Πριν από περίπου δέκα χρόνια, ένα φιλικό μου ζευγάρι, μη αντέχοντας άλλο το ψυχικό και οικονομικό βάρος των εξωσωματικών, αποφάσισε ότι δεν είναι γραπτό του να γίνουν γονείς. Όταν μου το ανακοίνωσαν, τους ρώτησα ο αδαής, γιατί δεν κινούν τη διαδικασία υιοθεσίας. Μέσα στην απογοήτευση τους, βρήκαν τη δύναμη να γελάσουν. «Στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο να υιοθετήσεις κροκόδειλο, παρά παιδί» ήταν η αφοπλιστική τους απάντηση, που με έκανε να παγώσω.
Σύμφωνα με την υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας, Θεανώ Φωτίου, μέχρι και πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου για την αναδοχή και την υιοθεσία, η αναμονή για τους υποψήφιους γονείς έφτανε τα έξι χρόνια- αν και άκουσα ιστορίες που ξεπέρασε τα οκτώ. Αυτό πρακτικά σήμαινε αποθάρρυνση των υποψήφιων γονέων, αύξηση του παρεμπορίου βρεφών, πρόκληση αισθήματος δυσπιστίας απέναντι στο κράτος, αύξηση του αριθμού παιδιών στα ιδρύματα, δαιδαλώδεις και αδιαφανείς διαδικασίες και τεράστιο κόστος για το δημόσιο.
Αν το φιλικό μου ζευγάρι έπαιρνε τελικώς απόφαση να υιοθετήσει παιδί, θα έπρεπε να απευθυνθεί στην Αθήνα-και ας μην είναι κάτοικοι Αθηνών- και να περιμένει να αναλάβει ένας κοινωνικός λειτουργός από τους ελάχιστους που διέθετε το Υπουργείο. Επίσης, αν απευθυνόταν σε ένα ιδιωτικό ίδρυμα, θα έπρεπε να «πείσει» και τη διοίκηση, καθώς ήταν, μέχρι σήμερα στη διακριτική τους ευχέρεια αν θα δεχόντουσαν ή όχι!
Αυτό που γίνεται σήμερα είναι μία τομή στην πολιτική για το παιδί. Είναι μία μικρή επανάσταση που- για άγνωστους λόγους- καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν ήθελε να κάνει. Τα παιδιά που ζουν σε ιδρύματα (δημόσια και ιδιωτικά) καταγράφονται σε ένα εθνικό μητρώο. Ναι, μέχρι χθες αυτό δεν γινόταν! Δηλαδή, το επίσημο κράτος δεν γνώριζε πόσα παιδιά βρίσκονται στα ιδρύματα της χώρας, γεγονός εξωφρενικό αν σκεφτεί κανείς τη συμφωνία της επιστημονικής κοινότητας για το σχήμα «κανένα παιδί σε ίδρυμα».
Οι υποψήφιοι γονείς μπορούν πλέον να μπουν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για αναδοχές και υιοθεσίες και να συμπληρώσουν μία αίτηση ενδιαφέροντος (η ίδια διαδικασία γίνεται και δια ζώσης σε ένα από τα Κέντρα Κοινωνικής Πρόνοιας της περιοχής ή στην κοινωνική υπηρεσία κάθε περιφέρειας). Ταυτόχρονα, κάθε παιδί που βρίσκεται σε ίδρυμα έχει το δικό του ηλεκτρονικό φάκελο. Αυτή η πολύ απλή παρέμβαση αποκαθιστά την έλλειψη σεβασμού στον μελλοντικό ενήλικα που πιθανότατα να μην γνώριζε τίποτα για την καταγωγή του.
Αν, τελικώς το φιλικό μου ζευγάρι ήθελε σήμερα να προχωρήσει τη διαδικασία υιοθεσίας, θα περίμενε 8-12 μήνες και θα έδινε την ευκαιρία σε ένα παιδί να ζήσει σε ένα οικογενειακό περιβάλλον (είτε με ομόφυλους είτε με ετερόφυλους γονείς) όπως του αξίζει και του πρέπει. Και θα ζούσε καλά, γιατί, εκτός από την ετοιμότητα των γονέων που αποφασίζουν να μεγαλώσουν ένα παιδί, θα είναι και «εκπαιδευμένοι», όχι απλά μέσω μίας συμβουλευτικής, αλλά με μία επίσημη μορφή, με επιστήμονες από ένα εύρος ειδικοτήτων (ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, νομικοί κτλ.).
Ο Β. και η Ε. τελικώς απέκτησαν παιδί. Ήταν τυχεροί, καθώς η επιστήμη τους έκανε το χατίρι. Πολλοί άνθρωποι που ήθελαν να έχουν ένα παιδί, μεγάλωσαν, κουράστηκαν, απογοητεύτηκαν. Μαζί τους, μεγάλωσαν παιδιά μέσα σε ιδρύματα, δεν αποκάλεσαν κανένα «μπαμπά» ή «μαμά», δεν είχαν ένα οικογενειακό περιβάλλον που θα άλλαζε τη ζωή τους, δεν είχαν μία βάση, ένα καταφύγιο, ένα σταθερό στήριγμα.
Αν μου ζητούσαν λοιπόν να επιλέξω να γραφτεί μία μόνο παρέμβαση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από τον ιστορικό του μέλλοντος, θα επέλεγα αυτή. Γιατί αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου