Πώς διαμορφώθηκε ο χάρτης των ανισοτήτων από το 2008 έως σήμερα και ποιες πολιτικές της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, κατώτατος μισθός, κοινωνικά επιδόματα κ.ά.) περιόρισαν το κακό ● Το παράδοξο είναι ότι, τη στιγμή που μειώνεται η ανεργία και αυξάνεται η απασχόληση, διεθνώς μειώνεται το μερίδιο του εισοδήματος από εργασία και η οικονομική ανισότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ αγγίζει ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Θυμάστε τις προηγούμενες προεκλογικές περιόδους, προτού ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση; Τότε που έφταιγε για όλα όντας αντιπολίτευση;
Φαντάζει οξύμωρο τη στιγμή που με ζήλο υιοθετούνταν μέτρα αφαίμαξης του εισοδήματος εργαζομένων και φορολογουμένων και η φτωχοποίηση έπαιρνε βίαιες μορφές να μην υπάρχει καμία έγνοια για τους πλέον ευάλωτους. Ε, λοιπόν, αυτό που ξέχασαν την περίφημη πενταετία της διακυβέρνησής τους όλοι οι προηγούμενοι ήταν η υιοθέτηση του μοναδικού ίσως μέτρου για την προστασία από την ακραία φτώχεια που επίσης προέβλεπε το πρώτο Μνημόνιο.
Γιατί φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ; Επειδή ως κυβέρνηση καθυστέρησε δύο χρόνια προτού θεσμοθετήσει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που καθιερώθηκε τελικά –με συνολικά επτά χρόνια καθυστέρηση– τον Φεβρουάριο του 2017.
Η εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης, με κόστος 780 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, που καλύπτει το 6,5% του πληθυσμού, είναι ένα κοινωνικό μέτρο με στόχο την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας για την αποφυγή της ακραίας φτώχειας. Και δεν είναι το μόνο που επιχειρεί με περιορισμένους πόρους να περισώσει κάτι ελάχιστο από την αναξιοπρεπή συνθήκη διαβίωσης στην ένδεια.
Νέοι και άνεργοι
Πολλά είναι τα μέτωπα που άνοιξε η κρίση, η οποία ήρθε να βαθύνει τις ήδη διαπιστωμένες δυσλειτουργίες της κοινωνικής πολιτικής, θέτοντας επιτακτικά όχι μόνο την ανάγκη της αποτελεσματικής στόχευσης προκειμένου να φτάνει σε όσους πραγματικά δοκιμάζονται, αλλά ανέδειξε ακόμη ότι πέρα από τις κοινωνικές δαπάνες χρειάζονται και εκείνες οι κοινωνικές επενδύσεις, όπως στην υγεία και την παιδεία, που θα επιτρέψουν στην κοινωνία να ανασάνει, θέτοντας τους στόχους της ανάκαμψης εκτός των στενών εισοδηματικών πλαισίων.
Η επιδείνωση στην περίοδο της κρίσης αφορούσε όλους τους κοινωνικούς δείκτες, αλλά έπληξε δυσανάλογα τους νέους και κυρίως τους νέους ανέργους, δεδομένου ενός περιορισμένου θεσμικού πλαισίου στήριξής τους, ενώ η φτώχεια έφτασε να αφορά ακόμη και τους επισφαλώς εργαζόμενους, σύμφωνα με όσα έχει καταθέσει στην «Εφ.Συν.» ο διευθυντής ερευνών στο ΕΚΚΕ Δ. Μπαλούρδος, αναδεικνύοντας τη μορφή του εργαζόμενου φτωχού αλλά και τα νέα ζευγάρια με παιδιά, όπως έχει καταδείξει στην αρθρογραφία του ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θ. Μητράκος («Κοινωνική Πολιτική», τεύχος 10).
Κατηγορίες που απειλούνται με φτώχεια και συνιστούν τη βασική κοινωνική πρόκληση, με προεκτάσεις στην ανάσχεση της γήρανσης του πληθυσμού και του δημογραφικού προβλήματος που αποτελεί την όχι και τόσο μακροπρόθεσμη απειλή για τη χώρα μας.
Τα δεδομένα της φτώχειας
Ο κίνδυνος φτώχειας των ανέργων που έφτασε να αφορά σχεδόν τον έναν στους δύο το 2016 (47,1%), για να μειωθεί στο 45,5% σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του 2017, παραμένει περίπου 10 μονάδες υψηλότερος σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση αφού το 2008 άγγιζε το 36,8%, αλλά και σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερος συγκριτικά με το σύνολο του πληθυσμού.
Μια άλλη τραγική διάσταση αφορά την παιδική φτώχεια, που το 2013 άγγιξε την υψηλότερη τιμή της (28,8%) και μπορεί να μειώθηκε, ωστόσο απειλούσε σχεδόν το ένα στα τέσσερα παιδιά στη χώρα μας το 2017 (24,5%), επιμένοντας σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τον κίνδυνο φτώχειας για το σύνολο του πληθυσμού (20,2%).
Φαίνεται λοιπόν ότι η φτώχεια έχει μετατοπιστεί από την ομάδα των ηλικιωμένων (65+) σε αυτή των παιδιών ηλικίας 0-17 ετών και οι συντάξεις, παρά τις μειώσεις που έχουν υποστεί, επιτελούν τον σκοπό τους, συγκρατώντας τον κίνδυνο φτώχειας που για τους ηλικιωμένους είναι περιορισμένος (12,4%). Ίσως είναι περιττό να αναφέρει κανείς πως ο κίνδυνος παιδικής φτώχειας επηρεάζει τις δημογραφικές εξελίξεις, αποτελώντας έναν βασικό λόγο της καθυστέρησης στην απόφαση τεκνοποίησης.
Η οικογένεια, το άτυπο όπως χαρακτηρίζεται κοινωνικό κράτος, μπορεί να υπέστη σημαντικά πλήγματα σε ό,τι αφορά τα εισοδήματά της, ωστόσο ήταν αυτή που κατάφερε να απορροφήσει μέρος των συνεπειών της κρίσης και να διαφυλάξει την κοινωνική συνοχή: παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να είναι ο φτωχός συγγενής των κοινωνικών δαπανών, αφού μόλις το 4% εξ αυτών είχε προορισμό την οικογένεια και τα παιδιά, ποσοστό που υπολείπεται ακόμη και του μισού αντίστοιχου ποσοστού της Ε.Ε. (8,7%).
Το επίδομα στήριξης τέκνων με εισοδηματικά κριτήρια μπορεί να πιστωθεί στα μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση τον καιρό της κρίσης, ωστόσο για τα νοικοκυριά με παιδιά δεν αρκεί η εισοδηματική στήριξη καθώς, σύμφωνα με πολλούς εμπειρογνώμονες, οφείλει να συνοδεύεται τόσο από μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης όσο και παροχής υπηρεσιών, όπως είναι η καθολική παροχή προσχολικής αγωγής, το ολοήμερο σχολείο, η εναρμόνιση οικογενειακής και εργασιακής ζωής κ.ά.
Ποιοτικές θέσεις εργασίας
Και φυσικά ζητούμενο είναι η εργασία που να εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση – το λένε και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Το παράδοξο είναι ότι, τη στιγμή που μειώνεται η ανεργία και αυξάνεται η απασχόληση, διεθνώς μειώνεται το μερίδιο του εισοδήματος από εργασία και η οικονομική ανισότητα στις χώρες του ΟΟΣΑ αγγίζει ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ανισότητα που απειλεί ευθέως τη δημοκρατία, καθώς φθίνει η εμπιστοσύνη σε θεσμούς και κυβερνήσεις, με το φαινόμενο του περιορισμένου εισοδήματος από την εργασία να αφορά εντόνως τις χώρες που υπέστησαν πρόσφατα προγράμματα προσαρμογής - Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία.
Όσο για την εισοδηματική ανισότητα, όχι ότι δεν τη γνωρίζαμε, αλλά μάλλον την αγνοούσαμε τον καιρό της ευημερίας. Ωστόσο, η χώρα μας είχε αρκετά αυξημένο τον σχετικό δείκτη ανισότητας (συντελεστή Gini), που απογειώθηκε τα πρώτα χρόνια της κρίσης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Ερευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) που ανακοινώνονται από τη Eurostat: από 32,9% το 2010 σε 33,6% το 2011 και 34,3% το 2012, εξέλιξη που φανερώνει ότι οι εισοδηματικές απώλειες των πρώτων μέτρων λιτότητας ήταν πιο άνισα κατανεμημένες στον ελληνικό πληθυσμό.
Μπορεί να έπληξαν τους περισσότερους, αλλά κάποιους τους τσάκισαν. Ωστόσο, η ανισότητα σταθεροποιείται στο επόμενο διάστημα (2012-16) μεταξύ 34,2% και 34,5% για να σημειώσει μια σημαντική κάμψη κατά σχεδόν μία μονάδα το 2017 (33,4%) και ακόμη μία το 2018 (32,3%).
Αποκλιμάκωση δεικτών
Δεν είναι ότι οι αριθμοί ευημερούν σε βάρος των ανθρώπων που δοκιμάζονται, αλλά η Στατιστική Υπηρεσία κρύβει και άλλες εκπλήξεις σε ό,τι αφορά την αποκλιμάκωση μερικών βασικών δεικτών που αφορούσαν τον κακό μας τον καιρό.
● Ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας, που δείχνει την αναλογία του πληθυσμού με εισόδημα κάτω από ένα όριο το οποίο ορίζεται συμβατικά σε σχέση με το διάμεσο εισόδημα για το σύνολο του πληθυσμού (60% του διαμέσου), ενώ αυξήθηκε το πρώτο διάστημα της κρίσης από 20,1% το 2010 σε 23,1% το 2012 και το 2013, επανήλθε σε προ κρίσης επίπεδα το 2017 (20,2%) και μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα το 2018 (18,5%).
● Και μπορεί η απόλυτη φτώχεια να μειώθηκε σημαντικά τα δύο τελευταία χρόνια για τα οποία υπάρχουν στοιχεία, 2017-18, ωστόσο παραμένει σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με την προ κρίσης εποχή, αφού η επιδείνωση στους δείκτες της φτώχειας ήταν δραματική, υπολογιζόμενη σε όρους εισοδήματος, υλικής στέρησης και αγοραστικής δύναμης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της EU-SILC 2018, με βάση τις συνθήκες του 2008 στην Ελλάδα το 44,9% του πληθυσμού θα κατατασσόταν ως φτωχό, καθώς κατά την κρίση μειώθηκαν δραματικά το ΑΕΠ και το διαθέσιμο εισόδημα και μετατοπίστηκε όλη η κατανομή εισοδήματος προς τα κάτω.
Έτσι, ο κίνδυνος φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έφτασε να αφορά περισσότερους από έναν στους τρεις, που αναγκάστηκαν να επιβιώσουν με υλικές στερήσεις και με χαμηλή ένταση εργασίας ώς το 2014 (36%) και, παρά την πτώση του στο 31,8% το 2018, απείχε αρκετά από το ποσοστό πριν από την κρίση (27,7% το 2010).
Σε πραγματικά δικαιούχους
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν επιτεύγματα σε καιρό δημοσιονομικής προσαρμογής και περιορισμένων διαθέσιμων πόρων, ωστόσο υπάρχει ακόμη ένας λόγος που τα καθιστά ακόμη πιο σπουδαία: το γεγονός ότι στη χώρα μας οι κοινωνικές παροχές αδυνατούσαν να μειώσουν την ανισότητα και τη φτώχεια, δηλαδή δεν απευθύνονταν στους οικονομικά ασθενέστερους που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη, τους πραγματικούς δικαιούχους.
Και μπορεί οι συντάξεις να μονοπωλούν τις κοινωνικές δαπάνες, έχοντας κατορθώσει να μειώσουν τον κίνδυνο φτώχειας, ωστόσο φαίνεται πως οι κοινωνικές παροχές αρχίζουν να λαμβάνουν σύνθετα κριτήρια που επιτρέπουν τη στόχευση των πραγματικά δικαιούχων, ώστε τα κοινωνικά επιδόματα να έχουν την αναδιανεμητική επίδραση που θα επιτρέπει και στη χώρα μας να περιορίζει τον κίνδυνο φτώχειας σε μεγαλύτερο βαθμό από τις 3,8 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν το 2017, όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. ήταν αντίστοιχα 8,7 μονάδες.
Δεν είναι καινούργιο το συμπέρασμα για τους κοινωνικούς επιστήμονες, αλλά αποτελεί διαχρονικά το ζητούμενο από τους κυβερνώντες για αποτελεσματικές παρεμβάσεις και κοινωνικές δαπάνες προς τις πλέον ευάλωτες ομάδες που απειλούνται με ακραία φτώχεια και σε αυτή τη συγκυρία φαίνεται να αποτελούνται από νέους, οικογένειες με παιδιά και ανέργους.
Και φαίνεται να πραγματοποιούνται δειλά κάποια βήματα, όπως είναι το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης κι ακόμη το «κοινωνικό μέρισμα», που αναδιανέμει μέρος του δημοσιονομικού πλεονάσματος στις ασθενέστερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι παρεμβάσεις δεν μπορούν να εξαντλούνται στα επιδόματα, αλλά απαιτούν και κοινωνικές πολιτικές που περιλαμβάνουν κοινωνικές επενδύσεις στους πυλώνες του κράτους πρόνοιας και δικαίου, όπως είναι η παιδεία και η υγεία.
Αν η κρίση αφήσει πίσω της κάτι θετικό, ας είναι αυτό οι κοινωνικές πολιτικές για τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, η ενδυνάμωσή τους και ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων ώστε να είναι πιο αποτελεσματικές στον περιορισμό της έντασης της φτώχειας. Και σε αυτό το επίπεδο κάτι φαίνεται να έχει ξεκινήσει. Ας ελπίσουμε να έχει συνέχεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου