Με την επιστροφή τής Ν.Δ. Εκκλησία και Πολιτεία φαίνεται ότι θα παραμείνουν σφιχταγκαλιασμένες εις τον αιώνα τον άπαντα...
Η «επιστροφή στην κανονικότητα» όπως την αντιλαμβάνεται η νέα συντηρητική κυβέρνηση της χώρας δεν θα μπορούσε παρά να περιλαμβάνει και τις σχέσεις της με την Εκκλησία, όπως και τις σχέσεις της Πολιτείας με την Εκκλησία. Ετσι, από τις πρώτες επαφές που είχε ο πρωθυπουργός ήταν με τον αρχιεπίσκοπο, όπου σε κλίμα αβρότητας οι δύο άνδρες επιβεβαίωσαν την επιστροφή στα ελληνικά δεδομένα: η Πολιτεία κι η Εκκλησία παραμένουν αγκαλιασμένες σφιχτά, η δε συμφωνία που ο ίδιος ο κ. Ιερώνυμος είχε συνομολογήσει με τον τέως πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων.
Την επόμενη μέρα ακριβώς, η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων συνάντησε τον κ. Ιερώνυμο, όπου δήλωσε πως «επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η διασφάλιση των υφιστάμενων μισθολογικών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των κληρικών». Ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας ζήτησε από την κ. Κεραμέως την ενεργοποίηση της επιτροπής διαλόγου μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας «…κι αν χρειαστεί να τη συμπληρώσουμε, γιατί η επιτροπή προλαβαίνει πολλά πράγματα τα οποία πολλές φορές είναι απλά».
«Ως μη γενόμενη»
Η συμφωνία Τσίπρα - Ιερώνυμου, που προκάλεσε την μήνιν των κληρικών και ξεσήκωσε τους (και μακεδονομάχους) συνδικαλιστές της Ενωσης Κληρικών, πέρασε από σαράντα κύματα, με την ιεραρχία της Εκκλησίας να την απορρίπτει. Τώρα, όπως γράφτηκε αυτολεξεί στο ανακοινωθέν, «ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε ότι για την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας η γνωστή πρόταση συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας του προηγούμενου Νοεμβρίου θεωρείται ως μη γενόμενη».
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οτι τίποτα δεν αλλάζει για τα εργασιακά και ασφαλιστικά των ιερέων, που παραμένουν δημόσιοι υπάλληλοι εις τον αιώνα των αιώνων, και ότι η Πολιτεία θα καταβάλλει τη μισθοδοσία μέχρι Δευτέρας Παρουσίας. Βεβαίως και ο απελθών αρμόδιος υπουργός κ. Γαβρόγλου είχε διαβεβαιώσει ότι η «αγία μισθοδοσία» θα παραμένει ως έχει, αλλά τώρα αποσυνδέεται εντελώς η καταβολή της από την αξιοποίηση της όποιας εκκλησιαστικής περιουσίας. Ωστόσο, Μητσοτάκης - Ιερώνυμος έκαναν μερικά βήματα παραπέρα:
- Συμφωνήθηκε η ανάγκη άμεσης επαναλειτουργίας της επιτροπής διαλόγου Πολιτείας - Εκκλησίας, με στόχο «τη διευθέτηση όλων των ζητημάτων που αφορούν τους δύο θεσμούς» - κι ως ανοιχτά ζητήματα οι δύο πλευρές ορίζουν τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο διάλογος ξεκινά από μηδενική βάση.
- Ο πρωθυπουργός εγγυήθηκε πλήρως τη διασφάλιση των υφιστάμενων μισθολογικών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των κληρικών.
- Ο κ. Μητσοτάκης δεσμεύτηκε ότι δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή στη συνταγματική αναθεώρηση στα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος.
- Συζητήθηκε το ζήτημα της έγκρισης των σχετικών πιστώσεων για την κατανομή θέσεων κληρικών στις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος για το έτος 2019. Σύμφωνα με πηγές του έγκυρου orthodoxia.info, το επόμενο διάστημα θα δοθούν στην Εκκλησία πάνω από 200 θέσεις κληρικών.
Το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος θρησκεύεται και η εκκλησία πολιτεύεται φαντάζει πια τόσο φυσικό όσο ότι ο ήλιος ανατέλλει από την Ανατολή. Και με τη νέα διακυβέρνηση, όλα πάνε γρήγορα πίσω και δεξιά (του Κυρίου). Οι σκληροί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας πρέπει να χαμογελούν δικαιωμένοι...
Πίσω και ολοταχώς
Αλέξανδρος Σακελλαρίου, διδάσκων Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, μέλος Δ.Σ. της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Μέσα σε δέκα ημέρες από τις εκλογές η νέα κυβέρνηση, με πράξεις και δηλώσεις-διαβεβαιώσεις προς την Εκκλησία, εξαφάνισε σχεδόν όλες τις έστω αναιμικές και ατελείς απόπειρες της προηγούμενης για ένα σύγχρονο κοσμικό κράτος. Προκύπτουν, συνεπώς, δύο διαπιστώσεις και δύο ερωτήματα.
Οι διαπιστώσεις: 1) Η εκλεκτική συγγένεια της δεξιάς, συντηρητικής και μόνο κατ’ όνομα φιλελεύθερης παράταξης με την Ορθόδοξη Εκκλησία - άλλωστε ο πρωθυπουργός δεν συνάντησε κανέναν άλλο θρησκευτικό ηγέτη, και 2) Η επιδίωξη της Εκκλησίας να παραμείνει η επικρατούσα και ευνοημένη προστατευόμενη του κράτους, όπως επιδίωκε πάντα, διατηρώντας προνόμια και ρόλο στο πολιτικό πεδίο.
Τα ερωτήματα που έπονται: 1) Τι θα κάνει η κυβέρνηση με τη διδασκαλία των Θρησκευτικών με βάση και τις βαθύτατα οπισθοδρομικές αποφάσεις του ΣτΕ; και 2) Στην προαναγγελθείσα αλλαγή του Ποινικού Κώδικα για άλλα θέματα θα επανέλθει η ποινικοποίηση της βλασφημίας; Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι το εάν, άλλα το πόσο πίσω και πόσο ολοταχώς θα πάμε.
Μια αδιαίρετη δυάδα
Γιάννης Ιωαννίδης, δικηγόρος, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Αν και κανείς δεν πρέπει να αιφνιδιάστηκε από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης στις σχέσεις με την Εκκλησία, μια κάποια μελαγχολία θα πρέπει να διακατέχει όσους έχουν ασχοληθεί και υποστηρίξει είτε τους λεγόμενους διακριτούς ρόλους είτε τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Η μεν αναθεώρηση των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος ενταφιάστηκε μετ’ επαίνων, ακόμα και στην άτολμη εκδοχή που είχε προταθεί.
Ολα δε τα υπόλοιπα ζητήματα (Θρησκευτικά, περιουσιακό, καθεστώς κληρικών) θα διευθετηθούν μόνο με διάλογο (διάβαζε έγκριση) της Ιεράς Συνόδου. Για να είμαστε δίκαιοι, εδώ δεν πρόκειται για καμία μεγάλη αλλαγή. Ηδη, με την προηγούμενη κυβέρνηση, αυτή η άτυπη συνθήκη είχε γίνει ρητώς αποδεκτή.
Το κρίμα είναι ότι σε μια σειρά ζητήματα οι αλλαγές ήταν εφικτές χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. Και θα αποδεικνύονταν πιθανότατα «ώριμες», φτάνει να τις αποτολμούσε το πολιτικό σύστημα. Τόσο σε επίπεδο συμβολισμών όσο και στη ρύθμιση των σχέσεών τους, Πολιτεία και Εκκλησία συνιστούν μια δυάδα. Οχι ομοούσιο, αλλά πάντως αδιαίρετη. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε χαμηλά τον πήχη.
Να μπαίνει ψηλά ο πήχης
Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Η πολιτική που εξαγγέλλει η κυβέρνηση της Ν.Δ. σε ό,τι αφορά τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας είναι πολιτικά αναμενόμενη. Δεν θα περίμενε κανείς από τη συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα να επιχειρήσει να δώσει ένα μήνυμα στην κατεύθυνση της απαλλαγής από αυτόν τον σφικτό εναγκαλισμό που διέπει τις σχέσεις του Κράτους με την Εκκλησία της χώρας μας.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έβαλε χαμηλά τον πήχη. Θα περίμενα δηλαδή από μια τέτοια κυβέρνηση να προχωρήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια στην κατεύθυνση των διακριτών ρόλων Κράτους και Εκκλησίας, διότι -για παράδειγμα -λίγη σημασία έχει αν τη μισθοδοσία των κληρικών τη διαχειρίζεται ένα ταμείο το οποίο πληρώνεται από το ελληνικό κράτος ή αν, τελικώς, οι κληρικοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
Τέλος, νομίζω ότι και η ίδια η συνταγματική πρόταση για την αναθεώρηση του άρθρου 3 ήταν αλυσιτελής και προβληματική. Αν μιλάμε για ένα πραγματικά φιλελεύθερο κράτος που σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τον όρο «επικρατούσα θρησκεία».
Αρα το δίδαγμα το οποίο λαμβάνουμε από αυτήν την υπόθεση είναι ότι ο πήχης πρέπει να μπαίνει ψηλά, προκειμένου όταν έρχεται να κυβερνήσει τον τόπο ο πολιτικός αντίπαλος, να αναγκάζεται να συρθεί προς μεταρρυθμίσεις δημοκρατικού περιεχομένου και όχι να εξαναγκάζεται η αριστερή δημοκρατική παράταξη στο αντίθετο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου