Το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στην πολιτική και την τεχνολογία, ως πολιτικό πρόβλημα της σύγχρονης εποχής, το έχω αναλύσει παλαιότερα με παρεμβάσεις μου από τις φιλόξενες στήλες της «Εφ. Συν.» με αφορμή την εισαγωγή και εφαρμογή των «τεχνοκρατικών μνημονίων», προκειμένου να καταστεί η Ελλάδα ως μέλος της ευρωζώνης «κράτος προσαρμογής» (ο όρος ανήκει στον Γερμανό κοινωνιολόγο Βόλφγκαγκ Στρεκ).
Στη σημερινή παρέμβασή μου επανερχόμαστε στο ίδιο πρόβλημα με αφορμή τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, της οποίας μέλη είναι μεγάλος αριθμός τεχνοκρατών, εμπειρογνωμόνων και ειδικών.
Θα ξεκινήσω παραστατικά λέγοντας πως κατά τη φάση της οικονομικής κρίσης η τεχνοκρατία μπήκε στην πολιτική «από το παράθυρο», ενώ σήμερα με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης «μπήκε από την πόρτα». Οι μεταφορικές αυτές εκφράσεις, ενώ μας παρέχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ότι στις δύο περιπτώσεις έχουμε δύο διαφορετικά μοντέλα σχέσεων πολιτικής και τεχνοκρατίας που δομούνται ως δύο διαφορετικές μέθοδοι προσαρμογής, δεν μας διαφωτίζουν σχετικά με το κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα, το οποίο αναφέρεται στους κινδύνους που αντιμετωπίζει η σύγχρονη δημοκρατία.
Η ελληνική πολιτική κοινωνία (το κράτος, η οικονομία, η κοινωνία κ.λπ.) ως ολότητα και μετά την «έξοδο από τα μνημόνια» (Αύγουστος 2018) αντιμετωπίζει το πρόβλημα: πώς και με ποιες μεθόδους μπορεί να καταστεί «κράτος προσαρμογής», δηλαδή να επιλύσει το δημοσιονομικό πρόβλημά της. Τόνισα προηγουμένως ότι τον όρο «κράτος προσαρμογής» εισάγει στην πολιτική προβληματική ο επιφανής Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ, και εννοεί κάθε κράτος της σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας το οποίο αντιμετωπίζει δημοσιονομικά προβλήματα με τη γενικότερη έννοια του όρου. Αλλά για να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα δεν επαρκεί η πολιτική ισχύς, αλλά θα πρέπει να ιδρυθούν νέοι «θεσμοί», οι οποίοι θα εγγυώνται το θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Και αυτοί οι νέοι «θεσμοί» δεν είναι άλλοι από το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις περιώνυμες «αγορές», οι οποίες αγοράζουν και πωλούν το χρήμα κατά το πρότυπο όλων των αγαθών.
Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, προκειμένου να εξασφαλίσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του στη διαδικασία της αγοραπωλησίας του χρήματος, δεν εμπιστεύεται τους υφιστάμενους θεσμούς της σύγχρονης δημοκρατίας και εγκαθιδρύει τους δικούς του μηχανισμούς.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Στρεκ: «Η πολιτική για την προσαρμογή των δημόσιων οικονομικών έχει στόχο της να καθησυχάσει το νέο, δεύτερο “εκλογικό σώμα” του σύγχρονου κράτους, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ότι σε περίπτωση κρίσης οι αξιώσεις του μπορούν και θα έχουν προτεραιότητα έναντι εκείνων των πολιτών».
Η περιώνυμη τρόικα (η οποία στη συνέχεια μετονομάζεται σε «θεσμούς») δεν είναι παρά ο νέος μηχανισμός τον οποίο επέβαλε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να εξασφαλίσει τις αξιώσεις του. Για να επιτευχθούν όλα αυτά θα έπρεπε η τεχνοκρατία να αποκτήσει τα «πρωτεία» έναντι της πολιτικής. Πράγμα το οποίο έγινε, με αποτέλεσμα το έργο της πολιτικής να αναλάβει η τεχνοκρατία και η ίδια η πολιτική όχι μόνο να «υποχωρήσει», όπως υποστηρίζει ο Ντεριντά, αλλά τελικά να καταστεί θεραπαινίδα της οικονομίας.
Ολα όσα στην παρέμβασή μου αυτή υποστηρίζω δεν ισχύουν μόνο για την Ελλάδα, αλλά αναφέρονται στη διεθνή σύγχρονη πολιτική κατάσταση. Η οικονομική κρίση του 21ου αι. διαμόρφωσε τις πραγματολογικές συνθήκες, να εξαρτάται η πολιτική, ως η δημιουργική τέχνη του «κοινού καλού», από την οικονομία, στην οποία επικρατούν τα ιδιοτελή συμφέροντα. Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι δεν έχουμε, στις μέρες μας, να κάνουμε με μια κάποια «υποχώρηση» της πολιτικής, η οποία ούτως ή άλλως έχει χάσει την αυτονομία της, αλλά με την αντικατάστασή της από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αλλά για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημά μας: γιατί άραγε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ονόμασε τεχνοκράτες, εμπειρογνώμονες και ειδικούς μέλη της κυβέρνησής του; Το επιχείρημά του είναι ότι οι ειδικοί γνωρίζουν το αντικείμενό τους. Αλλά και επειδή δεν έχουν γνώση της δημοκρατικής διαδικασίας «ανακοινώνουν» τα πορίσματά τους στους υπουργούς τους. Ως πολιτικό επιχείρημα ένας τέτοιος ισχυρισμός ακούγεται να έχει ορθολογική θεμελίωση.
Η ένστασή μου όμως (φιλοσοφική και πολιτική) είναι η εξής: η τεχνοκρατική συμβουλή στον πολιτικό, ως μέθοδος ενημέρωσης και διαβούλευσης για τα κοινωνικά προβλήματα, ίσχυσε στην ιστορική περίπτωση της αυτονομίας της πολιτικής. Σήμερα τα πολιτικά πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Σε τέτοιο βαθμό που ένα ορθολογικό επιχείρημα να είναι ουσιαστικά πολιτικό ψεύδος.
Κοντολογίς, οι τεχνοκράτες, οι εμπειρογνώμονες και οι ειδικοί στην περίπτωση της κυβέρνησης του κυρίου Μητσοτάκη σηματοδοτούν την ήττα της πολιτικής όχι γενικώς και αορίστως αλλά υπό συγκεκριμένη κανονιστική πολιτική γωνία. Επειδή στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία τα κοινωνικά προβλήματα συσσωρεύονται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ενώ θα περίμενε κανείς από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία διαθέτει αδιαμφισβήτητη κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, να προωθήσει τις κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες για τη δημιουργία του σύγχρονου κράτους δικαίου, επέλεξε να συνεχίσει την τεχνοκρατική μέθοδο για την «κατασκευή» της Ελλάδας σε «κράτος προσαρμογής».
Θεόδωρος Γεωργίου - καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου