Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Πατρίς, Θρησκεία, Ομογένεια

Αναφερόμαστε, φυσικά, στο περίφημο πλέον ζήτημα της ψήφου των αποδήμων. Το τελευταίο δεν αφορά μόνο μια ενδεχόμενη τεχνική διευκόλυνση των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων πολιτών που έχουν ξενιτευτεί την τελευταία δεκαετία εντός ή εκτός Ε.Ε., ώστε ν’ ασκήσουν εξ αποστάσεων το εκλογικό τους δικαίωμα −όσο κι αν, ακόμη και μια τέτοια διευκόλυνση, ισοδυναμεί εκ των πραγμάτων με άνιση μεταχείριση ανάμεσα στους μετανάστες και όλους εκείνους που ζουν μεν στο εσωτερικό της επικράτειας αλλά για διάφορους λόγους (εργασιακούς, οικονομικούς κ.λπ.) δεν μπορούν να μετακινηθούν για να ψηφίσουν, όπως έγινε με χιλιάδες εποχικούς εργαζόμενους της τουριστικής βιομηχανίας κατά τις πρόσφατες εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Απείρως κρισιμότερος είναι ο καθορισμός του νέου εκλογικού σώματος: ποιοι ακριβώς θα έχουν δικαίωμα ψήφου, πού και με ποιες προϋποθέσεις και διαδικασία θα το αποκτήσουν.
«Οι Ελληνες της Διασποράς είναι δύο φορές Ελληνες»
Βασίλης Κικίλιας, υπουργός Υγείας (εφ. «Real News» 13/10/2019)
Πόσο δημοκρατικό είναι ο κάθε Τζόνι Πούλος από το Αϊντάχο, μετανάστης πολλοστής γενιάς που την Ελλάδα τη γνωρίζει από την τηλεόραση ή τις καλοκαιρινές διακοπές του και που όλος ο κύκλος της ζωής του καθορίζεται από μια παντελώς ξένη θεσμική και υλική πραγματικότητα, να συναποφασίζει για τις συνθήκες στις οποίες θα ζουν, θα σπουδάζουν, θα βιοπορίζονται, θα ψωνίζουν, θα φορολογούνται και θα συνταξιοδοτούνται εκατομμύρια άνθρωποι με τους οποίους δεν τον συνδέει κανένας απολύτως πραγματικός δεσμός;
Ή ακόμη κι ένας μετανάστης πρώτης γενιάς που εγκατέλειψε τη χώρα στην πρώτη νιότη του, έφτιαξε τη ζωή του αλλού και συγκρότησε την ταυτότητά του με βάση τις εκεί συνθήκες και συμφέροντά του, οι δε αντιλήψεις του για την Ελλάδα παραμένουν καθηλωμένες στα βιώματα (κι ενδεχομένως τα τραύματα) μιας εποχής που έχει παρέλθει πια ανεπιστρεπτί;
Η αρνητική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί ν’ αποτελεί μονόδρομο για όποιον αποδέχεται έστω και στοιχειωδώς τη δημοκρατική αρχή, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση μιας χώρας πρέπει να εκλέγεται από εκείνους που θα υποστούν τις συνέπειες των επιλογών της.
Δεν είναι όμως καθόλου αυτονόητη σ’ ένα κράτος όπου, όχι μόνο η έννοια του πολίτη συνδέθηκε εξ υπαρχής με το καταγωγικό «δίκαιο του αίματος», αλλά και το ιδρυτικό έθνος του συγκροτήθηκε αρχικά ως νοερή κοινότητα στη Διασπορά κι από εκεί (τη Βιέννη, το Παρίσι και την Οδησσό) μεταφυτεύτηκε διά της «ημετέρας Παιδείας» και αγκιτάτσιας στα μέρη που επρόκειτο ν’ αποτελέσουν την επικράτειά του.
Πώς όμως οριοθετήθηκαν νοερά οι έννοιες του «Ελληνα» και της «ομογένειας» σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή και ποιες ακριβώς μεταλλάξεις υπέστησαν από την εγχώρια κρατική ιδεολογία και έννομη τάξη στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα μέχρι τις μέρες μας;
Μια ματιά σ’ αυτή την ιστορική διαδρομή είναι αναγκαία για ν’ αντιληφθούμε σε όλες τους τις διαστάσεις, τόσο τα συμφραζόμενα όσο και τους κινδύνους που περικλείει η τωρινή δημόσια συζήτηση. Αν μη τι άλλο, η έμπρακτη οριοθέτηση της εθνικής κοινότητας δεν υπήρξε ποτέ εκ των προτέρων δεδομένη, αλλά πρόκυπτε κάθε φορά ως προϊόν μιας σύζευξης αντιφατικών επιταγών, συμφερόντων και σχεδίων.
Τον καιρό της Εθνεγερσίας
Για τον Ρήγα Βελεστινλή και τα ριζοσπαστικά σχέδιά του, τα πράγματα ήταν μάλλον απλά: Ελληνες ήταν (ακριβέστερα: θα γίνονταν) όσοι υπήκοοι του σουλτάνου, ανεξαρτήτως «φυλής» ή θρησκείας, έπαιρναν τα όπλα για να καταλύσουν την οθωμανική δεσποτεία, «να σφάξουνε τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν, και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν» και να οικοδομήσουν μια οραματική «ελληνική δημοκρατία».
Στον Θούριό του, ο επερχόμενος ξεσηκωμός καλύπτει όλο τον γεωγραφικό χώρο «από την Μπόσνα και ώς την Αραπιά», αγκαλιάζοντας κάθε κάτοικό του: «Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, / αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή / για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί. / Μ’ εμάς και σεις Μαλτέζοι, γεννήτ’ ένα κορμί / Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί / ζητά την συνδρομήν σας με μητρικήν ορμή».
Μοναδικό κριτήριο για την ιδιότητα του πολίτη θ’ αποτελούσε η στάση του καθενός απέναντι στην επανάσταση: «Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί·/ αδέλφια μας θα γίνουν, ας είναι κι εθνικοί. / Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν, / εκείνοι, και δικοί μας ας είναι, θα χαθούν».
Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη παρερμηνεία του πολιτικού του οράματος από την εγχώρια Αριστερά του εικοστού αιώνα, ο Ρήγας δεν είχε κατά νου κανενός είδους βαλκανική «ομοσπονδία», αλλά ένα ενιαίο κι αδιαίρετο δημοκρατικό «ελληνικό» κράτος που θα περιλάμβανε στους κόλπους του «διάφορα γένη και θρησκείας» (άρθρο 1 του συντάγματός του). Οπως και το πρότυπό του, η Γαλλική Επανάσταση, θεωρούσε επίσης πως οι πολίτες αυτού του κράτους έπρεπε να διαθέτουν ενιαίο εκφραστικό όργανο για τη μεταξύ τους πολιτική συνεννόηση: σύμφωνα με το σύνταγμά του (§53), «όλοι οι Νόμοι και προσταγαί γίνονται εις την απλήν των Ελλήνων γλώσσαν, ως πλέον ευκατάληπτον και εύκολον να σπουδασθή από όλα τα εις το βασίλειον τούτο εμπεριεχόμενα γένη».
Τα γραπτά του δεν μας διαφωτίζουν για την τύχη των τοπικών διαλέκτων και γλωσσών σ’ αυτή την καινούργια τάξη −αν θ’ αντιμετωπίζονταν δηλαδή σαν εξοβελιστέα κατάλοιπα του φεουδαρχικού παρελθόντος, όπως στην περίπτωση της επαναστατικής Γαλλίας, ή θ’ απολάμβαναν ένα καθεστώς ανοχής προσφυέστερο στα ανατολικά ήθη. Με δεδομένη τη βίαιη καταστολή του όλου εγχειρήματος στα γεννοφάσκια του το αναπάντητο αυτό ερώτημα έχει έτσι κι αλλιώς φιλολογική μόνο σημασία.
Απείρως συντηρητικότερος, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περιόρισε μεν τον Ελληνισμό στην ορθόδοξη χριστιανοσύνη σε εξίσου ευρύ, όμως, γεωγραφικό ανάπτυγμα. Στην προκήρυξη που εξέδωσε στο Ιάσιο, αμέσως μετά την εισβολή του στην οθωμανική επικράτεια (24/2/1821), διαβάζουμε πως «άπασα την Ελλάδα» αποτελούν «ο Μωρέας, η Ηπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία [και] τα Νησιά του Αρχιπελάγους».
Ρεαλιστικότερα, τα συνταγματικά κείμενα του Εικοσιένα θα προσπαθήσουν να περιγράψουν το συλλογικό υποκείμενο του υπό διαμόρφωση επαναστατικού κράτους, συμφιλιώνοντας τον θεωρητικό φιλελευθερισμό της τότε διανόησης με την απτή πραγματικότητα ενός θρησκευτικού κατά βάση πολέμου, αλλά και με τις πρακτικές ανάγκες της προσέλκυσης έμψυχου δυναμικού στη μαχόμενη επικράτεια.
● Σύμφωνα με τη «Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος» (Σάλωνα 15/11/1821), «όσοι κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις τον Χριστόν είναι Ελληνες» (§1)· το ίδιο και όσοι μετανάστες ή πρόσφυγες στο εξωτερικό, «πατρόθεν ή μητρόθεν ή αμφοτερόθεν από Ελληνας καταγόμενοι», επιστρέψουν στην πατρίδα (§2). Ως Ελληνες θα πολιτογραφούνταν επίσης όσοι χριστιανοί εγκατασταθούν «πέντε χρόνους αδιακόπως εις την Ελλάδα» κι επιδείξουν νομιμόφρονα και ηθική συμπεριφορά, όποιος απ’ αυτούς «κάμνει μεγάλην τινά εκδούλευσιν εις την Ελλάδα», ακόμη και όποιος απλώς «εκχερσώσει γην οκτώ ζευγαρίων και σπείρει αυτήν εις ένα δωδεκάμηνον» (§8). Το ίδιο συνταγματικό κείμενο ξεκαθάριζε, από την άλλη, πως «όσοι κάτοικοι της Ελλάδος δεν πιστεύουν εις τον Χριστόν είναι Μέτοικοι» (§12), με δικαίωμα μεν ακίνητης περιουσίας (§16) και ισότιμη νομική μεταχείριση (§14), όχι όμως πολιτικά δικαιώματα (§15).
● Το πρώτο πανελλήνιο Σύνταγμα της Επιδαύρου (1/1/1822) αποφάνθηκε επίσης πως «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις τον Χριστόν εισίν Ελληνες» (§2), παραπέμποντας τα υπόλοιπα στο μέλλον: «Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς νόμον περί πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν Ελληνες» (§5).
● Λεπτομερέστερες ομοειδείς διατάξεις συναντάμε και στο Σύνταγμα που ψήφισε η Β΄ Εθνοσυνέλευση του Αστρους (1823). Η εντοπιότητα κι η χριστιανοσύνη συμπληρώνονται εδώ με συγκεκριμένους όρους για την πολιτογράφηση «αλλοεθνών», θεσπίζεται δε -για πρώτη και τελευταία φορά- η ελληνοφωνία ως προϋπόθεση της ελληνικότητας: «Οσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις τον Χριστόν εισίν Ελληνες και απολαμβάνουσιν άνευ τινός διαφοράς όλων των πολιτικών δικαιωμάτων. Ομοίως Ελληνές εισί, και των αυτών δικαιωμάτων απολαμβάνουσιν, όσοι έξωθεν ελθόντες και την Ελληνικήν φωνήν πάτριον έχοντες και εις Χριστόν πιστεύοντες ζητήσωσι, παρουσιαζόμενοι εις τοπικήν Ελληνικής Επαρχίας Αρχήν, να εγκαταριθμηθώσι δι’ αυτής εις τους πολίτας Ελληνας» (§2). «Η Διοίκησις πολιτογραφεί αλλοεθνείς κατά τους ακολούθους όρους: α) Να διατρίψωσι πέντε ολόκληρα έτη και εις το διάστημα τούτο να μην αποδειχθώσι ποτέ εγκληματίαι, και να αποκτήσωσιν εντός του πενταετούς διαστήματος ακίνητα κτήματα εν τη Επικρατεία, β) Τα μεγάλα ανδραγαθήματα και αι σημαντικαί εκδουλεύσεις εις τας χρείας της Πατρίδος, ενούμεναι με την χρηστότητα των ηθών, είναι δικαιώματα ικανά εις πολιτογράφησιν» (§12).
● Το Σύνταγμα της Τροιζήνας (1827), το πρώτο που θέσπισε την ανεξιθρησκία, όριζε πάλι πως «Ελληνες είναι: α) Οσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις τον Χριστόν, β) Οσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν, διά να συναγωνισθώσιν ή να κατοικήσωσιν εις αυτήν, γ) Οσοι εις ξένας Επικρατείας είναι γεννημένοι από πατέρα Ελληνα, δ) Οσοι αυτόχθονες και μη, και οι τοιούτων απόγονοι, πολιτογραφηθέντες εις ξένας Επικρατείας προ της δημοσιεύσεως του παρόντος Συντάγματος, έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν και ορκισθώσι τον Ελληνικόν όρκον, ε) Οσοι ξένοι έλθωσι και πολιτογραφηθώσιν» (§6).
● Στο «ηγεμονικό», τέλος, Σύνταγμα του 1832, που ουδέποτε εφαρμόστηκε, συναντάμε τον πρώτο θεσμικό διαχωρισμό των ξενόφερτων χριστιανών αγωνιστών του Εικοσιένα σε ομόδοξους κι ετερόδοξους, με τους πρώτους -«ομογλώσσους και ετερογλώσσους»- να θεωρούνται αυτόματα Ελληνες, ενώ οι δεύτεροι εκ προοιμίου «αλλοεθνείς», πολιτογραφήσιμοι υπό όρους.
Οι τρεις ελληνικές φυλές
Στις τότε συνθήκες, Ελληνας θεωρούνταν ως εκ τούτου κάθε ορθόδοξος Βαλκάνιος που βρέθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Στον «Τυχοδιώκτη» του Μιλτιάδη Χουρμούζη (1835), τον κατεξοχήν ίσως καθρέφτη της λαϊκής ιδεολογίας της εποχής για το συγκεκριμένο ζήτημα, μεταξύ των παραγκωνισμένων αγωνιστών που εξεγείρονται κατά του Βαυαρού αντιβασιλιά και των «συντοπιτών», «προστατών» και «φίλων» του δεν περιλαμβάνονται λ.χ. μονάχα ο «Πελοποννήσιος» ή «Δαναός», ο «Τζάκονας», ο αλβανόφωνος «Υδραίος», ο «Στερεοελλαδίτης», ο «Αθηναίος», ο «Χιώτης», ο «Κρητικός» ή ο «Επτανήσιος», αλλά και ο αλλόγλωσσος «Στογιάνκος Βούλγαρης».
Ο κανονισμός ενός νέου συνοικισμού πρόβλεπε, πάλι, ότι μέλη του μπορούσαν να γίνουν πολίτες «ανήκοντες, ως εκ της καταγωγής και της γεννήσεως, εις τας ρηθείσας τρεις Ελληνικάς φυλάς των Θρακών, Βουλγάρων και Σέρβων» (εφ. «Αιών» 10/8/1846).
Στην ιστορική κοινοβουλευτική αγόρευσή του περί Μεγάλης Ιδέας (14/1/1844), ο Κωλέττης θα επιστρατεύσει ως κατεξοχήν εμβληματικό παράδειγμα συμμετοχής στο Εικοσιένα «των εκτός Ελλάδος μεινάντων αδελφών» (και νομιμοποιητική βάση του στόχου της «απελευθερώσεως όλων εν γένει των ομοδόξων Χριστιανών») τον Βελιγραδινό χιλίαρχο «Χατζηχρήστο με τους Βουλγάρους του» (Πρακτικά, σ.190-2). Στη Βουλή του 1844, ο ίδιος ο Χατζηχρήστος Ντάγκοβιτς μετείχε άλλωστε ως πληρεξούσιος των «Βουλγάρων και Θρακοσέρβων» («Αιών» 19/11/1843).
Οπως είναι γνωστό, η βασική αντιπαράθεση στην πρώτη μετεπαναστατική Βουλή δεν επικεντρώθηκε στις βασιλικές εξουσίες αλλά στη σύγκρουση των «αυτοχθόνων» (που περιλάμβαναν και όσους ξενομερίτες είχαν καταφύγει στην επαναστατημένη Ελλάδα κατά τη διάρκεια του αγώνα) με τους «ετερόχθονες» ομογενείς που ενέσκηψαν κατόπιν εορτής στο νεοσύστατο βασίλειο και, προικισμένοι συνήθως με υψηλότερη μόρφωση και συναφή τεχνικά προσόντα, εκτόπιζαν εκ του ασφαλούς από τη δημόσια διοίκηση τους επιζήσαντες του Εικοσιένα.
Αποτέλεσμα της κινητοποίησης των αυτοχθονιστών, με επιφανέστερο εκπρόσωπο τον στρατηγό Μακρυγιάννη, υπήρξε ο προσωρινός θεσμικός αποκλεισμός των ετεροχθόνων (12/1/1844) από τις δημόσιες υπηρεσίες −μ’ εξαίρεση τον στρατό, τη διπλωματία και την εκπαίδευση, θέσεις που «ο του αγώνος Ελλην δεν δύναται ν’ αναπληρώση».
Για το ζήτημα που μας απασχολεί, το Σύνταγμα του 1844 θα περιοριστεί έτσι σε μια λακωνική ταυτολογία («πολίται είναι όσοι απέκτησαν ή αποκτήσωσι τα χαρακτηριστικά του πολίτου κατά τους Νόμους του Κράτους»), διατύπωση που επαναλαμβάνεται αυτολεξεί σε όλα τα μεταγενέστερα συνταγματικά κείμενα μέχρι και το 1952.
Το 1835 εγκαινιάζεται και η εξωστρεφής απόφυση αυτών των αντιφάσεων: η πολιτογράφηση από τα ελληνικά προξενεία «ομογενών» δίχως να έχουν πατήσει το πόδι τους στην επικράτεια του νεοσύστατου βασιλείου, «με κριτήρια που δεν διευκρινίζονταν με σαφήνεια και ήταν εκ των προτέρων φανερό ότι παρέκκλιναν από τα προβαλλόμενα κριτήρια των έως τότε ελληνικών νόμων» (Βόγλη 2007, σ.262).
Καθώς τα χρόνια κυλούσαν και το επεκτατικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας εμπεδωνόταν ως συλλογική διαφυγή από την πεζή πραγματικότητα του ανεξάρτητου κρατιδίου, η ανάδυση άλλων εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια θ’ αρχίσει να εκλαμβάνεται σαν «συρρίκνωση» του φανταστικού Ελληνισμού, στον οποίο είχε βασιστεί το όλο αλυτρωτικό σχέδιο: «Ιδέτε πού κατηντήσαμεν από του 1821 μέχρι σήμερον!», θρηνεί έτσι το 1878 ο Αναστάσιος Βυζάντιος. «Πάσα δεκαετία παρελθούσα περιέκοψε και τας ελπίδας και το γόητρόν μας. […] Τα όρια της ιδανικής Ελλάδος πλησιάζουσι βαθμηδόν προς τα όρια της πραγματικής. Απωλέσαμεν μικρόν κατά μικρόν Σέρβους, Ρωμούνους και Βουλγάρους· και ήδη φευ! κινδυνεύομεν ν’ απωλέσωμεν και τους Αλβανούς, τουτέστι τους θυρωρούς του οίκου μας!» (Ελλη Σκοπετέα, «Το πρότυπον βασίλειον και η Μεγάλη Ιδέα», Αθήνα 1988, σ.335).
Αλλογενείς γηγενείς και ανθέλληνες Ελληνες
Η Μεγάλη Ιδέα υλοποιήθηκε, στο μέτρο του δυνατού, μέχρι τον Εβρο −για να ενταφιαστεί κατόπιν, επώδυνα και θεαματικά, στις στάχτες της Σμύρνης. Κάθε στάδιο αυτής της επέκτασης απάντησε στο ερώτημα της ελληνικότητας με τον απλούστερο τρόπο: την αθρόα πολιτογράφηση τόσο των «ομογενών» όσο και των «αλλογενών» κατοίκων των νέων επαρχιών με συνοπτικές διαδικασίες, βάσει των αντίστοιχων διεθνών συνθηκών.
Με μια μικρή διαφορά φάσης, η διαδικασία αυτή είχε και την αντίστροφη όψη της: την αποβολή των ανεπιθύμητων «αλλογενών» από τον εθνικό κορμό, είτε de facto στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων (1913-1922 και 1946-1949) είτε de jure, μ’ ένα προεδρικό διάταγμα του 1927 και στην συνέχεια (1955-1998) το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας. Σύμφωνα με τα οποία, «Ελληνες υπήκοοι αλλογενείς, εγκαταλιπόντες το Ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως επανόδου» απέβαλλαν αυτόματα (1927) ή δυνητικά (1955) την ελληνική ιθαγένειά τους με μια απλή διαπιστωτική πράξη του υπουργού Εσωτερικών.
Καθοριστική γι’ αυτή την εκκαθάριση υπήρξε η έννοια του «αλλογενούς» Ελληνα πολίτη, κατ’ αντιδιαστολή προς τον «ομογενή». Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, «ως αλλογενής νοείται ο καθ’ οιονδήποτε τρόπον αποκτήσας την ελληνικήν ιθαγένειαν, έλκων την καταγωγήν, απωτέραν ή ού, εκ προσώπων ανηκόντων εις διαφορετικήν εθνότητα», ο οποίος «διά των συναφών ενεργειών του και της εν γένει συμπεριφοράς του εξέφρασε αισθήματα μαρτυρούντα έλλειψιν ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, εις τρόπον ώστε να μη δύναται να θεωρηθεί αφομοιωθείς εις την ελληνικήν εθνότητα, την οποίαν απαρτίζουν τα συνδεόμενα διά κοινών ιστορικών παραδόσεων, πόθων και ιδανικών πρόσωπα» (ΣτΕ 57/1981· επίσης 59/1981, 61/1981 2756/1983 κ.α.).
Η «έλλειψις ελληνικής συνειδήσεως», λοιπόν, σε συνδυασμό με την καταγωγή -«απωτέραν ή ού»- είναι αυτή που θέτει κάποιον Ελληνα πολίτη εκτός τους «γένους» των καθαρών Ελλήνων. Στη σχετική νομολογία συναντάμε βέβαια και αποκλίνουσες ερμηνείες, βασισμένες στο «φυλετικό» αποκλειστικά κριτήριο, δεν αποτελούν όμως επ’ ουδενί τον κανόνα.
Καθολικά αποδεκτή υπήρξε μια άλλη διαχωριστική γραμμή, μεταξύ χριστιανών -ιδίως ορθοδόξων- και αλλοθρήσκων. Αν το Συμβούλιο της Επικρατείας αισθάνεται λ.χ. υποχρεωμένο να τεκμηριώσει το χαρακτηρισμό κάποιου σλαβόφωνου μετανάστη ως «αλλογενούς» με ρητή αναφορά στην εικαζόμενη συνεργασία του με την υπερπόντια «αυτονομιστική “σκοπιανή” κίνηση» (ΣτΕ 4345/1983), οι μουσουλμάνοι ή εβραίοι Ελληνες πολίτες θεωρούνται πάντα εκ προοιμίου «αλλογενείς».
Αποκαλυπτική είναι η ακραία περίπτωση ενός Ελληνοεβραίου κατοίκου του Ισραήλ που δεν πήρε ισραηλινή υπηκοότητα, διατήρησε στενή επαφή με το εκεί ελληνικό προξενείο, συμμετείχε σε κάθε ελληνική εθνική γιορτή ή εκδήλωση, πρωταγωνίστησε στη συγκέντρωση βοήθειας προς τους σεισμοπαθείς του Ιονίου κι αρθρογραφούσε τακτικά σε ισραηλινές εφημερίδες υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, αλλά παρόλα αυτά στερήθηκε το 1955 την ιθαγένειά του ως «αλλογενής» με βάση το Π.Δ. του 1927. Οταν το Συμβούλιο Ιθαγενείας δικαίωσε σχετική εισήγηση του ελληνικού προξενείου Ιεροσολύμων κι ανακάλεσε τη σχετική υπουργική απόφαση (ΣΙ 690/1957), από τα παραπάνω δείγματα αφοσίωσης του εν λόγω στην Ελλάδα δεν συνήγαγε την ιδιότητα του «ομογενούς», αλλά... ενδεχόμενη πρόθεση παλιννόστησής του στη χώρα («Επιθεώρηση Ελληνικής και Αλλοδαπής Νομολογίας», 1958, σ.386-7).
Μόλις το 2018 με εγκύκλιο του ειδικού γραμματέα Ιθαγένειας Λάμπρου Μπαλτσιώτη ξεκαθαρίστηκε οριστικά ότι άνθρωποι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ελλάδα, ταξινομημένοι από τις αρχές «ως κατά το θρήσκευμα “αρμένιοι χριστιανοί ορθόδοξοι ή γρηγοριανοί”, “αρμένιοι καθολικοί”, “αρμένιοι διαμαρτυρόμενοι’, “Μελιταίοι ή Μαλτέζοι (καθολικοί)” ή “ισραηλίτες”» πρέπει να θεωρούνται -κι αυτοί- «ομογενείς».
Με το πέρασμα του χρόνου, η υπηρεσιακή διάγνωση της εθνικής συνείδησης θα επιστρατευτεί για την αποβολή ακόμη και ανθρώπων με οφθαλμοφανώς ελληνικές ρίζες. Εν μέσω Κατοχής, το Συμβούλιο Ιθαγένειας αποφάνθηκε λ.χ. ότι «δεν δύναται να θεωρηθεί ομογενής» άτομο ελληνικής μεν καταγωγής, για το οποίο όμως οι αρμόδιες υπηρεσίες «συνάγουν» από τη συμπεριφορά του «ότι δεν έχει Ελληνικήν συνείδησιν» (ΣΙ 444/19.5.1944).
Η υπόθεση αφορούσε έναν Κωνσταντινουπολίτη, τον Περικλή Κ., μόνιμα εγκαταστημένο στην Αθήνα από το 1926, ο οποίος, δίχως ν’ αποποιηθεί την ελληνική υπηκοότητα, είχε αποκτήσει διαδοχικά την αυστριακή και την ιταλική, υπηρέτησε δε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στον αυστριακό στρατό. Αν και ρύθμισε μια καταφανώς ειδική περίπτωση, η γνωμοδότηση αυτή αποτέλεσε κατόπιν σημείο αναφοράς της σχετικής νομολογίας, μέσω της επίκλησής της από μεταπολεμική κανονιστική εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών (Γραμμένος 2000, σ.243).
Διαφορετικής τάξης υπήρξαν οι μαζικές αφαιρέσεις της ιθαγένειας πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου (22.366 μεταξύ 1948 και 1963), βάσει του ΛΖ΄ Ψηφίσματος του 1947. Μολονότι το αξίωμα «κομμουνιστής = μη Ελλην» αποτελούσε πάγιο σύνθημα της μεταπολεμικής κρατικής προπαγάνδας, ο καθαρά πολιτικός χαρακτήρας (και, συνεπώς, το αναστρέψιμο) του εξοβελισμού ήταν προφανής στους πάντες. Η ιδεολογική του βάση εξευτελίστηκε άλλωστε πλήρως με τη γενίκευση του μέτρου στη διάρκεια της χούντας, σε βάρος κάθε λογής αντιπάλων της.
Δεν ισχύει το ίδιο για τις σποραδικές αφαιρέσεις ιθαγένειας μετά τη Μεταπολίτευση βάσει του άρθρου 20 του Κώδικα Ιθαγένειας, για «πράξεις ασυμβιβάστους προς την ιδιότητα του Ελληνος και αντιθέτους προς τα συμφέροντα της Ελλάδος». Κι αυτό, παρά την καταφανή αντισυνταγματικότητα της διάταξης, καθώς το ισχύον σύνταγμα απαιτεί για κάτι τέτοιο όχι αφηρημένες «πράξεις» αλλά την ανάληψη συγκεκριμένης «υπηρεσίας εις ξένην χώραν» (§4.3).
Οπως διαβάζουμε σε σχετική εγκύκλιο του υπ. Εσωτερικών (104/1965), για την εφαρμογή της τα ελληνικά προξενεία οφείλουν «να παρακολουθούν την διαγωγήν και δραστηριότητα των Ελλήνων κατοίκων του Εξωτερικού», να εντοπίζουν ποιοι προβαίνουν σε «αντεθνικάς ενεργείας» και να υποβάλλουν «ειδικήν έκθεσιν δι’ έκαστον άτομον» που θεωρούν εξοβελιστέο από τον εθνικό κορμό.
Συνειδήσεις στο ζύγι
Αυτά όσον αφορά την απομάκρυνση των εριφίων από το ομογενειακό ποίμνιο. Για το ζήτημά μας, πολύ πιο εύγλωττες είναι ωστόσο οι διατάξεις που αφορούν το αντίθετο: την αναγνώριση της ιδιότητας του «ομογενούς» σε μέλη της Διασποράς που ζητούν να τους αναγνωριστεί η ελληνική ιθαγένεια.
Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του υπ. Εσωτερικών (412/19.12.1961), «η διάκρισις μεταξύ “ομογενούς” και “αλλογενούς” δεν θεμελιούται κυρίως επί της φυλετικής καταγωγής του προσώπου (εθνικότητος, θρησκείας, γλώσσης). Η φυλετική καταγωγή ή η εθνική προέλευσις του προσώπου δεν προσδιορίζει αύτη και μόνη την έννοιαν του ομογενούς ή αλλογενούς, αλλά αποτελεί επίκουρον στοιχείον προς συνεκτίμησιν εν τη όλη συγκεκριμένη κρίσει περί του χαρακτηρισμού του προσώπου ως ομογενούς ή αλλογενούς», καθώς η επίμαχη κρίση «κατά κύριον λόγον θεμελιούται επί της εθνικής αυτού συνειδήσεως» (Γραμμένος 2000, σ.239).
Παρά τον θεωρητικό φιλελευθερισμό αυτών των κριτηρίων, η εφαρμογή τους στην πράξη σήμαινε το ακριβώς αντίθετο: το άκρως επισφαλές ζύγισμα των ανθρώπινων «συνειδήσεων» από τους υπαλλήλους της καθ’ ύλην αρμόδιας κρατικής γραφειοκρατίας −από τον πρόξενο που θα συνέτασσε τα συνοδευτικά έγγραφα (και τους πληροφοριοδότες που θα του προμήθευαν τη σχετική πρώτη ύλη) μέχρι το αθέατο στέλεχος του Συμβουλίου Ιθαγενείας που θα έπαιρνε την τελική απόφαση για τον βαθμό «ελληνικότητας» ανθρώπων που συχνά ζούσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα γραφεία της πλατείας Κλαυθμώνος.
Η εγκύκλιος του 1961 παρέθετε επίσης έναν «ενδεικτικό» κατάλογο εξωτερικών κριτηρίων που «μαρτυρούν την έλλειψιν ελληνικής εθνικής συνειδήσεως» (όπ.π., σ.239-40).
Δίπλα στην επιλογή απόκτησης ξένης ιθαγένειας, τη χρησιμοποίηση ξένων διαβατηρίων και την «αυτόβουλον υπηρεσίαν εις ενόπλους δυνάμεις αλλοδαπής πολιτείας», ως τέτοιες ενδείξεις θεωρούνταν επίσης «η μη εγγραφή εις τα ελληνικά προξενικά μητρώα» και «η επί μακρόν χρόνον διακοπή πάσης επαφής με τας ελληνικάς προξενικάς αρχάς»· το χαρακτηριστικότερο τεκμήριο ανθελληνισμού συνιστούσε, ωστόσο, «η αποφυγή παρουσίας ή συμμετοχής εις τας εθνικάς ή άλλας εκδηλώσεις υπέρ της Ελλάδος ή γενικωτέρου ελληνικού ενδιαφέροντος θέματα εν τη αλλοδαπή»...
Ακόμη πιο εύγλωττο είναι ένα άλλο έγγραφο του υπουργείου για την «αναγνώρισιν Ιθαγενείας ομογενών εν Αλλοδαπή» (αρ. 81559/19.7.1963). Υπενθυμίζοντας ότι «κύριον χαρακτηριστικόν προς χαρακτηρισμόν προσώπου τινός ως ομογενούς είναι η εθνική συνείδησις» και πως οι πρόξενοι πρέπει να γνωμοδοτούν κάθε φορά «αν πρόκειται περί ομογενούς τη αληθή εννοία» ο οποίος εκδηλώνει εθνικά ορθή συμπεριφορά «δι’ εκδηλώσεων αίτινες επιβεβαιούν την Ελληνικήν του συνείδησιν», καταλήγει με μια «ενδεικτική» καταγραφή αυτών των τελευταίων: «συμμετοχή εις Ελληνοχριστιανικάς Κοινότητας και Συλλόγους, ενίσχυσις υλική και ηθική του Ελληνικού στοιχείου, δραστηριότης προς τόνωσιν του Εθνικού φρονήματος, συμμετοχή εις εκδηλώσεις εθνικής σημασίας και άλλαι εκ των οποίων δύναται να συναχθή η ύπαρξις Ελληνικής εθνικής συνειδήσεως παρά τω ομογενεί» (όπ.π., σ.240-1).
Η ίδια ακριβώς λίστα επαναλαμβάνεται και στην επόμενη εγκύκλιο (104/4.6.1965), που προσθέτει ένα ακόμη κριτήριο διάγνωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης: την «παρακολούθησιν θείων λειτουργιών».
Ολες αυτές οι παλιομοδίτικες διατάξεις διατηρήθηκαν σε ισχύ και τις επόμενες δεκαετίες, όπως πιστοποιεί η παράθεσή τους στη συλλογή της υφιστάμενης νομοθεσίας που εξέδωσε το 2000 ένα παλαίμαχο στέλεχος του υπουργείου Εσωτερικών. Παραμένουν δε πλήρως εναρμονισμένες με την πραγματικότητα μιας υπερπόντιας Διασποράς, η δημόσια ζωή της οποίας -σε αντίθεση με την Ελλάδα- εξακολουθεί κατά κανόνα να περιστρέφεται γύρω από τις κατά τόπους ενορίες. 
Ομογενείς ειδικού δελτίου
Ειδική κατηγορία «ομογενών» που σε καμιά περίπτωση δεν έπρεπε ν’ απολαύσουν την ελληνική ιθαγένεια αποτελούσαν επί δεκαετίες τα μέλη των «στρατηγικών» μειονοτήτων στις γειτονικές χώρες, Τουρκία και Αλβανία. «Κατ’ αρχήν δεν ενδείκνυται η πολιτογράφησις και ενταύθα εγκατάστασις των εν Βορείω Ηπείρω ομογενών, καθόσον τούτο γίνεται απαρχή διαρροής της εκεί ημετέρας μειονότητος», διαβάζουμε λ.χ. σε τυπική απάντηση του Υπ.Εξ. προς την Κεντρική Υπηρεσία Αλλοδαπών, σχετικά με το αίτημα Βορειοηπειρώτη μόνιμα εγκαταστημένου στην Αθήνα «να τω επιτραπή η παραμονή και εργασία εν Ελλάδι» (Εν Αθήναις 6.5.1934, αρ.4473/Α/2, ΙΑΥΕ 1934/Α/2).
Μετά τον πόλεμο και το κλείσιμο των συνόρων, το υπουργικό συμβούλιο θα μπαλώσει κάπως τα πράγματα με ειδική απόφασή του (195/16.2.1951) «όπως, κατά παρέκκλισιν των νενομισμένων, επιτρέπηται ο διορισμός εις Δημοσίας θέσεις Βορειοηπειρωτών, άνευ της προσαγωγής πιστοποιητικού Ελληνικής Ιθαγενείας, υπό την προϋπόθεσιν ότι θα αποδεικνύηται άλλοθεν η ιδιότης αυτών ως Ελλήνων το γένος και την συνείδησιν». Μετά την πιστοποίηση αυτών των τελευταίων, ο Βορειοηπειρώτης εφοδιαζόταν με ειδικό «δελτίο ομογενούς», ως υποκατάστατο αστυνομικής ταυτότητας.
Για τους μηχανισμούς που επιστρατεύτηκαν για τη διάγνωση της επίμαχης «ιδιότητος» μετά το άνοιγμα των συνόρων το 1991, εξαιρετικά εύγλωττη είναι η αφήγηση των αυτοπτών πανεπιστημιακών Κώστα Τσιτσελίκη και Δημήτρη Χριστόπουλου: «Το “βλαχόμετρο” είναι μέθοδος κατοχύρωσης της “ελληνικότητας” των αιτούντων βίζα στο ελληνικό προξενείο της Κορυτσάς με την πιστοποίηση της γνώσης της βλαχικής γλώσσας. Η διαδικασία συντελείται μέσω συνέντευξης του υποψηφίου Ελληνα από υπάλληλο του προξενείου, κάτοχο της βλαχικής. Το βλαχόμετρο είναι η μέσω συνέντευξης μέθοδος μέτρησης του πόσο Βλάχος είναι ο Αλβανός που ζητά να του παρασχεθεί βίζα παραμονής στην Ελλάδα υπό την ιδιότητα του ομογενούς» («Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας», Αθήνα 2004, σ.33).
Η πολιτογράφηση των «ομογενών» από την Αλβανία ως κανονικών Ελλήνων πολιτών θα επιτραπεί τελικά μόλις τη δεκαετία του 2000, από τις κυβερνήσεις Καραμανλή (7/11/2006) και Παπανδρέου (με τον Ν.3838/2010). Η τακτοποίηση αυτή προκάλεσε την κατακραυγή της εγχώριας εθνικοφροσύνης, που την ερμήνευσε σαν «προδοτικό» ενταφιασμό των όποιων αλυτρωτικών βλέψεων πάνω στη γειτονική επικράτεια· επί Σαμαρά, πάντως, η ελληνική ιθαγένεια χορηγήθηκε μαζικά και σε Βορειοηπειρώτες που παραμένουν στην Αλβανία.
Ανάλογη ρύθμιση, δίχως αντιδράσεις, είχε γίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και με τους Κωνσταντινουπολίτες, δύο-τρεις δεκαετίες μετά τη φυγή ή εκδίωξή τους από την Τουρκία. Εκεί, ο συσχετισμός δύναμης δεν άφηνε προφανώς και πολλά περιθώρια για παρόμοιες ονειρώξεις.
Διαβάστε
► Ελπίδα Βόγλη, «Ελληνες το γένος». Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων, 1821-1844 (Ηράκλειο 2007, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή, με ενδελεχή επισκόπηση όλων των πτυχών του πολύπλοκου αυτού ζητήματος.
► Στέλιος Γραμμένος, Το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας (Αθήνα 2000). Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή νόμων και -κυρίως- εγκυκλίων σχετικά με την αναγνώριση, χορήγηση, απώλεια ή στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας, καταρτισμένη από ένα παλαίμαχο στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών.
► Τάσος Κωστόπουλος, «Αφαιρέσεις ιθαγένειας: η σκοτεινή πλευρά της νεοελληνικής ιστορίας (1926-2003)» (περ. Σύγχρονα Θέματα, τχ.83, 12/2003, σ.53-75). Το ιστορικό και το νομικό πλαίσιο της σιωπηρής διοικητικής εκκαθάρισης του εθνικού κορμού από «αλλογενείς» και πολιτικά αποκλίνοντες «ομογενείς».
► Λάμπρος Μπαλτσιώτης, «“Ομογενείς” ή “αλλογενείς”; Η περίπτωση των ορθόδοξων της Αντιόχειας στην Τουρκία», σε Λ. Βεντούρα - Λ. Μπαλτσιώτης (επιμ.), Το έθνος πέραν των συνόρων. “Ομογενειακές” πολιτικές του ελληνικού κράτους (Αθήνα 2013, εκδ. Βιβλιόραμα), σ. 407-37. Μια χαρακτηριστική περίπτωση αντιφατικής αντιμετώπισης της ίδιας πληθυσμιακής ομάδας -των αραβόφωνων χριστιανορθόδοξων εσωτερικών μεταναστών στην Πόλη- από το ελληνικό κράτος σε διαφορετικές συγκυρίες.

Τάσος Κωστόπουλος
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: