Βγαίνοντας από το τούνελ της μακράς οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, η Ελλάδα βρίσκεται στην «οπισθοφυλακή» της ΕΕ, καταλαμβάνοντας μία από τις τελευταίες θέσεις ως προς τις επενδύσεις, τα εισοδήματα και την κατανάλωση. Οι Ελληνες –μαζί με τους Βούλγαρους, τους Ρουμάνους και τους Κροάτες – είναι οι φτωχότεροι στην Ευρωπαϊκή Ενωση με βάση την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος τους.
Η ασθενής εγχώρια καταναλωτική ζήτηση σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς επενδύσεις γίνονται τροχοπέδη στην προσπάθεια επιτάχυνσης των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Δύο αριθμοί δείχνουν ξεκάθαρα πόσο πίσω γύρισε η κρίση την ελληνική οικονομία, ιδιαίτερα όσον αφορά τις επενδύσεις: Το 2008 οι κατά κεφαλήν επενδύσεις στην Ελλάδα υπερέβαιναν ελαφρώς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28 – αντιστοιχούσαν στο 101,7%. Δέκα χρόνια αργότερα, το 2018, είχαν υποχωρήσει δραματικά στο 38,1% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, φέρνοντας την Ελλάδα στην προτελευταία θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης.
Οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank εξέτασαν τα στοιχεία της Eurostat για την κατά κεφαλήν δαπάνη –σε όρους ΑΕΠ, πραγματικής ατομικής κατανάλωσης και επενδύσεων παγίων– στις 28 χώρες της ΕΕ. Οι μετρήσεις έγιναν σε μονάδες κοινής αγοραστικής δύναμης (PPS), ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση ανάμεσα στις επί μέρους χώρες.
Οι ανοιχτές πληγές
Για την ελληνική οικονομία επισημαίνουν ότι παρά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ επί 10 τρίμηνα στη σειρά, τη σταδιακή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και τη σταθεροποίηση των δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών, οι επιπτώσεις της πολυετούς κρίσης παραμένουν εμφανείς και αποτυπώνεται σε πολλές μακροοικονομικές μεταβλητές:
- Οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι αρνητικές – οι νέες επενδύσεις είναι λιγότερες από τις αποσβέσεις
- Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός συρρικνώνεται
- Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εξακολουθεί να βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα.
- Ο όγκος της κατά κεφαλήν εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας έχει υποχωρήσει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο των «28» της ΕΕ.
Αγοραστική δύναμη και «απώλεια ευημερίας»
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος, μετρούμενου όχι σε απόλυτους αριθμούς, αλλά σε αγοραστική δύναμη. Η παρατεταμένη κρίση, οι περικοπές μισθών-συντάξεων και η μείωση των αμοιβών εργασίας δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογη πτώση του κόστους ζωής. Οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών συνέχισαν να αυξάνονται, ή μειώθηκαν πολύ λιγότερο από τα εισοδήματα.
Η κρίση έριξε την Ελλάδα σε πολύ χαμηλή θέση της κατάταξης των ευρωπαϊκών χωρών με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, κοντά στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, εξανεμίζοντας όλη την πρόοδο που είχε σημειώσει την προηγούμενη δεκαετία.
Το 2018, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν στο 68,1% της ΕΕ-28. Μέχρι το 2010, την περίοδο 2003-2009, κινούνταν περί το 94%, με μικρές αποκλίσεις. Είχε προηγηθεί μια 8ετής περίοδο σύγκλισης κατά τη διάρκεια της οποίας από 85,6% της ΕΕ το 1995 αυξήθηκε στο 94% το 2003.
Με ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 68,1% του μέσου ευρωπαϊκού όρου η Ελλάδα βρίσκεται τώρα στην 25η θέση μεταξύ των 28 της ΕΕ. Τις τρεις τελευταίες θέσεις καταλαμβάνουν η Ρουμανία (που βρίσκεται στο 64,8%), η Κροατία (62,6%) και η Βουλγαρία (50,6%).
Ένα ενδεικτικό στοιχείο για την «απώλεια ευημερίας» που έχουν υποστεί οι Ελληνες, είναι η συρρίκνωση της ατομικής κατανάλωσης.
- Από το 2008 ο σχετικός δείκτης ήταν πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ (104,4%), καθώς η κατανάλωση τροφοδοτούνταν από τον φθηνό δανεισμό.
- Υποχωρώντας σταδιακά στη διάρκεια της κρίσης, έπεσε το 2018 στο 76,3%.
Μαραθώνιος για να επανέλθουμε
Οι αναλυτές της Eurobank επισημαίνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται τώρα στα πρώτα βήματα μιας δύσκολης και επίπονης προσπάθειας: Για να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ να προσεγγίσει πάλι το 94% του μέσου της ΕΕ, πρέπει να επιτυγχάνει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης επί πολλά χρόνια.
Όπως αναφέρεται στην ανάλυση της Eurobank, για να επιστρέψει η χώρα μας σ’ αυτά τα επίπεδα το 2028, πρέπει όλη αυτή την περίοδο να να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης τουλάχιστον 3,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους από τον μέσο ευρωπαϊκό.
Αυτό σημαίνει ότι με αναμενόμενη μέση ανάπτυξη 1,2-1,4% στην ΕΕ, η ελληνική οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό πάν από 4,5%!
Πηγή: sofokleousin.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου