Θεωρητικά, λειτουργούμε σε ένα σύστημα δημοκρατικών θεσμών. Ωστόσο το θέμα – κυρίως σήμερα‒ είναι ότι αρκετοί υπερασπιστές του υφιστάμενου δυτικού πολιτικοοικονομικού υποδείγματος, θεωρούν πως η δημοκρατία δεν είναι και τόσο συνειδητή επιλογή, αλλά μια διάχυση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Το άλλο, που χάνεται στην ύλη της επικαιρότητας, είναι ότι αυτή η δημοκρατία παραμένει σε κατάσταση ρηχότητας, με συμπτώματα γήρανσης, στην Ελλάδα αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου. Στα εθνικά κράτη, κυρίως στη δική μας πλευρά της παγκόσμιας σκηνής, δηλαδή, στο δυτικό πλέγμα επιλογών, η δημοκρατία ήταν πολιτική επιλογή. Και ως επιλογή αξιώνει εγρήγορση, μόνιμη στήριξη, ψάξιμο και άμεση ανανέωση.
Όχι απλά γιατί το θέμα «Δημοκρατία» απασχόλησε και απασχολεί ολόκληρη την πολιτική φιλοσοφία, τη σκέψη και την πράξη της σύγχρονης πολιτικής. Ούτε γιατί ‒ακόμα‒ αναζητούνται τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρότυπα του δημοκρατικού βίου. Μάλλον, το μείζον που κάνει την όποια κουβέντα περί δημοκρατίας ατελή είναι το ότι, από τη γέννηση της νεοτερικότητας, ο «λαός» άκουσε ότι είναι «κυρίαρχος», αλλά δεν είδε ποτέ να γίνεται «κυρίαρχος».
Η γιορτή για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, όπως γίνεται στο Προεδρικό Μέγαρο στα τέλη του Ιουλίου κάθε χρόνο, μας υπενθυμίζει θεσμικά ότι τα πράγματα με τη δημοκρατία δεν είναι και τόσο αυταπόδεικτα. Στο δε ερώτημα, αν η δημοκρατία έχει μετεξελιχθεί σε ειδικό καθεστώς που αφήνει πίσω του τους δημοκράτες, η απάντηση είναι: άλλες φορές ναι, και άλλες φορές όχι.
Παραδείγματος χάριν, εκεί που νομίζει κάποιος πως το πράγμα λειτουργεί, ότι πραγματικά γίνεται δημοκρατικός διάλογος –όχι για τα μείζονα αλλά για τις εμμονές της κυβέρνησης‒, κάποια στιγμή, τα επιχειρήματα σταματούν. Τότε γίνεται επίκληση ακριβώς των δυνατοτήτων της δημοκρατίας: «Στο κάτω κάτω, ο λαός έδωσε σε μένα το 40% για να κυβερνώ, κι εσένα κύριε σε έστειλε στην… αντιπολίτευση»… και δώσ' του χειροκρότημα από τα κυβερνητικά έδρανα.
Εδώ, το επείγον της περίπτωσης έχει να κάνει με τη λανθάνουσα γραμμή ομαλότητας εκτροπής. Συνδέεται με τα ζητήματα υπονόμευσης της δημοκρατίας προς όφελος της κυβερνητικής φαντασίωσης για οικονομική αποτελεσματικότητα. Θα ήταν διαφορετική η περίπτωση στην οποία θα εισακούγονταν οι πολίτες (π.χ., για το άσυλο και την παιδεία, για τις δομές του κοινωνικού κράτους, για τις ιδιωτικοποιήσεις βασικών λειτουργιών της υγείας, των βασικών υποδομών κ.λπ., κ.λπ.). Τότε, οι τελευταίοι θα αισθάνονταν ότι όντως αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση με δίκαιο τρόπο. Θα ήταν πράγματι διατεθειμένοι να σηκώσουν βάρη για το κοινό καλό – και το έχουν αποδείξει.
Αλλά όταν οι παρεμβάσεις γίνονται για την κρούστα και την επικοινωνία (με λάφυρο το κράτος και τα προνόμια της εξουσίας), και με δεδομένη την πολιτική καχυποψία, τότε, μιλάμε για προσπάθεια κατασκευής ενός τέλειου μηχανισμού που πνίγεται στη ρηχότητά του∙ που μικραίνει τον σκοπό που καλείται να υπηρετήσει: τα συμφέροντα και την ευημερία των πολλών. Οι επιλογές της κυβέρνησης για το «επιτελικό κράτος» δεν δείχνουν σχέσεις κράτους πολιτών με ευρεία, ισότιμη, ασφαλή και αμοιβαίως δεσμευτική διαβούλευση. Αντίθετα προοικονομούν στροφή προς συγκεντρωτική, στενότερη, περισσότερο άνιση, λιγότερο προστατευμένη και λιγότερο δεσμευτική διαβούλευση.
Και η ελληνική εμπειρία έχει δείξει πως η ασαφής διαβούλευση, συνήθως, εκπίπτει σε αποκλειστική διαχείριση της πολιτικής αναποτελεσματικότητας. Η κυβέρνηση κάθε φορά εξαντλεί την επιχειρηματολογία της σε κατηγορίες κατά του βασικού πολιτικού αντιπάλου.
Ομοίως, η αντιπολίτευση επιλέγει να προειδοποιεί για τον καταστροφικό χαρακτήρα του κυβερνητικού ακτιβισμού περί «επιτελικού κράτους» κ.λπ. και, εκεί, εξαντλεί τον ρόλο της. Αυτό ήταν το έμμονο μοτίβο. Και κατέληγε σταθερά στη συσκότιση των ευθυνών του συστήματος που εκπροσωπούσαν και εκπροσωπούν η εκάστοτε κυβέρνηση και η αντιπολίτευση. Και ο διαχωρισμός συστήματος και κυβέρνησης υπήρξε η πλέον ρηχή και βολική υπόθεση πορείας: αποκρύπτει από την κοινή γνώμη και τη συλλογική κατανόηση ότι η κυβερνώσα ελίτ –κυρίως αυτή– είναι υπεύθυνη για τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα.
Η ρηχότητα των επιχειρημάτων, σε κάθε περίπτωση και για κάθε σκοπό, δεν εγγυάται ασφαλή νερά. Πράγματι, από τον 19ο αιώνα, ο περιορισμός της κρατικής παρέμβασης ήταν ένα από τα βασικότερα αιτήματα πολλών. Ενας από αυτούς ήταν ο φιλελεύθερος φιλόσοφος Τζον Στιούαρτ Μιλ. Αλλά όπως και πολλοί άλλοι, ο Μιλ ανησυχούσε για την ουσία.
Προειδοποιούσε πως «ένα κράτος που μικραίνει τους ανθρώπους του για να είναι πιο πειθήνια όργανα στα χέρια του, ακόμα και για αγαθούς σκοπούς, θα διαπιστώσει ότι με μικρούς ανθρώπους δεν γίνονται μεγάλα πράγματα και ότι η τελειότητα του μηχανισμού του, για την οποία θυσίασε τα πάντα, δεν θα το ωφελήσει τελικά σε τίποτα, αφού δε θα έχει πλέον τη ζωτική εκείνη δύναμη που προτίμησε να καταστρέψει, προκειμένου να επιτύχει την ομαλότερη λειτουργία αυτού του μηχανισμού». Στη χώρα δεν υπάρχουν περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες τις οποίες, όμως, η κυβέρνηση επιλέγει για τον εαυτό της.
Θανάσης Βασιλείου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου