Με αφορμή τον θόρυβο που ξέσπασε από τη δημοσίευση του άρθρου γνώμης μου στους New York Times την περασμένη εβδομάδα για τα πεπραγμένα της νέας κυβέρνησης, ξεκίνησε μια συζήτηση για το ποιος μπορεί να υπογράφει ως δημοσιογράφος και ποιος όχι. Σε ένα σχόλιό του ο Κώστας Δουζίνας καυτηριάζει τη βαθιά σιωπή των ιστοσελίδων που με πολλή θέρμη επετίθεντο παλαιότερα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για όλα όσα τώρα αποσιωπούν.
Όμως ανέσυραν όλο το ρητορικό «οπλοστάσιο» της προηγούμενης περιόδου όταν «διαπίστωσαν πως ένας μετακλητός στο Γραφείο Τύπου της Γενικής Γραμματείας Πρωθυπουργού επί ΣΥΡΙΖΑ έκανε το αυτονόητο για τους πολλούς: επέστρεψε στη δουλειά του για να ασκήσει ξανά το επάγγελμά του, το επάγγελμα του δημοσιογράφου». Ποιος έχει λοιπόν δικαίωμα να λέγεται δημοσιογράφος και ποια σχέση μπορεί να έχει με άλλους επαγγελματικούς χώρους, όπως είναι ο χώρος της επικοινωνίας ή της πολιτικής;
Στην εποχή της συρρίκνωσης των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, όπως είναι η «Εφημερίδα των Συντακτών», της οικονομικής δυσπραγίας και της κατάρρευσης των εγγυήσεων που πρέπει να απολαμβάνουν οι δημοσιογράφοι, διευρύνεται το πεδίο της επαγγελματικής επικοινωνίας. Ταυτόχρονα η λογοκρισία, η αυτολογοκρισία λειτουργούν διαλυτικά για το πεδίο της ενημέρωσης. Σήμερα στα ΜΜΕ επικρατούν συμφέροντα που έχουν την πολυτέλεια να επιβάλουν ατζέντες και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που ασκούν καταστροφική επικοινωνία.
Η ανεξάρτητη δημοσιογραφία και η αποκατάσταση της λειτουργίας της είναι ένα αίτημα κι αυτό το γνωρίζουν καλά όσοι δέχονται να πληρώνουν το τίμημά της. Αυτή θεωρώ ως κρίσιμη διάκριση που αφορά τον καθένα μας ατομικά και τις δομές στις οποίες εντασσόμαστε συλλογικά. Κατά τις τελευταίες εκλογές πολιτεύτηκαν με το κυβερνών κόμμα 27 συνάδελφοι. Στις τηλεοράσεις κάθε βράδυ εμφανίζονται ως σχολιαστές πρώην υπουργοί, αναλύουν διευθυντές των γραφείων τους, παρουσιάζουν τις ειδήσεις στενοί συγγενείς τους και με ευκολία μετακινούνται αργότερα σε άλλες ασχολίες στην οικονομία και την πολιτική.
Αντίθετα άλλοι συνάδελφοι ερευνούν και μεταδίδουν με επισφαλείς όρους, αρνούμενοι να υποχωρήσουν στη λογοκρισία ή την αυτολογοκρισία, με ρίσκο, χωρίς εξασφαλίσεις. Αυτή για εμένα είναι η διάκριση. Είναι ηθική και στην ουσία της πολιτική. Γι’ αυτό και δεν θα δείτε κανέναν από όσους με κατηγόρησαν, γιατί έγραψα μια άλλη γνώμη που υπάρχει στη χώρα μας, να αναλαμβάνουν τέτοια ρίσκα. Σε ό,τι με αφορά, η δουλειά μου και η παρουσία μου κατά τα χρόνια της επαγγελματικής μου ενασχόλησης με τη δημοσιογραφία είναι διαυγής. Το ίδιο είναι και η γνωστή από δεκαετίες πολιτική μου ένταξη στην Aριστερά και οι δραστηριότητές μου στην επικοινωνία, επαγγελματικές και πολιτικές. Στην επαγγελματική μου διαδρομή, δε, διακρίνονται με σαφήνεια, ενώ ανέλαβα πάντοτε τα κόστη και τα ρίσκα των επιλογών μου. Χωρίς εγγυήσεις.
Γνωρίζω βεβαίως πως αυτό δεν είναι αρκετό για να αντιμετωπίσει κανείς ένα σύστημα που έχει τη δύναμη να κάνει το άσπρο μαύρο. Ελπίζω όμως ότι μπορεί η παρούσα συζήτηση να αντανακλάσει και στο εσωτερικό, εκεί που οι δημοσιογράφοι έχουν παραδώσει τις πένες και μόνο κατ’ όνομα κρατούν τις θέσεις. Διαφορετικά δεν θα έχω αντίρρηση να περιμένω τους συναδέλφους που αναφέρω παραπάνω, στην οδό Ακαδημίας προκειμένου να παραδώσουμε όλοι μαζί τις κάρτες μας στην πολύπαθη Ενωση Συντακτών.
Ματθαίος Τσιμιτσάκης - Δημοσιογράφος, επαγγελματίας της Ψηφιακής Επικοινωνίας με μεταπτυχιακό τίτλο στην ανθρωπολογία των ΜΜΕ. Διετέλεσε social media manager του τέως πρωθυπουργού μεταξύ 2016-2019. Το πλήρες βιογραφικό του βρίσκεται στη διεύθυνση tsimitakis.wordpress.com
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου