - διευθυντής ερευνητικών προγραμμάτων, Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, Αυστριακή Ακαδημία των Επιστημών
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου