Εάν επιχειρούσαμε να συνοψίσουμε με συντομία τα κεκτημένα αλλά και τα αδιέξοδα τόσο της φιλελεύθερης πολιτειακής (civic) όσο και της εθνοτικής (ethnic) παράδοσης της ιδιότητας του πολίτη, μάλλον δεν θα μπορέσουμε να βρούμε πιο λαμπρή διατύπωση από αυτή ενός διάσημου Γάλλου φιλοσόφου, που προφανώς δεν εγγράφεται σε κανένα από τα δύο παραπάνω θεωρητικά ρεύματα ούτε είναι της μόδας στις μέρες μας.
Ο λόγος για τον Λ. Αλτουσέρ, ο οποίος, ήδη από το 1959, στο πρώτο του δοκίμιο πολιτικής φιλοσοφίας, γράφει: «Ο πολίτης είναι το κράτος μέσα στον ιδιώτη». Κράτος, πολίτης, ιδιώτης. Η διατύπωση τα εμπεριέχει όλα: επιβολή, υποβολή, συμμετοχή, αποκλεισμό. Αυτό που επιχειρήσαμε στο βιβλίο είναι να δούμε πώς εφαρμόζεται η προηγούμενη αλτουσεριανή ρήση στην ελληνική περίπτωση: Πώς «ο πολίτης είναι το [ελληνικό] κράτος μέσα στον ιδιώτη»;
Το κράτος θέλει συμμετοχή, αλλά αναπαράγει τον αποκλεισμό: το πολιτικό σώμα δεν μπορεί παρά να συγκροτείται, πέραν των ιδρυτικών του μύθων, πάνω σε μερικές θεμελιώδεις αρχές συνύπαρξης οι οποίες, όταν δεν καταφέρνουν να νομιμοποιηθούν διά της πειθούς, επιβάλλονται. Όλα αυτά είναι πολύ οικεία για την ελληνική - όπως για κάθε - ιδιότητα του πολίτη και αντανακλώνται σε δύο επίπεδα: στη νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική.
Παρά τη γενικώς αποδεκτή θεωρία συγκεκριμένων «εθνοτικών» και «πολιτειακών» εθνικών εμπειριών ιθαγένειας, το επιχείρημα το οποίο προσπαθήσαμε να τεκμηριώσουμε, όσον αφορά στην ελληνική εμπειρία της ιδιότητας του πολίτη, είναι ότι δεν υπάρχει παράδοση ιθαγένειας που να είναι «εθνοτική» ή «πολιτική». Οι δύο αυτές ιδιότητες είναι πολιτειακά αχώριστες, με διαφορετικές, ανάλογα με τον χώρο και τον χρόνο, αναλογία εθνισμού και πολιτοφροσύνης. Η αναλογία αυτή αλλάζει, καθώς η εύρυθμη λειτουργία -το ευ ζην, μεταφορικώς- της (ελληνικής) raison d’état αξιώνει διαφορετικές στρατηγικές ανά συγκυρία, τόσο στο όνομα μακροϊστορικών πολιτικών προβολών της συνέχειας του έθνους όσο και, κυρίως, στο όνομα μεσοπρόθεσμων διοικητικών στόχων και συγκυριακών ελιγμών. Από τη στιγμή που ο «πολίτης είναι το κράτος μέσα στον ιδιώτη», για να ανιχνεύσουμε το ποιος είναι -Έλληνας εν προκειμένω- πολίτης δεν πρέπει να ψάξουμε γενικά και αφηρημένα σε παραδόσεις, αλλά πολύ συγκεκριμένα στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Αυτό είναι και το κεκτημένο, το μαρξιστικό συγκριτικό πλεονέκτημα, στην όλη υπόθεση εργασίας σχετικά σχετική με την ελληνική ιθαγένεια: δεν είναι απλώς η πρόσληψη της ιθαγένειας ως διαφοροποιητικής κατασκευής που χωρίζει τους ανθρώπους σε πολίτες και μη. Η ανάδειξη του παραδόξου ότι «η ισότητα είναι κάτι για το οποίο μόνο κάποιοι είναι ικανοί» ή της προφανούς διαπίστωσης ότι «η ιδιότητα του πολίτη πάντα απέκλειε τουλάχιστον όσο συμπεριελάμβανε» είναι μόνον η αφετηρία σε μια προσπάθεια θεωρητικοποίησης μιας εθνικής εμπειρίας ιδιότητας του πολίτη. Αυτή αφορά καταρχήν την ιχνογράφηση του απώτατου εξωτερικού ορίου της ελληνικής ιθαγένειας: την υπαγωγή στην αμφισημία του ορθόδοξου γένους που εν τω μεταξύ έχει γίνει ελληνικό έθνος, αλλά από αδράνεια συνεχίζεται να αποκαλείται έτσι. [...]
Το απώτατο αυτό εξωτερικό όριο, το οποίο ιχνογραφείται στην ορθόδοξη πίστη, είναι προφανώς στεγανοποιημένο αλλά και ελαστικό, ανά περίσταση. Δύο είναι οι κεντρικές παραδόσεις, που αναδεικνύονται μέσα από τη βιβλιογραφία και την πράξη της ιδιότητας του πολίτη, σηματοδοτώντας την πορεία της· και η ιδιότητα του πολίτη αποτελεί ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο όριο ανάμεσα στις δύο αυτές παραδόσεις. Η πρώτη είναι η παράδοση του εθνισμού: η υπαγωγή στη στατική πολιτιστική κοινότητα παρελθόντος και αίματος. Η δεύτερη είναι η παράδοση της πολιτοφροσύνης. Ο όρος αυτός, όπως τον χρησιμοποιεί ο Ε. Μπαλιμπάρ, θεωρώ ότι περικλείει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της civic citizenship, αξιοποιημένα στο μέγιστο. Όπως όλες οι ανθρώπινες ταυτότητες, έτσι και αυτή που αντανακλά η ιθαγένεια είναι διατομική - ούτε αυστηρά ατομική ούτε μονολιθικά συλλογική. Είναι κινητική, αναγκαίο παρακολούθημα της διαρκώς μεταβαλλόμενης ανθρώπινης εμπειρίας και, τέλος, αμφίσημη: άλλα υπαγορεύει στον έναν κι άλλα στον άλλο.
Υπ’ αυτή την έννοια, «εθνικές παραδόσεις» ιθαγένειας, γενικά και αφηρημένα, δεν υπάρχουν. Υπάρχει η αποκρυστάλλωση μιας «παράδοσης» στην ιδιότητα του πολίτη, ιστορικά οριοθετημένη από παράγοντες όπως οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος, η διεθνής γεωπολιτική συγκυρία, η σημασία που έχει η διαχείριση της διασποράς ή του αποικιακού παρελθόντος, η έκβαση του ταξικού ανταγωνισμού στο εσωτερικό ενός κράτους και, φυσικά, η ένταση των μεταναστευτικών ροών προς ή από μια εθνική επικράτεια. [...]
Η θέση λοιπόν που υποστηρίζουμε είναι ότι όλες οι εθνικές παραδόσεις ιδιότητας του πολίτη εμπεριέχουν -στο παρόν, το παρελθόν ή το μέλλον- και τα δύο στοιχεία, ενταγμένα σε δύο άξονες μεθόδου περισσότερο παρά περιεχομένου. Ο πρώτος είναι ο άξονας της ιστορικής συνέχειας και του ειδικού βάρους που έχει η παράδοση στη διοικητική πρακτική και ο δεύτερος είναι ο άξονας της σκοπιμότητας και, επομένως, του ειδικού βάρους που έχει ο ελιγμός στην πολιτική συγκυρία. Συνεπώς, η υπαγωγή της ιδιότητας του πολίτη στους δύο παραπάνω άξονες είναι αυτή, ακριβώς, που καθορίζει, κάθε φορά, την αναλογία μεταξύ εθνισμού και πολιτοφροσύνης σε ό,τι αφορά την ιδιότητα του πολίτη. Το κράτος, βέβαια, ορμάται από συγκεκριμένες ιστορικές καταβολές, ωστόσο, σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, όταν, έστω και με καθυστέρηση, αντιλαμβάνεται ότι η ιστορία του δεν λειτουργεί πλέον ως πυξίδα αλλά ως βαρίδι, τότε εκκινεί μια διαδικασία επαναπροσανατολισμού, με βάση τις ανάγκες που διακρίνονται στον ορίζοντα της πολιτικής συγκυρίας. Είναι αυτό που συμβαίνει με την εργαλειακή χρήση του όρου «γένος» στην ελληνική διοικητική πρακτική σχετικά με την ιθαγένεια.
* Προδημοσίευση από τη δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση του ομότιτλου έργου του Δημήτρη Χριστόπουλου, από το Βιβλιόραμα, σελ. 336
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου