Η μια τραγωδία, λένε, διαδέχεται την άλλη. Το έγκλημα δεν είναι στιγμιαίο. Το έγκλημα είναι διαρκές και τείνει να γίνει διαχρονικό. Μετράμε πλέον δεκάδες χιλιάδες πνιγμένους. Πεινασμένοι μετανάστες, εξαθλιωμένοι και άστεγοι πρόσφυγες, που θέλουν να διασχίσουν τη Μεσόγειο για να επιβιώσουν. Με κάθε αντίτιμο, ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή. Στην αρχή ήταν οι χιλιάδες νεκροί του Αιγαίου. Ήταν οι Σύριοι, οι Ιρακινοί, οι Αφγανοί, οι Πακιστανοί, οι Ασιάτες. Μαζί τους ήταν και συνεχίζουν να είναι οι Λίβυοι, οι Σουδανοί, οι Αιθίοπες, οι Αφρικανοί. Και τότε και τώρα έχουμε τις «τραγωδίες» σε συνέχεια, θαρρείς και τις βλέπουμε σε σειρά στην τηλεόραση. Ως σειρά μάλιστα θα μπορούσε να προκαλέσει και οίκτο, ακόμη και κλάμα. Τα πραγματικά γεγονότα όμως -λένε- επιβάλλεται να αντιμετωπιστούν με ρεαλισμό και με υπευθυνότητα.
Όταν ΜΜΕ αναφέρονται σε αυτά τα γεγονότα, όταν δηλαδή δεν τα αποσιωπούν, τότε αρέσκονται να μιλάνε για τραγωδίες. Ένας όρος όμως που είναι ο πλέον αδόκιμος. Τα εγκλήματα, που θα μπορούσαν να αναφερθούν και ως τρομοκρατικές πράξεις αφού έχουν ως σκοπό να τρομοκρατήσουν τους επίδοξους μετανάστες, δεν είναι τραγωδίες. Γιατί η τραγωδία ως πράξη προσδιορίζει την λύτρωση και όχι το μίσος. Ο ορισμός της προσδιορίστηκε από τον πλέον ειδικό, τον άνθρωπο που υπήρξε ο οδηγός για την κατανόηση της (αρχαίας) τραγωδίας, τον Αριστοτέλη:
«…δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Διά του ελέους (συμπόνια) και του φόβου οδηγούμαστε στον καθαρισμό της ψυχής. Ο θεατής παρακολουθώντας τα παθήματα του τραγικού ήρωα επί σκηνής αισθάνεται λύπηση και φόβο για αυτόν.
Η μοιραία στιγμή της τραγικής πράξης έρχεται για αυτόν ως κάθαρση, ως ανακούφιση. Η τραγωδία λοιπόν δεν είναι τραγωδία με την έννοια που δίνεται από ορισμένους, αυτή της καταστροφής και του πόνου. Η τραγωδία αντίθετα είναι μια πράξη κάθαρσης, εξιλέωσης και λύτρωσης. Ο θεατής εκλαμβάνει την τραγική πράξη όχι ως μια επώδυνη στιγμή, αλλά ως ξελάφρωμα ψυχής που επενεργεί στα συναισθήματά του ως ανακούφιση, ως βάλσαμο.
Στο έγκλημα της Μεσογείου όμως δεν υπάρχει πράξη τραγωδίας, δεν υπάρχει κάθαρση. Εδώ βρισκόμαστε ακόμη στη φάση του μίσους που δημιουργεί στο θεατή ο ηθικός αυτουργός. Ο θεατής βρίσκεται ακόμα σε πλήρη συναισθηματική ανισορροπία γιατί ο ηθικός αυτουργός δεν έχει προχωρήσει στην πράξη της τραγωδίας. Ο θεατής βλέποντας την εξέλιξη του δράματος κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα. Αισθάνεται λύπηση, έλεος, αλλά και μίσος. Επιθυμεί να φτάσει το τέλος της παράστασης όπου με την τραγική πράξη θα αισθανθεί ανακούφιση και ψυχική ηρεμία, γιατί θα έχει υπάρξει αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Θα έχει έρθει ο καθαρισμός, ο εξαγνισμός
Στην αρχαία τραγωδία, ο ήρωας (ηθικός αυτουργός) κεντρίζεται από προσωπικό δαίμονα, τη μοίρα ή το χρέος. Αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο και η αντίδρασή του έρχεται ως κάτι το αναπόφευκτο. Ο θεατής συμπονάει τον ήρωα και έρχεται στη θέση του. Η κάθαρση δεν έρχεται ως ανακούφιση για τον παθόντα, για παράδειγμα για τη μητέρα του Οιδίποδα, αλλά για τον ίδιο τον Οιδίποδα. Ο θεατής δεν διακατέχεται από κάποιο αίσθημα εκδίκησης προς τον Οιδίποδα, αλλά αντίθετα από αυτό της λύπης και της συμπαράστασης. Και αυτό γιατί ο Οιδίποδας έχει επίγνωση της κατάστασης, έχει αντιληφθεί το αδιέξοδο του και η τραγωδία έρχεται ως κάτι το μοιραίο. Ο ήρωας μάλιστα μπορεί να μην έχει επίγνωση του κακού που κάνει, αλλά αυτό δεν τον ανακουφίζει. Δε δικαιολογεί τον εαυτό του. Σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε ότι ο τραγικός ήρωας υποφέρει χωρίς να του αξίζει.
Στο διαρκές έγκλημα της Μεσογείου όμως ο κεντρικός ήρωας δεν διαισθάνεται το αδιέξοδο. Δεν διακατέχεται από τα συναισθήματα του τραγικού ήρωα ως υπεύθυνου των σφαλμάτων και των λαθών που έχουν προκαλέσει συμφορές. Δεν αποδίδει στον εαυτό του την έννοια του τραγικού σφάλματος, της «αμαρτίας», για να αναφερθούμε στο όρο που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης. Δεν θεωρεί τον εαυτό του υπαίτιο του ηθικού προβλήματος για να προχωρήσει στην πράξη της τραγωδίας. Αντίθετα θεωρεί ότι υπεύθυνο είναι το ίδιο το θύμα και έτσι αρνείται να αναλάβει την ευθύνη για τα συνεχή και μαζικά εγκλήματα του Αιγαίου και της Μεσογείου.
Για τον Αριστοτέλη το ζητούμενο σε μια τραγωδία, είναι ο θεατής. Ο όρος κάθαρση έχει να κάνει με το συναισθηματικό αποτέλεσμα μιας παράστασης ως προς τον θεατή δηλαδή την κοινωνία. Είναι η ίδια η τραγική στιγμή αυτή που φέρνει την ψυχική ισορροπία και την ανακούφιση στο θεατή. Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν τι είδους συναισθήματα δημιουργούνται σε όλους όσους παρακολουθούν μια ζωντανή «παράσταση» όπου το ηθικό πρόβλημα είναι σε εξέλιξη χωρίς να υπάρχει τραγωδία; Πού μπορεί να τους οδηγήσει η συναισθηματική τους ανισορροπία, όταν το φάρμακο της κάθαρσης που μπορεί να καθαρίσει το μίσος και το πάθος αρνείται να εκδηλωθεί;
Όπως σε κάθε τραγική παράσταση στο τέλος είναι απαραίτητο να προκύψει συναισθηματική ισορροπία του θεατή. Και αυτή θα έρθει ως μία και μοναδική φορά. Η τραγική παράσταση δεν αφηγείται επί σκηνής όλη την ιστορία, δεν κάνει μια συρραφή τραγικών περιστατικών. Επικεντρώνεται σε μία, ως την κορυφαία τραγική πράξη, η οποία και μεταμορφώνει την τύχη του τραγικού ήρωα. Δεν υπάρχουν τραγωδίες, παρά μόνο τραγωδία.
Στη Μεσόγειο λοιπόν δεν υπάρχουν τραγωδίες, υπάρχουν εγκλήματα. Τραγωδίες δεν γίνονται κάθε μέρα. Η τραγωδία δεν μπορεί πάρα να έρθει έτσι όπως την γνωρίσαμε. Ως μία και μοναδική. Ως μία και καίριας σημασίας. Ως μία και κορυφαία πράξη. Ως κάθαρση. Ανεξάρτητα αν θα λέγεται ή όχι τραγωδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου