Τον Φεβρουάριο του 2019 η προηγούμενη
κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε προχωρήσει σε αύξηση του κατώτατου μισθού κατά
11% και στην κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού για τους νέους κάτω
των 25 ετών (αύξηση 27%).
Στην προσπάθειά της η Ν.Δ. προεκλογικά
να πλειοδοτήσει έναντι της εξαγγελίας του ΣΥΡΙΖΑ για επιπλέον αύξηση του
κατώτατου μισθού έως το 2021 ώστε να φτάσει στα 751 ευρώ, δεσμεύτηκε
λέγοντας ότι «θεσπίζουμε την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό
διπλάσιο από το ποσοστό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Υπολογίζουμε ότι ο κατώτατος
μισθός θα φτάσει έτσι στα 730 ευρώ μέχρι το 2022».
Τόσο όμως
ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όσο και ο υπουργός των Οικονομικών κ.
Σταϊκούρας, σε πρόσφατες τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους, έσπευσαν να
χαμηλώσουν τις προσδοκίες, λέγοντας εν ολίγοις ότι η αύξηση στην οποία
προέβη ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν τέτοια που υπερκάλυψε(!) τις επικείμενες αυξήσεις
σε βάθος τριετίας ή και τετραετίας. Ετσι εάν επρόκειτο να υλοποιηθεί η
προεκλογική δέσμευση της Ν.Δ. και το ποσόν να φτάσει στα 730 ευρώ το
2022, τότε θα υπήρχε αύξηση του κατώτατου μισθού στην τριετία κατά
12,3%. Ωστόσο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σε δηλώσεις του «κατέβασε» το
ποσόν στα 700 ευρώ. Αυτό συνεπάγεται αύξηση 7,7% σε μια τριετία, κάτι το
οποίο συνεπάγεται 4,6 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες από την προεκλογική
υπόσχεση της σημερινής κυβέρνησης.
Πέρα από τον προφανή εμπαιγμό
εις βάρος των μισθωτών καθώς η αύξηση του κατώτατου μισθού είχε ήδη
συντελεστεί πριν από τις εκλογές και η Ν.Δ. δεν μετέβαλε το προεκλογικό
πρόγραμμά της, υπάρχει και μια άλλη διάσταση που αφορά τους εργαζόμενους
αλλά και τους συνταξιούχους.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού, στην
οποία προέβη ο ΣΥΡΙΖΑ, συνεισέφερε στα ταμεία του ΕΦΚΑ από τις
ασφαλιστικές εισφορές και τα συνεισπραττόμενα τέλη ένα ποσόν κοντά στα
350 εκατ. ευρώ για το 2019, το οποίο βοήθησε σημαντικά στο να στηριχτεί ο
Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης και να παρουσιάσει μόνο ελαφρύ
έλλειμμα για το τρέχον έτος.
Το ποσόν αυτό έδωσε
τη δυνατότητα να στηριχτούν οι συντάξεις, αλλά και να ανοίξει ο δρόμος
για την καταβολή της 13ης σύνταξης (που επίσης καταργεί η κυβέρνηση)
στους χαμηλοσυνταξιούχους, στο πλαίσιο της αναδιανομής του εισοδήματος
που πραγματοποιεί το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας.
Με
λίγα λόγια ένας από τους βασικούς λόγους που οι συντάξεις διατηρήθηκαν
στο σημερινό επίπεδο και δόθηκαν και ορισμένες αυξήσεις σε περίπου
620.000 συνταξιούχους το 2019, είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η
έμμεση εισροή νέων πόρων στα ταμεία του ΕΦΚΑ από την αύξηση των
ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών.
Θα ήταν βέβαια σημαντική
παράλειψη να μην αναδείξει κανείς τι έλεγαν οι απανταχού δημοσιολόγοι
λίγο πριν από την αύξηση του κατώτατου μισθού στις αρχές του 2019.
Σεισμοί και καταποντισμοί, καθίζηση της αγοράς, κλείσιμο επιχειρήσεων
και λουκέτα ήταν λίγες μόνο από τις «πληγές του Φαραώ» που επρόκειτο να
οδηγήσουν στην απόλυτη καταστροφή της αγοράς.
Φυσικά τα επίσημα
στοιχεία δείχνουν ότι το 2019 θα έχουμε θετικό ισοζύγιο προσλήψεων -
απολύσεων και θετικό ισοζύγιο νέων επιχειρήσεων. Δημιουργούνται δηλαδή
νέες θέσεις εργασίας (έστω και ευέλικτης μορφής) και ανοίγουν
περισσότερες νέες επιχειρήσεις, δίχως να επιβεβαιώνονται οι ανωτέρω
προβλέψεις. Δεν αγνοούμε ότι το μισθολογικό κόστος είναι μόνο ένας από
τους δεκάδες παράγοντες που επηρεάζουν την αγορά, άλλοτε θετικά και
άλλοτε αρνητικά. Σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται ότι οι «Κασσάνδρες» του
Φεβρουαρίου του 2019, που προέβλεπαν την καταστροφή των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων λόγω του μέτρου, έπεσαν έξω. Αντίθετα οι ενώσεις των
επαγγελματοβιοτεχνών (βλ. ΓΣΕΒΕΕ) που επέμειναν και υποστήριξαν το μέτρο
της αύξησης του κατώτατου μισθού, μάλλον επιβεβαιώθηκαν στις προβλέψεις
τους.
Τέλος, η ενδεχόμενη ματαίωση ή ανάσχεση της αύξησης του
κατώτατου μισθού κατά περίπου 5 μονάδες ή και περισσότερες, θα στερήσει
από τον ΕΦΚΑ δεκάδες εκατομμύρια. Αν επιβεβαιωθούν όσα ανέφεραν οι δύο
υπουργοί (δηλαδή 5% μικρότερη αύξηση), τότε οι απώλειες για τον ΕΦΚΑ θα
είναι 120 εκατομμύρια κατ’ έτος, ποσόν που αν υπήρχε αυτή τη στιγμή θα
μπορούσε να δώσει π.χ. μέρισμα σε χιλιάδες δικαιούχους επιπλέον, αλλά
και να υποστηρίξει ακόμα περισσότερο τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Προκύπτει
δηλαδή ότι για κάθε 1% αύξησης του κατώτατου μισθού, το όφελος μόνο για
τον ΕΦΚΑ είναι λίγο πάνω από 30 εκατομμύρια ευρώ κατ’ έτος.
Συνεπώς,
πέρα από τους εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτούς που θα έβλεπαν αυξήσεις
στους μισθούς τους, ωφελημένοι θα ήταν και οι υποψήφιοι συνταξιούχοι και
τα Ταμεία.
Αρα ας ξανασκεφτεί πολύ καλά η
κυβέρνηση τη ματαίωση ή περιστολή του μέτρου, το οποίο είναι από τα
σημαντικότερα που μπορούν να στηρίξουν την κοινωνική ασφάλιση, σε μια
περίοδο που ο συνταξιουχικός κόσμος το έχει πραγματικά ανάγκη.
Διονύσης Τεμπονέρας - Δικηγόρος / εργατολόγος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου