Πώς οι «κρυμμένες» διατάξεις του πολυνομοσχεδίου επηρεάζουν το έργο των εισαγγελέων Διαφθοράς ● Με την αναστολή του άρθρου 13 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ψήφισε η κυβέρνηση, δημιουργούνται ασάφειες και κενά στην εφαρμογή του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Στο πρόσφατο πολυνομοσχέδιο κατάργησης του ασύλου, των Ανεξάρτητων Αρχών, της κοινωφελούς εργασίας αντί της φυλάκισης, του ρόλου των παρατάξεων στους δήμους και στις περιφέρειες κι όλων των υπόλοιπων αξιοκρατικών μέτρων του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την τελευταίας στιγμής προσθήκη των αντεργατικών μέτρων για τις ελεύθερες απολύσεις, υπάρχουν και ορισμένα καλά «κρυμμένα» άρθρα στα οποία λόγω του επείγοντος δεν δόθηκε η απαραίτητη σημασία.
Ενα από αυτά ακυρώνει τη διάταξη που ορίζει ότι και οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι αιρετοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου και με συγκεκριμένες διαδικασίες ελέγχονται από τους εισαγγελείς Διαφθοράς.
Ενώ λοιπόν εκκρεμεί, με την υποτιθέμενη συμφωνία και της Ν.Δ., η αναθεώρηση του άρθρου περί (μη) ευθύνης υπουργών, η νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συνέταξε τους Ποινικούς Κώδικες είχε θεσπίσει μια διάταξη που προέβλεπε να έχουν οι εισαγγελείς Διαφθοράς την αρμοδιότητα να εξετάζουν και να διερευνούν και πράξεις υπουργών και υφυπουργών. Αυτή τη συγκεκριμένη διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας την αναίρεσε με άρθρο του πολυνομοσχεδίου η Ν.Δ.
Η διάταξη (άρ. 35) έλεγε συγκεκριμένα ότι:
- «Στις εισαγγελίες εφετών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ορίζεται εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς, με βαθμό αντεισαγγελέα εφετών. Η τοποθέτησή του διενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Ο εισαγγελέας εγκλημάτων διαφθοράς, η κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου εκτείνεται στην εδαφική περιφέρεια του εφετείου όπου είναι τοποθετημένος, εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και συνεπικουρείται από δύο τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Οι τελευταίοι ορίζονται από τους διευθύνοντες τις οικείες εισαγγελίες, μετά από γνώμη του εισαγγελέα διαφθοράς.
- Το έργο των αρμόδιων για τα εγκλήματα διαφθοράς εισαγγελέων εποπτεύει και συντονίζει o αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που ορίζεται κατά την παρ. 2 του άρθρου 33.
- Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 33».
Η σημερινή κυβέρνηση προχώρησε αυθαίρετα στη διάσπαση της συνοχής που είχε αποκατασταθεί με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό με την υιοθέτηση μέρους του παλαιού και μέρος του νέου Κώδικα.
Συγκεκριμένα στο άρθρο 97 του ψηφισμένου μόνο από τη Ν.Δ. νέου νόμου υπάρχουν προβλέψεις οι οποίες σαφώς αλλοιώνουν τη λογική του νέου Κώδικα με προβλέψεις γεμάτες λάθη και δικονομικές αστοχίες, που μάλιστα αναδείχτηκαν (όπως και πολλές άλλες) και από την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που επισήμανε την αναγκαιότητα διορθώσεων.
Ο νέος και ο παλαιός Κώδικας
Το κρισιμότερο ζήτημα είναι ότι με τη νέα διάταξη αναστέλλεται η ισχύς του επίμαχου άρθρου 13 του νέου Ποινικού Κώδικα που προβλέπει ότι υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Παράλληλα αναβιώνει μερικώς το άρθρο 13 του παλαιού Κώδικα, μόνο όμως σε ό,τι αφορούσε τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα Διαφθοράς.
Η επιλογή του παράδοξου σχήματος της γενικής αναστολής της νέας διάταξης και της μερικής «αναβίωσης» της παλιάς διάταξης προκαλεί κενό, τη στιγμή που χάνεται ο ρητός και σαφής νομοθετικός ορισμός της έννοιας του υπαλλήλου στο ποινικό δίκαιο. Ετσι ο δικαστής αφήνεται πλέον μόνος του να αναζητήσει σχετικά κριτήρια σε κάθε υπόθεση.
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί ήδη σοβαρά ζητήματα ανασφάλειας δικαίου, ανησυχία για καθυστερήσεις στη λειτουργία της ειδικής Εισαγγελίας και κυρίως θα έχει αποτέλεσμα σοβαρές διαφοροποιήσεις αναλόγως με την κάθε υπόθεση.
Το σοβαρότερο όμως όλων είναι ότι η «παράδοξη» αυτή μίξη άρθρων θα μπορεί άνετα να επιδράσει και στο άρθρο 2 του νόμου περί ευθύνης υπουργών (παρ. 3 Ν 3126/2003). Το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρει ρητά ότι «οι υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι σύμφωνα» με τον Ποινικό Κώδικα.
«Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόµιµα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δηµόσιας δηµοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου».
Η διάταξη της παραπομπής μετά την αναστολή του που ψήφισε η Ν.Δ. μένει μετέωρη, υποδεικνύοντας το «κενό» και στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Το πρόβλημα επιτείνεται αν υπολογίσει κανείς ότι ιστορικά η ως άνω διάταξη του Ν. 3126/2003 είχε τεθεί ακριβώς για να επιλυθούν αμφισβητήσεις που είχαν γεννηθεί για το αν οι υπουργοί πρέπει να θεωρούνται υπάλληλοι και να διώκονται ως τέτοιοι για εγκλήματα που τελούνται κατά κατάχρηση της υπαλληλικής ιδιότητας.
Πρακτικά, όσο καιρό ισχύει η αναστολή του ορισμού, αναμένεται να ενεργοποιηθούν οι σχετικές αμφισβητήσεις για παλιές και νέες πράξεις. Ετσι ο εισαγγελέας καλείται να αποφασίσει αν θα δικάσει π.χ. έναν υπουργό για ένα ποινικό αδίκημα ως δημόσιο υπάλληλο ή αν θα κρίνει ότι είναι αναρμόδιος, εφόσον εκείνος που προΐσταται δεν θεωρείται δημόσιος υπάλληλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου