Μπροστά στις ευρωεκλογές και τις άλλες κάλπες το Μάη είναι ανάγκη να δοθεί μια πραγματική εικόνα για το άλλοτε «καπιταλιστικό πρότυπο». Επίσης και στη Σουηδία τα κέρδη των μονοπωλίων φτιάχνονται στις πλάτες των εργαζομένων, με τη βοήθεια της κυβέρνησης και όλων των αστικών κομμάτων και των ηγεσιών των συμβιβασμένων συνδικάτων.
Το φθινόπωρο του 2018 έγιναν τριπλές εκλογές στη Σουηδία, βουλευτικές, περιφερειακές και δημοτικές. Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις χωρίστηκαν, πλην των ακροδεξιών, σε δύο μπλοκ: Κοκκινοπράσινοι (Σοσιαλδημοκράτες – Πράσινοι) με τη στήριξη του Αριστερού Κόμματος και Δεξιά Συμμαχία(Μετριοπαθείς, Φιλελεύθεροι, Χριστιανοδημοκράτες και Κόμμα του Κέντρου). Πήραν σχεδόν 40% – 40% και ένα 17% πήγε στο ακροδεξιό κόμμα «Σουηδοί Δημοκράτες» που ανέβηκε 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Μετά από μήνες ενδοαστικών ανταγωνισμών και αφού έσπασαν παραδοσιακές συμμαχίες χρόνων των αστικών κομμάτων, αποδείχθηκε για μια ακόμα φορά ότι ανάμεσά τους όλοι μπορούν να συγκυβερνήσουν με όλους. Η καινούρια συμμαχία που αναδείχτηκε στην κυβέρνηση το Γενάρη του 2019 είναι ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους, Κόμμα του Κέντρου, Φιλελεύθερους, με καθοριστική για τη συγκρότηση της κυβέρνησης τη στήριξη του λεγόμενου Αριστερού Κόμματος. Οι «Σουηδοί Δημοκράτες», με το ανάλογο σιγοντάρισμα από τα άλλα αστικά κόμματα, προκλητικά επικαλούνται ότι για την αφαίρεση όλων των εργατικών – λαϊκών δικαιωμάτων τα τελευταία χρόνια ευθύνονται οι μετανάστες και «κύρια οι μουσουλμανικής καταγωγής, που στην πλειοψηφία είναι άνεργοι γιατί εκμεταλλεύονται το κοινωνικό κράτος που έχτισε ο σουηδικός λαός». «Ξεπλένουν» έτσι το καπιταλιστικό σύστημα και στοχοποιούν τα θύματά του χρεώνοντάς τους τις άγριες περικοπές σε Υγεία – Πρόνοια, κοινωνικά επιδόματα κ.ά.
Ο σουηδικός λαός αντιμετωπίζει οξυμένα προβλήματα από αυτήν την αντεργατική πολιτική τόσο της νέας κυβέρνησης όσο και των παλιότερων. Η λαϊκή δυσαρέσκεια είναι έντονη λόγω της αντιλαϊκής πολιτικής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και της ανατροπής εργατικών – λαϊκών δικαιωμάτων που προωθούν οι αστικές δυνάμεις για να στηρίξουν παραπέρα τις σουηδικές επιχειρήσεις, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και κερδοφόρες και να ανταποκριθούν στο διεθνή ανταγωνισμό.
Η επίθεση στους εργαζόμενους συνεχίζεται
Το πολυδιαφημισμένο «σουηδικό μοντέλο», που επιστρατεύτηκε απέναντι στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ, με ορισμένες προσωρινές παραχωρήσεις και σχετικά καλύτερες εργασιακές συνθήκες συγκριτικά με άλλες καπιταλιστικές χώρες, αποτελεί παρελθόν. Η απαίτηση του κεφαλαίου είναι να τσακιστούν τα εναπομείναντα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα, με την παραχώρηση των οποίων το αστικό κράτος προβαλλόταν ως δήθεν «κοινωνικό», φιλολαϊκό, και όχι αυτό που πραγματικά είναι, όργανο στήριξης των καπιταλιστικών σχέσεων, δηλαδή της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Σε επίπεδο οικονομίας χαρακτηριστική είναι η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα χέρια! Ο συνολικός «πλούτος» της χώρας, τα 400 δισ. ευρώ που είναι το ΑΕΠ, είναι συγκεντρωμένος σε 5 ομίλους που κατέχουν το 70% του συνόλου του Χρηματιστηρίου.
Η Σουηδία σήμερα, σύμφωνα με αστικές εκτιμήσεις, είναι η πρώτη χώρα στις ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου πλούτου τουλάχιστον στην Ευρώπη. Κέντρα Υγείας, δάση, φαρμακεία, σιδηρόδρομοι, μεταλλεία, ταχυδρομεία, ηλεκτρικό και τηλεφωνικό δίκτυο, οδικές συγκοινωνίες, παιδικοί σταθμοί, γηροκομεία και πολλά άλλα έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή ένα μικρό μέρος παραμένει στο Δημόσιο. Ολοι οι βασικοί τομείς είναι στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου, όπως οι μεταφορές, η Ενέργεια, η παραγωγή φαρμάκου, οι τηλεπικοινωνίες, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, η Παιδεία, η στέγη κ.λπ. Η Υγεία και η Παιδεία αλώνονται από το κεφάλαιο, με το λαό να βάζει το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη ενώ οι υπηρεσίες μειώνονται στο ελάχιστο. Η εμπορευματοποίηση πέρασε κάτω από τη μαζική προπαγάνδα όλων των αστικών κομμάτων στο όνομα της προσωπικής επιλογής και ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιδιωτικών εταιρειών θα έριχνε τις τιμές, θα ήταν οι υπηρεσίες πιο φτηνές και θα κέρδιζε ο λαός. Η πείρα έδειξε ότι από το τέλος του ’80, που ξεκίνησαν μαζικά οι ιδιωτικοποιήσεις, έγινε ακριβώς το αντίθετο.
Το αποτέλεσμα είναι περισσότερα βάρη για τη σουηδική εργατική τάξη.
Ενισχύονται οι όροι εργασιακής γαλέρας
Τον δικό της ρόλο παίζει και η συμβιβασμένη ηγεσία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων Σουηδίας, που μαζί με τους εργοδότες κατέληξαν σε κοινή πρόταση για περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας, στην κατεύθυνση εξασφάλισης, όπως λένε, της «εργασιακής ειρήνης», καθώς επίσης στο ζήτημα της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, υποχρεωτικά στα 67 και προαιρετικά στα 69, με αυτόματη σύνδεση του ορίου ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής, αλλά και διευκολύνσεις στην εργοδοσία να απολύει ακόμα πιο εύκολα εργαζόμενους.
Η επίθεση της εργοδοσίας, με την αγαστή συνεργασία των ηγεσιών των ξεπουλημένων συνδικάτων, συνεχίζεται και με την αύξηση του ποσοστού των ατομικών συμβάσεων, καθώς και τον προσωπικό μισθό, που καθορίζεται όχι από Συλλογική Σύμβαση αλλά με συμφωνία μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενδεικτικό ότι τα τελευταία χρόνια υπερδιπλασιάστηκαν οι εργολαβικοί εργαζόμενοι στη χώρα.
Η μερική απασχόληση αλλά και ορισμένου χρόνου είναι στο 15% αλλά για τους νέους «σπάει κόκαλα». Στους νέους 15 – 19 ετών είναι 75%, στους νέους 20 – 24 είναι 45%, στις ηλικίες 25 – 34 είναι 20% και 65 – 74 είναι σχεδόν 50%! Δείχνει την εκμετάλλευση των νέων εργαζομένων που δεν έχουν σταθερή δουλειά με δικαιώματα αλλά και με χαμηλές αποδοχές, όπως επίσης και την ανάγκη των συνταξιούχων να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, μιας και οι συντάξεις έχουν καταντήσει να είναι πείνας. Φανερώνει στην πράξη την εφαρμογή της λεγόμενης «ενεργού γήρανσης» της ΕΕ. Οι δε συντάξεις κυμαίνονται περίπου καθαρά στα 1.000 ευρώ, όταν περίπου σε αυτό το ποσό είναι το όριο φτώχειας.
Υγεία: Τόσα δίνω, πόσα θες…
Τα λέει όλα για την κατάσταση στην Υγεία το γεγονός ότι ο σουηδικός λαός κατατάσσει, για το 2019, το ζήτημα της Υγείας και της περίθαλψης ως το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει με μεγάλα ποσοστά, από 45 έως και 70%.
Επίσης, πάνω από το 50% των Κέντρων Υγείας έχουν περάσει στους επιχειρηματικούς ομίλους. Στη Στοκχόλμη είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα, αφού τα 2/3 των Κέντρων Υγείας είναι σε επιχειρηματικούς ομίλους. Επίσης, το 25% των γηροκομείων είναι σε ιδιωτικά χέρια. Οι ασθενείς δεν είναι ασθενείς αλλά πελάτες μιας και πληρώνουν τα έξοδα είτε μέσω των φόρων είτε στην επίσκεψη στο Κέντρο Υγείας ή στο νοσοκομείο. Οι αναμονές για εξετάσεις και η επίσκεψη σε ειδικευμένο γιατρό μπορεί να ξεπεράσουν τους 2 – 3 μήνες, ενώ κάθε επίσκεψη στο Κέντρο Υγείας κοστίζει 20 ευρώ (200 κορόνες – η Σουηδία έχει εθνικό νόμισμα), εκτός από τους νέους, στις περισσότερες πόλεις, μέχρι 20 χρόνων. Η επίσκεψη μάλιστα σε εξειδικευμένο γιατρό ανεβαίνει στα 35 ευρώ. Η αγοραία αντίληψη στην Υγεία φανερώνεται και από τον όρο ότι αν κατά τη διάρκεια ενός χρόνου έχει κάνει ένας ασθενής επισκέψεις που αντιστοιχούν στο ποσό των 120 ευρώ, τότε μετά είναι δωρεάν τον υπόλοιπο χρόνο… Τα φάρμακα επίσης κοστίζουν ακριβά μιας και υπάρχει το αντίστοιχο με την επίσκεψη σε γιατρό αλλά το όριο για να υπάρχει συμμετοχή του κράτους αρχίζει μετά τα 230 ευρώ τον χρόνο που καταβάλλει ο ασθενής και το κράτος καλύπτει το 90% πάνω από το όριο των 400 ευρώ το χρόνο.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν εσωτερικές εντολές κύρια από τους επιχειρηματικούς ομίλους Υγείας αλλά και τα τελευταία χρόνια από τους δημόσιους, να εντατικοποιούν τη δουλειά των γιατρών με το να χρονομετρούν την επίσκεψη, μιας και η κάθε επίσκεψη επιχορηγείται από το Δημόσιο. Ετσι, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η επίσκεψη γιατρού να διαρκεί 6 – 7 λεπτά, έτσι ώστε να χωρέσουν περισσότεροι ασθενείς στο πρόγραμμα. Το υπουργείο Υγείας αλλά και οι περιφέρειες που είναι υπεύθυνες για το σύστημα Υγείας μειώνουν κάθε χρόνο τον προϋπολογισμό για την Υγεία και οικονομικοί σύμβουλοι βοηθούν τα Κέντρα Υγείας ή τα νοσοκομεία να περικόψουν τις δαπάνες, κύρια από το προσωπικό ή τους ασθενείς, με κυρίαρχα τη μείωση των δαπανών στα φάρμακα, τις εξετάσεις και τις εγχειρήσεις, όπως επίσης τη μικρότερη παραμονή των ασθενών στα νοσοκομεία.
Παιδεία εμπόρευμα – πεσκέσι στους ομίλους
Στην Παιδεία μειώνονται τα κονδύλια κάθε χρόνο στα δημόσια σχολεία, με αύξηση των μαθητών. Πάνω από το 13% των μαθητών (σύμφωνα με το υπουργείο Παιδείας) από το Γυμνάσιο δεν μπορούν να συνεχίσουν στο Λύκειο λόγω των ταξικών φραγμών. Ταυτόχρονα, ενισχύονται τα σχολεία που είναι σε ιδιωτικά χέρια από τον κρατικό προϋπολογισμό με το λεγόμενο επίδομα ανά μαθητή, που ξεκίνησε να ισχύει το 1992. Το επίδομα αυτό είναι για το 2019 μεταξύ 15.000 και 25.000 ευρώ ανά χρόνο και μαθητή. Πέρα από αυτό το επίδομα μοιράζονται απλόχερα κι άλλα εκατομμύρια κορόνες στα ιδιωτικά σχολεία, σαν ειδικές επιχορηγήσεις για ειδικούς σκοπούς. Εκατομμύρια ευρώ έτσι καρπώνονται τα ιδιωτικά μονοπώλια στην Εκπαίδευση. Ετσι, τα ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν και αυξάνουν τα κέρδη τους με τα χρήματα των εργαζομένων στη Σουηδία, ενώ τα δημόσια σχολεία, λειτουργώντας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, στην πλειονότητά τους φυτοζωούν, μιας και πρέπει να καλύψουν όλες τις ανάγκες των μαθητών (ενισχυτική διδασκαλία, διδασκαλία μητρικής γλώσσας, ψυχολόγους, γυμναστική κ.λπ.), κάτι που δεν είναι υποχρεωτικά για τα ιδιωτικά. Επίσης, οι περικοπές στους εκπαιδευτικούς στα ιδιωτικά σχολεία αυξάνουν ακόμα περισσότερα τα κέρδη τους.
Σε πέντε επιχειρηματικούς ομίλους ανήκουν η συντριπτική πλειοψηφία των ιδιωτικών σχολείων. Αυτοί οι πέντε όμιλοι είχαν κέρδη το 2018 πάνω από 60 εκατομμύρια ευρώ. Προγραμματίζεται η ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων με σκοπό να υπάρχουν περισσότερα εμπόδια στα παιδιά της εργατικής οικογένειας, να υπάρχει ακόμα καλύτερο φιλτράρισμα του επιστημονικού δυναμικού από τις επιχειρήσεις που έχουν εισβάλει εδώ και πολλά χρόνια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ο δρόμος άλλωστε άνοιξε το 2010 με την επιβολή δυσθεώρητων διδάκτρων της τάξης των 13.000 ευρώ κατά μέσο όρο το χρόνο για όλα τα πανεπιστήμια της Σουηδίας σε φοιτητές που προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ. Σε κάποια προγράμματα μπορεί να φτάσουν και τις 27.000 ευρώ το χρόνο.
Στέγη: Ούτε μπορείς να τη βρεις ούτε να την πληρώσεις
Το κόστος ζωής επίσης έχει ανέβει δραματικά με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να αντιμετωπίζουν δυσκολίες επιβίωσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχει τεράστιο πρόβλημα στέγης στις μεγάλες πόλεις. Το στεγαστικό πρόγραμμα είναι στα χέρια των κατασκευαστικών εταιρειών και τα νοίκια έχουν απελευθερωθεί και φτάσει σε τέτοια επίπεδα που μια μέση οικογένεια δεν μπορεί να τα πληρώσει. Για παράδειγμα, ενώ το νοίκι σε ένα διαμέρισμα δεν κόστιζε πάνω από το 30% του μισθού του εργαζόμενου στο τέλος της δεκαετίας του ’90, σήμερα, το 2019, κοστίζει μεταξύ του 50 και 100% του μισθού. Το κράτος, οι Περιφέρειες και οι δήμοι, όλη η κρατική διοίκηση δηλαδή, αποφάσισαν πριν από μερικά χρόνια ότι το στεγαστικό είναι ζήτημα αποκλειστικά των κατασκευαστικών εταιρειών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κατασκευαστικές εταιρείες χτίζουν αποκλειστικά με γνώμονα το κέρδος, χτίζουν κατά βάση πολυτελείς κατοικίες για υψηλά βαλάντια, νοικιάζουν πολύ λίγες κατοικίες και σχεδόν όλες τις πουλάνε. Ετσι, αυτοί που μπορούν να αγοράσουν, για παράδειγμα, ένα τριάρι που στοιχίζει από 400 έως 500 χιλιάδες ευρώ δεν είναι σίγουρα η εργατική τάξη. Για κάποιες λίγες κατοικίες που ενοικιάζονται χρειάζεται να έχει ένας εργαζόμενος πολύ υψηλό μισθό για να το κάνει. Ενα καινούριο τριάρι για ενοικίαση, για παράδειγμα, κοστίζει το μήνα από 1.500 ευρώ και πάνω, όταν ο μέσος μισθός είναι γύρω στα 1.800 ευρώ καθαρά.
Βάθεμα των πολεμικών προετοιμασιών
Παράλληλα με τα παραπάνω κινούνται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, που απαιτούν την ακόμα πιο ενεργή ανάμειξη της χώρας – η οποία μάλιστα έχει και αναπτυγμένη μεγάλη πολεμική βιομηχανία – στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις για την εξασφάλιση μεγαλύτερου μεριδίου από τις μοιρασιές της λείας. Γι’ αυτό και απαιτεί εδώ και τώρα την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η αστική τάξη της χώρας διαβλέπει ότι έχει περισσότερα κέρδη να λαμβάνει εντός ΝΑΤΟ και ΕΕ, γι’ αυτό κι εγκαταλείπει τα συνθήματα περί «ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής» που σηματοδοτούσαν παλιότερα διαφορετικές προτεραιότητές της σε διακρατικές συμμαχίες, πάλι με κριτήριο τα συμφέροντά της.
Η αστική τάξη της Σουηδίας γι’ αυτό αυξάνει τις στρατιωτικές δαπάνες και από το ποσό των 53,5 δισ. κορονών στον προϋπολογισμό του 2018 αυξάνονται τουλάχιστον σε 5 δισ. κορόνες κάθε χρόνο και το 2022 θα είναι 72 δισ. κορόνες. Η Σουηδία αποφάσισε επίσης να στείλει στρατεύματα στο μεγαλύτερο νησί της, το Γκότλαντ, στη Βαλτική Θάλασσα, για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια. Εκεί εντάσσεται η απόφαση της σουηδικής κυβέρνησης, με τη συμφωνία όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, για την επαναφορά της στρατιωτικής θητείας, που είχε καταργηθεί πριν από 10 χρόνια. Ετσι παρατηρείται τα τελευταία χρόνια η ολοένα κι αυξανόμενη συμμετοχή του σουηδικού στρατού σε ασκήσεις και σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, με ιδιαίτερη έμφαση στην περικύκλωση της Ρωσίας, η οποία δραστηριοποιείται έντονα στην ευρύτερη περιοχή για τα δικά της συμφέροντα.
Στο πλαίσιο δε της τρομοκράτησης του σουηδικού λαού συμπεριλαμβάνεται και η πρόσφατη αποστολή φυλλαδίων σε κάθε νοικοκυριό με οδηγίες για το τι πρέπει να κάνει σε περίπτωση πολέμου, εννοώντας περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας. H αστική τάξη της Σουηδίας αρχίζει να προετοιμάζεται για το ενδεχόμενο πολέμου (έχοντας υπόψη και την όξυνση των ανταγωνισμών στις Βαλτικές χώρες, στην Αρκτική με τους πάγους που λιώνουν, με αποτέλεσμα την ευκολότερη μεταφορά εμπορευμάτων και την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου) και με τη νομοθέτηση για την υποχρεωτική στράτευση (που θα ολοκληρωθεί πλήρως στα επόμενα 4 χρόνια).
Μεγάλες ελλείψεις σε ζωτικής σημασίας υπηρεσίες
Την ίδια στιγμή, οι περσινές καλοκαιρινές μεγάλες πολυήμερες πυρκαγιές στη Σουηδία αποκάλυψαν σε όλες τις διαστάσεις την εμπορευματοποίηση της γης καθώς το 35% των δασικών εκτάσεων της χώρας ανήκει σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και το 70% βρίσκεται σε ιδιωτικά χέρια. Ταυτόχρονα, τεράστιες είναι οι ελλείψεις σε υποδομές και προσωπικό πυροπροστασίας με μειώσεις προσωπικού, αγορά λιγότερων οχημάτων και σοβαρά προβλήματα στη συντήρηση των πυροσβεστικών κρουνών και οχημάτων. Το ίδιο ισχύει και για τα αεροπορικά μέσα που δεν διαθέτει καν η Πυροσβεστική αλλά μόνο ο στρατός κι αυτά σε μικρό αριθμό. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση διαθέτει περισσότερα κονδύλια για τη χρηματοδότηση της συμμετοχής στους επικίνδυνους αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς, όπως στο στρατό κατοχής στο Αφγανιστάν.
Η αύξηση της εγκληματικότητας επιχειρείται να αξιοποιηθεί και να αποδοθεί αποκλειστικά στους μετανάστες 2ης και 3ης γενιάς, ενισχύοντας αντιδραστικές ρατσιστικές απόψεις, χρησιμοποιώντας αυτήν την κατάσταση για την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Τα προβλήματα στα μεταναστευτικά γκέτο είναι σοβαρά, όμως στοχευμένα αποκρύπτεται η δράση κυκλωμάτων που διαπλέκονται με επιχειρηματικά συμφέροντα κι εκμεταλλεύονται τους μετανάστες. Η αστική τάξη της Σουηδίας, διαθέτοντας ισχυρή βιομηχανική βάση για πολλές δεκαετίες, έχοντας την ανάγκη φτηνού εργατικού δυναμικού, καλλιεργούσε ένα «φιλομεταναστευτικό» προφίλ προσελκύοντας μετανάστες από διάφορες χώρες (και αρκετούς Ελληνες) σε διάφορα γκέτο, όπου με τον καιρό αναπτύχθηκαν μια σειρά από κοινωνικά προβλήματα. Οι μετανάστες από πολλές χώρες έρχονταν και έρχονται στον «παράδεισο του σουηδικού μοντέλου», όπως το παρουσίαζαν, για να εισπράξουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι οι Σουηδοί εργαζόμενοι, είτε είναι εργασιακή ανασφάλεια είτε έλλειψη στέγης κι άλλα.
Στο έδαφος αυτό, η φθορά του δικομματισμού ανάμεσα σε Σοσιαλδημοκράτες και Κόμμα των Μετριοπαθών αξιοποιείται προς όφελος ακροδεξιών ξενοφοβικών κομμάτων, όπως οι «Σουηδοί Δημοκράτες» και η «Εναλλακτική για τη Σουηδία». Μπροστά στις ευρωεκλογές και με όλα αυτά τα ζητήματα να οξύνονται κατεβαίνει για πρώτη φορά σε ευρωεκλογές και το Σουηδικό ΚΚ (SKP). Ο στόχος είναι να παρέμβει στο λαό με τις θέσεις του ενάντια στην ΕΕ, προβάλλοντας την πραγματική διέξοδο για το λαό, να περάσουν τα κλειδιά της οικονομίας και της εξουσίας στην εργατική τάξη, για την έξοδο από την ΕΕ. Το Σουηδικό ΚΚ, που συμμετέχει στην Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία, αντιπαλεύει μεγάλες δυσκολίες και δίνει τη μάχη των ευρωεκλογών.
Γιάννης ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ – KO Σκανδιναβίας
Πηγή: rizospastis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου