Το δεύτερο καλό νέο είναι πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει το φετινό υπερπλεόνασμα σε ένα καθαρό ποσό κοντά στα 550 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που διευρύνει τις επιλογές της κυβέρνησης για την χορήγηση και την κατανομή του κοινωνικού μερίσματος και, σε πολιτικούς και επικοινωνιακούς όρους, της επιτρέπει να κλείσει την χρονιά επιδεικνύοντας κοινωνικό προφίλ (ασχέτως εάν έως πριν από λίγους μήνες αποκήρυττε την διανομή μερίσματος και την «επιδοματική πολιτική» του ΣΥΡΙΖΑ).
Το τρίτο καλό νέο είναι η θετική εκτίμηση για την βιωσιμότητα του χρέους, η οποία στρώνει τον δρόμο για να ανοίξει η συζήτηση περί μείωσης των στόχων για τα πλεονάσματα, έστω και με προοπτική εφαρμογής των νέων χαμηλότερων ορίων από το 2021 και μετά. Σύμφωνα, δε, με χθεσινοβραδυνές πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο το πλαίσιο αυτής της συζήτησης έχει ήδη διερευνηθεί με τους θεσμούς σε ανεπίσημο επίπεδο και οδηγεί σε «βάσιμες προσδοκίες» για μείωση του στόχου για το πλεόνασμα στο 2,5% (από το 3,5%) το 2021, στο 2,2% το 2022 και στο 2% μετά το 2023.
Τα κακά νέα – όχι απαραιτήτως για την κυβέρνηση αλλά σίγουρα για μεγάλη μερίδα των φορολογουμένων – είναι ότι στην έκθεση η Κομισιόν εκφράζει σαφή δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε η προνομοθετημένη δέσμευση για μείωση του αφορολογήτου από το 2020, ενώ τοποθετείται αρνητικά και για την απόφαση της κυβέρνησης να παγώσει τον ΦΠΑ στην οικοδομή για τρία χρόνια. Τούτο δεν σημαίνει πως τίθενται σε αμφισβήτηση οι συγκεκριμένες επιλογές, σε συνδυασμό όμως με την καθαρή θέση των Βρυξελλών ότι τα όποια φορολογικά μέτρα πρέπει να έχουν ουδέτερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και αναπτυξιακό προσανατολισμό, προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα για το εάν θα υπάρξει σύντομα χώρος για κινήσεις ελάφρυνσης της μεσαίας τάξης.
Και ακριβώς εκεί, στην ουσιαστική ακύρωση των προεκλογικών υποσχέσεων περί «άρσης της υπερφορολόγησης και ανακούφισης της μεσαίας τάξης», αναμένεται να επικεντρωθεί η πολιτική αντιπαράθεση το αμέσως επόμενο διάστημα – μετά την σημερινή κατάθεση του προϋπολογισμού στην Βουλή και εν όψει και της συζήτησης για το φορολογικό νομοσχέδιο που έρχεται στο τέλος του μήνα.
Εκεί αναμένεται, άλλωστε, να στρέψει την πολιτική ατζέντα και ο ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένο ότι το φορολογικό νομοσχέδιο – ως έχει τουλάχιστον μέχρι στιγμής – αφήνει βαριά «μαύρη τρύπα» για τα μεσαία εισοδηματα 20.000 έως 50.000 ευρώ για τα οποία η ελάφρυνση φτάνει μόλις στα… 17 ευρώ τον χρόνο. Αντιθέτως, οι… έχοντες και κατέχοντες εισόδημα πάνω από 50.000 ευρώ ετησίως θα δουν φορολογικές μειώσεις της τάξης ακόμη και των 1.000 ευρώ. Το πολιτικό κόστος αυτής της «μαύρης τρύπας» τελεί εν γνώσει και του κυβερνητικού επιτελείου. Εξ ου και οι πληροφορίες αναφέρουν πως ο υπουργός Οικονομικών έχει λάβει εντολή να διερευνήσει όλες τις εναλλακτικές για περαιτέρω κινήσεις ελάφρυνσης της μεσαίας τάξης – τα δημοσιονομικά περιθώρια ωστόσο, τουλάχιστον για το 2020, δείχνουν περιορισμένα.
Έτερο ζήτημα που σκοπεύει επίσης να αναδείξει η αξιωματική αντιπολίτευση είναι και η… αμνησία της κυβερνησης σε ό,τι αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία δεν έχει καν δημοσιονομικό κόστος καθώς αφορά μόνον τον ιδιωτικό τομέα. Προεκλογικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχόταν αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνάρτηση με την ανάπτυξη. Αρχικά έλεγε πως εάν η ανάπτυξη φθάσει στο 4%, ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί σε διπλάσιο ποσοστό – δηλαδή κατά 8% και θα πάει στα 700 ευρώ. Αργότερα… ξέχασε μεν την ανάπτυξη του 4% αλλά εξακολουθούσε να υπόσχεται αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο της αύξησης του ΑΕΠ.
«Αρα», όπως λένε πηγές της αντιπολίτευσης, «εάν φέτος έχουμε ανάπτυξη 1,9%, ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξηθεί κατά 3,8%». Μέχρι στιγμής, ωστόσο, τίποτα τέτοιο δεν έχει ακουστεί ούτε από το υπουργείο Οικονομικών, ούτε από το Μέγαρο Μαξίμου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου