Aν και προς το παρόν είμαστε ίσως η μόνη περίπτωση όπου η μεσαία τάξη δεν έχει οδηγηθεί στην πολιτική αγκαλιά της Ακροδεξιάς, αυτό που πλέον φοβάται κανείς είναι ότι αν έλθει η Ν.Δ. -η οποία φυσικά δεν θα μειώσει τους φόρους, καθώς ο δημοσιονομικός χώρος είναι δεδομένος- το συγκεκριμένο ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.
Η εκλογική συμπεριφορά της «μεσαίας τάξης» φαίνεται ότι διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις πρόσφατες ευρωεκλογές του Ιούνη. Η ανάλυση της ψήφου των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων τεκμηριώνει τον παραπάνω ισχυρισμό.
Η εκλογική συμπεριφορά της μεσαίας τάξης είναι καθοριστικός παράγοντας καθώς στην Ελλάδα είναι, αριθμητικά, πολύ μεγάλη. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος της χρήσης του όρου «κεντρικότητα» της μεσαίας τάξης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Η χρήση του όρου γίνεται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά αντανακλώντας τη βαθιά αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση «Είμαστε όλοι μεσαία τάξη».
Αναντίρρητα, πρόκειται για μια αντίληψη την οποία φαίνεται ότι είχε κατανοήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως φαίνεται και από τις συνεχείς αναφορές του στους «μη προνομιούχους». Ουσιαστικά, πρόκειται για τη διάσταση ανάμεσα στην αντικειμενική ταξική θέση και την υποκειμενική πρόσληψη του ανήκειν.
Είναι χαρακτηριστικό πως παρά το γεγονός ότι πολλά μέτρα της κυβέρνησης 2015-19 έδειξαν έγνοια για τα υποτελή και φτωχά κοινωνικά στρώματα, τα τελευταία, μη θέλοντας να τοποθετούνται στα «λαϊκά στρώματα», ταυτίστηκαν με τα μεσοστρώματα της νέας μικροαστικής τάξης, που πράγματι βίωσαν τις αρνητικές συνέπειες της ύφεσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Το φαινόμενο αυτό φαίνεται να ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της κοινωνικής ψυχολογίας, αλλά δεν είναι απλοϊκή ερμηνεία και η συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μερικές γενικεύσεις.
Αν μελετούσαμε δηλαδή την ελληνική κοινωνία -κάτι που δεν έγινε- θα βλέπαμε ότι όλοι θέλουν «να είναι» μεσαία τάξη, ανεξαρτήτως του αν αυτό αποκρυσταλλώνεται στα αντικειμενικά (εισοδηματικά και μορφωτικά) χαρακτηριστικά της τάξης αυτής, όπως προκύπτει και από τη θέση της στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατανόησε ότι εκτός από τα εναργώς οικονομικά ζητήματα υπάρχει και η διάθεση για ανέλιξη.
Ο Πουλαντζάς έλεγε ότι «η μεσαία τάξη δεν θέλει να ρίξει τη σκάλα που θα την ανεβάσει προς τα πάνω». Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία εγγενούς και διαρκούς κινητικότητας. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε επίπεδο συνθημάτων, η αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ στους «πολλούς» ήταν ίσως και λανθασμένη.
Αν γυρίσουμε λίγο προς τα πίσω θα δούμε πως το πρώτο μνημόνιο έθιξε έμμεσα τα μεσαία στρώματα, νέα και παραδοσιακά (κυρίως από την οπτική της κατανάλωσης, μέσω του περιορισμού του εισοδήματος των μισθωτών) αλλά ήταν στο δεύτερο μνημόνιο που καταγράφονται οι σημαντικές απώλειες για τα μεσαία στρώματα, με το παράδειγμα των «λουκέτων» (250.000 επιχειρήσεις) να είναι χαρακτηριστικό.
Τι ανέμεναν επομένως μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενοι όλων των κατηγοριών; Μια έμπρακτη, αλλά και συνάμα συμβολική προσοχή. Οι μικρές επιχειρήσεις είναι πάρα πολλές και απασχολούν τεράστιο όγκο εργαζομένων και υπό αυτή την έννοια θα έπρεπε η κυβέρνηση να εστιάσει σε αυτές παρά τις δυσκολίες, όπως για παράδειγμα τα έξωθεν εμπόδια που καθυστερούσαν την Αναπτυξιακή Τράπεζα, κλείνοντας έτσι όλες τις στρόφιγγες προς τους μικρομεσαίους.
Το άλλο ζήτημα που αντιμετώπισαν ιδιαίτερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες ήταν οι ασφαλιστικές τους εισφορές. Αναντίρρητα, ήταν δίκαιο το ασφάλιστρο να προσδιορίζεται ως ποσοστό επί του τζίρου, ειδικά σε μια καθημαγμένη αγορά. Ομως η αναδρομική του ισχύς «έπιανε» και χρήσεις που είχαν μεγάλο τζίρο. Παράλληλα, αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην πάρα πολύ υψηλή προκαταβολή του φόρου.
Από την άλλη πλευρά το θολό αφήγημα της Ν.Δ. πέτυχε, καθώς άγγιξε κάποια βασικά ζητήματα που είτε άμεσα είτε έμμεσα αφορούν τη «μεσαία τάξη».
Πρώτον, το φορολογικό που ανέδειξε ως κεντρικό θέμα χωρίς βέβαια να δείχνει τη συσχέτιση αλλά και τις επιπτώσεις στις δημόσιες δαπάνες.
Δεύτερον, το θέμα της ασφάλειας που αφορά όλο τον μικρομεσαίο κόσμο υποβοηθούμενο από τα μέσα ενημέρωσης που παίζουν τεράστιο ρόλο σε αυτό το κομμάτι.
Τρίτον, το ζήτημα του brain-drain, σε μια λογική τόνωσης των επενδύσεων οι οποίες θα φέρουν πίσω τα παιδιά μας. Η Ν.Δ. είχε και συνεχίζει να έχει ένα αφήγημα το οποίο -παρότι ασαφές- δεν παύει να είναι αφήγημα.
Σε αυτό το σημείο θα χρειαστεί να γίνει ένας διαχωρισμός της μεσαίας τάξης, σύμφωνα με τις αναλύσεις που προέρχονται από το έργο του Πουλαντζά, σε παραδοσιακή και νέα μικροαστική τάξη. Σύμφωνα με αυτές, στην παραδοσιακή μικροαστική ανήκει όλη η μικροεπιχειρηματικότητα, ιδιοκτήτες μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες, ενώ στη νέα οι διάφοροι άλλοι επαγγελματίες, όπως γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.ά.
Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη δέχτηκε τη μεγαλύτερη πίεση μετά το δεύτερο μνημόνιο, αλλά τελικά άντεξε. Εδώ φαίνεται ότι συναντάμε την περίφημη «επιχειρηματικότητα ανάγκης»: όσοι ήταν στην ηλικιακή κατηγορία 45-55 αναγκάστηκαν να ανακαλύψουν τις δυνατότητες επιβίωσης από μια μικρή δουλίτσα και τα κατάφεραν. Αλλοι πάνε καλύτερα, άλλοι απλά κρατιούνται διότι δεν μπορούν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους.
Η πολιτική στόχευση των μνημονίων φαίνεται ότι ήταν να συμπτυχθεί η μεσαία τάξη στην Ελλάδα, αφού σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι πολυπληθέστερη. Οι θεσμοί είχαν υπό αυτή την έννοια δύο στόχους: αφενός τον οικονομικό, που σχετίζεται με μια προσπάθεια να μεταφερθεί στις μεγάλες επιχειρήσεις μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, και αφετέρου τον κοινωνικό, που σχετίζεται με τον περιορισμό του οραματικού στοιχείου του μικρού επιχειρηματία, δηλαδή να εξελιχθεί, να επενδύσει, να κάνει εξαγωγές, να γυρίσει «το μέσα έξω». Το τελευταίο συνδέεται απόλυτα με το αίσθημα της ελευθερίας που αποτυπώνεται στην επιχειρηματική δράση αλλά και στο σύνολο της καθημερινής του δραστηριότητας.
Παράλληλα, τα μνημόνια φαίνεται να επιτάχυναν τον μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος αφού με την αναδιάρθρωσή του πιέζονται παραδοσιακοί κλάδοι, όπως η ένδυση και η υπόδηση, και μεγεθύνεται ο κλάδος των τροφίμων και όλα γύρω απ’ αυτόν.
Είναι ένα νέο κομμάτι και μια νέα πρόκληση για την οικονομία, που πρέπει να φροντιστεί. Μπορεί εν κατακλείδι να άντεξαν οι επιχειρήσεις στην κρίση, με την έξυπνη ανθεκτικότητα κ.λπ., αλλά το πρόβλημα δεν λύθηκε, καθώς έχει δομικό χαρακτήρα. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε έναν σοβαρό μετασχηματισμό και η μεσαία τάξη θα δεχθεί πρώτη τις συνέπειες.
Επιστρέφοντας στην εκλογική συμπεριφορά, το συγκλονιστικότερο είναι το πώς η αίσθηση του ανήκειν οδηγεί σε συγκεκριμένα πρότυπα εκλογικής συμπεριφοράς. Παρατηρούμε λ.χ. πώς αυτοτοποθετούνται οι πολίτες στις μετρήσεις: Υπάρχει εξαιρετικά μεγάλη μερίδα πολιτών που ενώ με αντικειμενικά κριτήρια (εισόδημα, απασχόληση, μόρφωση κ.λπ.) ανήκει στην εργατική τάξη, εντούτοις αισθάνεται ότι ανήκει στη μεσαία. Για παράδειγμα, το 78% όσων λαμβάνουν 12.000 τον χρόνο αισθάνεται ότι ανήκει σε κάποιο μεσαίο στρώμα, ενώ φυσικά αυτό δεν επιβεβαιώνεται με αντικειμενικά κριτήρια.
Καταληκτικά, μπορούμε να πούμε ότι η μεσαία τάξη έχει ασπαστεί το θολό και ατεκμηρίωτο επιστημονικά αφήγημα ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι, το οποίο συχνά δυστυχώς πλαισιώνεται και από ξενοφοβικές ή αντιδραστικές αντιλήψεις, όπως για παράδειγμα ότι «δεν γίνεται να πληρώνουμε φόρους και αυτοί να πηγαίνουν σε μετανάστες ή φτωχούς τεμπέληδες».
Και αν και προς το παρόν είμαστε ίσως η μόνη περίπτωση όπου η μεσαία τάξη δεν έχει οδηγηθεί στην πολιτική αγκαλιά της Ακροδεξιάς, αυτό που πλέον φοβάται κανείς είναι ότι αν έλθει η Ν.Δ. -η οποία φυσικά δεν θα μειώσει τους φόρους, καθώς ο δημοσιονομικός χώρος είναι δεδομένος- το συγκεκριμένο ενδεχόμενο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί.
Βάλια Αρανίτου - Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου