Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

«Κωλοτούμπες»

Η «κωλοτούμπα» Μητσοτάκη στο Μακεδονικό είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτη. Είναι όμως ενδεικτική ενός ακραίου κυνισμού και αμοραλισμού, αφού δεν δίστασε να διακινδυνεύσει σοβαρά το εθνικό συμφέρον (με μια τυχόν μη κύρωση της συμφωνίας) και να στηριχθεί στα πιο ακραία στοιχεία για να πετύχει τους κομματικούς στόχους του. Στην παράταξή του, δε, πιστεύουν πως «έπαιξαν και κέρδισαν», αλλά υποτιμούν τις σοβαρές συνέπειες του δηλητηρίου με το οποίο πότισαν τον εθνικό κορμό, νομιμοποιώντας τον ακραίο εθνικισμό.
Ο όρος «κωλοτούμπα» καθιερώθηκε με τη στροφή του Αλέξη Τσίπρα το 2015, όταν, μετά το δημοψήφισμα στο οποίο η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού απέρριψε τους όρους των δανειστών, υποχρεώθηκε να τους αποδεχτεί υπό την απειλή της εκπαραθύρωσης της χώρας από την ευρωζώνη.
Οι μεγάλες και συχνά απότομες στροφές δεν είναι άγνωστες στην πολιτική μας ζωή. Η γενιά μου μεγάλωσε με την εικόνα του Ηλία Τσιριμώκου και του Στέφανου Στεφανόπουλου να μπαίνουν στο παλάτι καταγγέλλοντας την «αποστασία» και να βγαίνουν λίγη ώρα αργότερα ως πρωθυπουργοί του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Για να περιοριστώ στην περίοδο της μεταπολίτευσης, τρεις είναι νομίζω οι μεγάλες «κωλοτούμπες»: του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80, όταν αθέτησε τις εξαγγελίες του για έξοδο από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ και εκδίωξη των αμερικανικών βάσεων, του Τσίπρα το 2015, και η φετινή του Κυριάκου Μητσοτάκη για το Μακεδονικό: αφού αναστάτωσαν τη χώρα επί σχεδόν δύο χρόνια καταγγέλλοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών ως εθνικό έγκλημα και προδοσία, σήμερα δηλώνουν πως θα την εφαρμόσουν απαρέγκλιτα και πως η συμφωνία έχει απλά «αρνητικά στοιχεία». τα οποία μάλιστα θα ξεπεραστούν με την ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος, ενώ μέχρι χθες έλεγαν πως θα κάνουν τη ζωή δύσκολη στα Σκόπια με πολλαπλά βέτο στις Βρυξέλλες.
Θα επιχειρήσω έναν συγκριτικό σχολιασμό των τριών αυτών «κυβιστήσεων».
Και οι τρεις αφορούσαν σοβαρά ζητήματα που απασχολούσαν έντονα την κοινή γνώμη [για το Μακεδονικό ελέγχεται αν ήταν σοβαρό ως ζήτημα, αλλά πάντως κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή για τουλάχιστον πεντέμισι χρόνια –το 1991-95 και το 2017-19].
Και για τα τρία ζητήματα ένας ψύχραιμος εκ των υστέρων παρατηρητής μπορεί πιστεύω να καταλήξει αβίαστα πως οι «κωλοτούμπες» καλώς έγιναν. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε αν, εν μέσω ψυχρού πολέμου, φεύγαμε από το ΝΑΤΟ και κλείναμε τις αμερικανικές βάσεις. Ή πού θα ήμασταν σήμερα αν χάναμε τότε το «παράθυρο ευκαιρίας» να μπούμε στην ΕΟΚ. Οι περισσότεροι εξάλλου θα συμφωνήσουμε πως η αποβολή μας από την ευρωζώνη το 2015 θα ήταν καταστροφική για τη χώρα.
Τέλος, νομίζω πως ένας κόσμος πολύ ευρύτερος των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ (και περίπου οι πάντες εκτός Ελλάδας) εκτιμούν πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι καλή και πως τυχόν καταγγελία ή υπονόμευσή της από τη σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. θα ζημίωνε σοβαρά τη χώρα και την περιοχή.
Εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήξεραν από την πρώτη στιγμή πως δεν θα πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους. Βέβαια η δημαγωγία του Ανδρέα είχε ως πολιτική και ηθική βάση τα έντονα και δικαιολογημένα αντιαμερικανικά αισθήματα του ελληνικού λαού μετά τη δικτατορία και την τραγωδία της Κύπρου, καθώς και την παραδοσιακά αντι-ΕΟΚική τότε στάση της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Αντίθετα, η δημαγωγία του Κυριάκου χρησιμοποίησε ό,τι πιο αντιδραστικό υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, τον πρωτόγονο εθνικισμό, συμπλέοντας και με τα ακροδεξιά στοιχεία. Απέβλεπε να ενσωματώσει στη Ν.Δ. τα στοιχεία αυτά και να ανατρέψει σε αυτή τη βάση τον Τσίπρα. Ομως και των δύο οι θέσεις ήσαν συνειδητά και αποκλειστικά δημαγωγικές (λαϊκιστικές τις λένε σήμερα), ο ορισμός της πολιτικής απάτης.
Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αισθητά διαφορετική. Ο Τσίπρας μπήκε ως κυβέρνηση στη μάχη με τους δανειστές ασφαλώς με μια γερή δόση από την προεκλογική του δημαγωγία και γνωρίζοντας πως ούτε το Μνημόνιο θα σχίσει, ούτε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης θα εφαρμόσει.
Ομως, όπως αποδείχτηκε και στην πορεία, είχε την πρόθεση και την προσδοκία πως, διαπραγματευόμενος σκληρά με τους δανειστές, θα κατόρθωνε να βελτιώσει ουσιαστικά τους όρους που μας επιβλήθηκαν. Δεν υπολόγισε σωστά τους συσχετισμούς και την ισχύ της ομάδας Σόιμπλε και όταν το συνειδητοποίησε (μάλλον αργά) έκανε τη στροφή, γιατί σκοπός του δεν ήταν ποτέ η έξοδος από την Ευρώπη. Συνεπώς δεν έχουμε εδώ μια περίπτωση πολιτικής απάτης, αλλά πρώτιστα ήττας σε πραγματική μάχη.
Μια ακόμη μείζων διαφορά είναι πως ο Τσίπρας, αμέσως μετά την «κωλοτούμπα», απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό και πήρε νέα εντολή με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Ο Παπανδρέου εμφάνισε το κρέας ως ψάρι (συμφωνία παραμονής των βάσεων που δήθεν ήταν συμφωνία απομάκρυνσής τους), αν και κάπως πειστικότερη ήταν η δικαιολογία του για τη στροφή στο θέμα της ΕΟΚ («το κόστος αποχώρησης μεγαλύτερο από το κόστος παραμονής»).
Ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται σήμερα πως τα περσινά συλλαλητήρια που στήριξε και η σημερινή θέση του για τις Πρέσπες είναι στην ίδια πολιτική γραμμή. Ο ίδιος και οι φιλελεύθεροι εκ των οπαδών του φαίνονται ενθουσιασμένοι από τη «μαεστρία» των χειρισμών τους: κράτησαν το κόμμα τους ενωμένο, απορρόφησαν μεγάλο μέρος της Ακροδεξιάς και έβλαψαν τον ΣΥΡΙΖΑ (όχι πάντως όσο έλπιζαν).
Ταυτόχρονα λύθηκε και το Μακεδονικό και γλίτωσαν από αυτόν τον πονοκέφαλο. Βέβαια ουδείς δέχεται στα σοβαρά τη δικαιολογία πως ο αγώνας κατά της συμφωνίας πρέπει να εγκαταλειφθεί επειδή η χώρα δεσμεύεται πλέον από αυτήν. Αν με τις Πρέσπες διαπράχθηκε ένα εθνικό έγκλημα, καμία συμφωνία δεν θα έπρεπε να μας δεσμεύει. Οσοι στο κόμμα και από τους οπαδούς της Ν.Δ. αντιτίθενται πραγματικά στις Πρέσπες -και τέτοιοι «μακεδονομάχοι», σκληροί δεξιοί ή και ακροδεξιοί υπάρχουν πολλοί και ηγεμόνευσαν επί μακρόν στον λόγο του κόμματος- είναι βέβαιο πως θα αισθάνονται «προδομένοι».
Ας συνοψίσω:
Αυτό που εμφανίζεται από την αντι-ΣΥΡΙΖΑ προπαγάνδα ως έσχατη ηθική κατάπτωση του Τσίπρα είναι μάλλον συνήθης πρακτική στην ελληνική πολιτική (μέρος της «κανονικότητας» την οποία τόσο συχνά επικαλούνται). Το ίδιο ισχύει εν πολλοίς και διεθνώς, αλλά δεν το εξετάζω εδώ. Βέβαια οι πρακτικές αυτές, αν και αναπόσπαστο μέρος του κοινοβουλευτισμού, δεν τον αναβαθμίζουν. Οταν μάλιστα παίρνουν ακραίες μορφές, είναι εκφυλιστικές για τη δημοκρατία. Εκφυλισμός όμως είναι η συνειδητή εξαπάτηση των πολιτών, όχι η αναγκαστική υποχώρηση μετά από μια ήττα σε μάχη.
Η «κωλοτούμπα» Τσίπρα, σε αντίθεση με αυτές των Παπανδρέου και Μητσοτάκη, δεν ήταν απλά μέρος δημαγωγικής στρατηγικής υπαγορευμένης από κομματικές σκοπιμότητες, αλλά ήττα σε μια πραγματική σύγκρουση με έναν ξένο αντίπαλο που κατέστρεφε τη χώρα. Ηττα την οποία ο Τσίπρας παραδέχτηκε και ζήτησε και πήρε λαϊκή έγκριση για τη στροφή.
Η «κωλοτούμπα» Μητσοτάκη στο Μακεδονικό είναι ασφαλώς ευπρόσδεκτη. Είναι όμως ενδεικτική ενός ακραίου κυνισμού και αμοραλισμού, αφού δεν δίστασε να διακινδυνεύσει σοβαρά το εθνικό συμφέρον (με μια τυχόν μη κύρωση της συμφωνίας) και να στηριχθεί στα πιο ακραία στοιχεία για να πετύχει τους κομματικούς στόχους του.
Στην παράταξή του, δε, πιστεύουν πως «έπαιξαν και κέρδισαν», αλλά υποτιμούν τις σοβαρές συνέπειες του δηλητηρίου με το οποίο πότισαν τον εθνικό κορμό νομιμοποιώντας τον ακραίο εθνικισμό. Συνέπειες τόσο για το κόμμα τους όσο και για τη χώρα, που πιθανότατα θα τις βρουν και θα τις βρούμε μπροστά μας τόσο στις σχέσεις με τη Βόρεια Μακεδονία όσο και σε άλλα λεγόμενα «εθνικά» ή και εσωτερικά θέματα (παιδεία, μεταναστευτικό, επέτειος 1821 κ.λπ.). Και βέβαια θαυμάζει κανείς το θράσος όσων θεωρούν τη συμπεριφορά Μητσοτάκη θεμιτή και «έξυπνη», ενώ συνεχίζουν την υστερική καταγγελία του Τσίπρα.

Σωτήρης Βαλντέν - Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, μέλος της κίνησης «Γέφυρα».
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: