Το πελατειακό κράτος, τα σοβαρά οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, η σχέση διαφθοράς του πολίτη με την πολιτική, αλλά και η απουσία οργανωμένων κοινωνικών δομών ικανών να ανασχέσουν την ανθρωπιστική κρίση, κατέδειξαν την εικονική ευμάρεια που ήθελε να παρουσιάζει η κοινωνία.
Οταν κανείς παρακολουθεί τα σχόλια που γράφουν αναγνώστες κάτω από διαδικτυακά κείμενα γνώμης, διαπιστώνει δύο πράγματα: πρώτον, τις περισσότερες φορές ο κόσμος δεν συζητάει για την πολιτική με επιχειρήματα, ούτε έχουν λογική πολλά από όσα γράφονται· δεύτερον, νομίζεις πως ζεις σε μια χώρα με εμφύλιο.
Στη συνέχεια, παρακολουθώντας κάποιος μια γνωστή εκπομπή της τηλεόρασης, στην οποία ένας δημοσιογράφος πηγαίνει στη λαϊκή, βρίσκει περαστικούς και τους ρωτάει ποια πιστεύουν ότι είναι η πολιτική κατάσταση στη χώρα, αν οι πολιτικοί μας είναι κατάλληλοι, ποια είναι η προσωπική τους άποψη για το τι μπορεί να αλλάξει στην καθημερινότητά τους και άλλα σχετικά, εκπλήσσεται από τις απαντήσεις που δίνει ο κόσμος. Αυτές οι περιπτώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ελληνας δεν έχει πολιτική παιδεία, είναι πολιτικά και κοινωνικά αναλφάβητος.
Τι είναι όμως η πολιτική παιδεία; Είναι η ικανότητα του πολίτη να έχει ορθή κρίση για την πολιτική ζωή της χώρας του και γενικότερα να αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της πολιτικής σε καθολικό επίπεδο.
Η πολιτική συνδέεται με άμεσο τρόπο με τη λειτουργία της κοινωνίας. Στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 4ο αι. π.Χ. δημιουργήθηκε και λειτούργησε ένα κίνημα, το κίνημα της σοφιστικής, το οποίο πολύ αργότερα ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ στις «Παραδόσεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας» εγκαινίασε ως ορολογία, εισήγαγε τον όρο Διαφωτισμός για την εποχή αυτή, ενώ ο ιστορικός της Φιλοσοφίας W. Windelband καθιέρωσε τον όρο ελληνικός Διαφωτισμός το 1891 και τον αντιστοίχισε στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό του 18ου αιώνα.
Αυτό που γινόταν σε αυτό το κίνημα ήταν οι πολίτες να διδάσκονται από δασκάλους-σοφιστές τη λειτουργία της πολιτικής. Ο σκοπός αυτής της διδασκαλίας ήταν οι πολίτες να έχουν αντίληψη της πολιτικής πραγματικότητας, του τρόπου λειτουργίας της πολιτικής, να κρίνουν σωστά το συμφέρον της πόλης τους και να μπορούν να διαλέγονται σε ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής φύσης. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα μπορούσαν να πέσουν θύματα πολιτικής εξαπάτησης ή χειραγώγησης, καθώς θα ήταν ενεργοί πολίτες σε ζητήματα της καθημερινότητάς τους και η πολιτική ήταν ένα καθημερινό ζήτημα.
Το παράδειγμα της Αθήνας
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην αρχαία Αθήνα κατά βάση, αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας οι πολίτες ήταν αυτοί που οργάνωναν και αποτελούσαν τα δικαστήρια. Η τριβή των ανθρώπων με την καθημερινή ζωή της πόλης ήταν διαρκής και με τον τρόπο αυτόν τα δημόσια ζητήματα βρίσκονταν πάντα ψηλά στο ενδιαφέρον των πολιτών.
Είναι λογικό λοιπόν και επόμενο η διδασκαλία της πολιτικής ως ζήτημα διαχείρισης της σχέσης του πολίτη με την πόλη του να έχει μεγάλη σημασία, τόσο μεγάλη μάλιστα που να φιλοδοξεί να διαμορφώσει μια νέα πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, όπου οι πολίτες θα έχουν αυτοδιάθεση και δεν θα θεωρούν πως η τύχη τους εξαρτάται από τη θεία βούληση και την κληρονομική βασιλεία. Με αυτόν τον τρόπο έγινε μια προσπάθεια, πετυχημένη σε μεγάλο βαθμό, αφύπνισης του κόσμου προκειμένου να πάρει την τύχη του στα χέρια του.
Είναι γεγονός ότι η Αθήνα έβγαινε από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ο οποίος της είχε στερήσει υλικά αγαθά και έμψυχο δυναμικό. Ηταν πλέον η ώρα ο πολίτης να ασχοληθεί με τα κοινά, να στηρίξει τους κοινωνικούς θεσμούς και να λάβει μέρος στην πνευματική πρωτοπορία που έφερνε το κίνημα των σοφιστών.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι πρόθεση των σοφιστών ήταν, μέσω της παιδείας και της μετάδοσης γνώσεων, να εκπαιδεύσουν τους πολίτες σε ένα διαφορετικό μοντέλο πολιτικής και κοινωνικής λειτουργίας από αυτό που λειτουργούσε έως εκείνα τα χρόνια. Από τη διδασκαλία τους προέκυπτε μια βασική αντίθεση στον θεσμό της ολιγαρχίας και σε κάθε τι μη δημοκρατικό ή που να αποκλείει τη συμμετοχή του πολίτη.
Ενας από τους αντίπαλους αυτού του κινήματος ήταν ο Πλάτωνας, ο οποίος μέσω των έργων του και κυρίως μέσω του λόγου του Σωκράτη, άσκησε έντονη κριτική στη λειτουργία των σοφιστών με πρόσχημα το ότι λάμβαναν αμοιβή για τη διδασκαλία τους, γεγονός που δείχνει πως τους ενδιέφερε ο πλουτισμός. Ωστόσο μια βαθύτερη ματιά στις κατηγορίες, καθώς και η γνώση του πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκε ο Πλάτωνας, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως η ριζοσπαστικότητα της διδασκαλίας τους και η προσκόλλησή τους στους δημοκρατικούς θεσμούς ήταν το σημείο τριβής.
Η κεκαλυμμένη κριτική στο έργο των σοφιστών φανέρωνε μια ανησυχία για την απώλεια των κεκτημένων της άρχουσας τάξης και για την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του κοινωνικού συνόλου. Η έρευνα δεν έχει απαντήσει πειστικά μέχρι σήμερα και παραμένει πάντα επίκαιρο ερώτημα, ίσως λόγω έλλειψης πηγών, ο λόγος για τον οποίο το έργο του Πλάτωνα έχει διασωθεί στο ακέραιο, ενώ από τους σοφιστές διαθέτουμε ελάχιστες πηγές, παρότι οι ίδιοι είχαν φροντίσει να καταγράψουν μέρος της διδασκαλίας τους.
Η περίοδος του ραγιά
Ολα αυτά έγιναν πριν από αιώνες. Αργότερα ακολούθησε η οθωμανική κυριαρχία. Για πολλούς αιώνες δεν υπήρχε διαμορφωμένη πολιτική και κοινωνική συνείδηση. Οι πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν ως ταξική συνείδηση αυτήν του υπόδουλου, του ραγιά. Είχε παγιωθεί ένα κλίμα φόβου προς την εξουσία, το οποίο ήταν δύσκολο να ανατραπεί.
Για αυτόν τον λόγο η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε ως ιδέα και εγχείρημα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στα κέντρα όπου ζούσαν φιλέλληνες διανοούμενοι. Στη συνέχεια πολλοί αγωνιστές που διέθεταν αρματολίκια και δεν είχαν σχέση συναλλαγής με την οθωμανική διοίκηση, ούτε με τους προύχοντες και τους κοτζαμπάσηδες, δημιούργησαν μικρές επαναστατικές ομάδες και ουσιαστικά μόνοι τους κινήθηκαν εναντίον των Τούρκων.
Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού φοβόταν και δίσταζε να ενταχθεί στα διάφορα επαναστατικά μέτωπα κι αυτό γιατί είχε εδραιωθεί η πεποίθηση πως η καθεστηκυία τάξη δεν μπορεί να αλλάξει. Ετσι τα πρώτα βήματα ήταν δειλά και μόνο αργότερα, με τη συγκρότηση του πρώτου ελληνικού κράτους, ο κόσμος άρχισε να αναθαρρεύει.
Τις επόμενες δεκαετίες το βασικό αίτημα των πολιτών προς τις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν ήταν ελευθερία και χειραφέτηση από ξένα κέντρα εξουσίας. Τα κινήματα και οι κοινωνικοί αγώνες που έλαβαν χώρα είχαν μεγάλη συμμετοχή. Ωστόσο η Ιστορία έδειξε ότι οι πολιτικές ζυμώσεις δεν ανταποκρίνονταν σε μεγάλο ποσοστό στις κοινωνικές ζυμώσεις. Η πολιτική που ασκήθηκε είχε ως επί το πλείστον τα ερείσματά της στην άρχουσα τάξη και στα ευκατάστατα στρώματα.
Από τη στιγμή που τελείωσε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1918) μέχρι και τη δικτατορία του Μεταξά (1936) την πολιτική διοίκηση αναλαμβάνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα στρατιωτικοί υπό τη μορφή πραξικοπήματος. Ετσι η Ελλάδα αποτυγχάνει για πολλά χρόνια να αποκτήσει δημοκρατικό πολιτικό πολιτισμό. Αυτό θα γίνει πράξη πολλά χρόνια αργότερα, καθώς θα πρέπει να φτάσουμε στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, από το 1975 και εξής, για να δούμε ένα δημοκρατικό τρόπο λειτουργίας των θεσμών και το αίσθημα ότι ο τόπος αποκτά δημοκρατική κουλτούρα.
Αν κοιτάξουμε την πορεία του ελληνικού κράτους από τη σύστασή του μέχρι τη μεταπολίτευση, μπορούμε να αντιληφθούμε ένα πράγμα· την αποτυχία να δημιουργηθεί πολιτικό φρόνιμα στον λαό και να αποκτήσει πολιτική σκέψη. Αυτό δικαιολογείται από τα αλλεπάλληλα χρόνια πολεμικών συγκρούσεων, τη δύσκολη οικονομική κατάσταση του κράτους και τη συντηρητική πολιτική που άσκησαν όλες οι εξουσίες.
Επιπλέον χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, μέχρι να δημιουργηθεί αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως ελληνικό κράτος στην πλήρη έκτασή του. Ετσι άργησε να διαμορφωθεί ενιαία εθνική συνείδηση, ενώ παράλληλα η πολιτική σταθερότητα που ήταν ζητούμενο πολλών δεκαετιών, ήρθε αρκετά αργά.
Η μεταπολίτευση
Από τη μεταπολίτευση και εξής διαμορφώνεται το κράτος στη σημερινή του μορφή. Ωστόσο τα χρόνια αυτής της περιόδου, συγκρινόμενα με τα χρόνια της πολιτικής ανωμαλίας που έζησε ο Ελληνας πολίτης όλο το προηγούμενο διάστημα, είναι πολύ λίγα για να είναι ικανά να υπερβούν την προηγούμενη εμπειρία και να διαμορφώσουν ένα νέο τρόπο σκέψης.
Επιπλέον είναι γεγονός πως όσοι άσκησαν πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες σκοπίμως δεν φρόντισαν να διαμορφώσουν, μέσω της εκπαίδευσης, πολίτες συνειδητοποιημένους, παρά κράτησαν τον κόσμο σε χαμηλό επίπεδο μόρφωσης. Παράλληλα ένα στοιχείο που χαρακτήρισε την ιδιοσυγκρασία του Ελληνα αυτά τα χρόνια ήταν ο ατομικισμός, δηλαδή το προσωπικό βόλεμα μέσω πελατειακής σχέσης.
Αυτή η πρακτική όμως δεν παρήγαγε όφελος ούτε στον τρόπο λειτουργίας της πολιτικής, αλλά κυρίως στη λειτουργία της κοινωνίας, καθώς γιγαντώθηκε η διαπλοκή μεταξύ πολιτευτή και συμφερόντων.
Είναι γεγονός πως δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της σύγχρονης Ελλάδας, ούτε μόνο της Ελλάδας, το κοινωνικό μοντέλο της προσωπικής εξυπηρέτησης που αναπτύχθηκε, χωρίς την αίσθηση του ανήκειν σε κάτι ευρύτερο. Το ότι για δεκαετίες δεν ρυθμίστηκε, ούτε εφαρμόστηκε ένας συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας της κοινωνίας με αξιοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, διαφάνεια, έμφαση στον ανθρωπισμό, ισότητα για όλους και λογοδοσία όσων βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, δημιούργησε προηγούμενο ώστε οι πολίτες να μη διαμορφώσουν πολιτική συνείδηση.
Η ελληνική κοινωνία, όχι στο σύνολό της αλλά σε μεγάλο βαθμό, άφησε σε δεύτερη μοίρα τον πολιτισμό και την Ιστορία και έδωσε βάση στο lifestyle και στην επίδειξη. Ετσι χάσαμε σημαντικό έδαφος όσον αφορά την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική μας ανάπτυξη. Διαμορφώσαμε λάθος πρότυπα, βασισμένοι σε λάθος κοινωνικά μοντέλα.
Φτάνοντας στα χρόνια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και της συνολικής απαξίωσης του πολιτικού κόσμου φάνηκε, απογυμνωμένος, ο στρεβλός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας. Το πελατειακό κράτος, τα σοβαρά οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα, η σχέση διαφθοράς του πολίτη με την πολιτική, αλλά και η απουσία οργανωμένων κοινωνικών δομών ικανών να ανασχέσουν την ανθρωπιστική κρίση, κατέδειξαν την εικονική ευμάρεια που ήθελε να παρουσιάζει η κοινωνία.
Το κοινωνικό μοντέλο που φαίνεται πως λειτούργησε ήταν ο νεοπλουτισμός, χωρίς όμως να συνοδεύεται από ηθική και κανόνες. Για αυτό, τώρα που χάθηκαν οι όποιες βεβαιότητες και με την κοινωνία να παραμένει ηθικά απαίδευτη, βλέπουμε τις εξάρσεις βίας, τον διχαστικό λόγο, την άνοδο της Ακροδεξιάς και την κοινωνική διάσπαση.
Τέλος, ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει σε απόλυτο βαθμό τον σύγχρονο Ελληνα είναι η αποποίηση της ευθύνης για οποιοδήποτε πράγμα. Αυτός που φταίει είναι πάντα κάποιος άλλος, κάποιος τρίτος. Ο Ελληνας δεν έμαθε ή έχει ξεχάσει (αν ποτέ το έκανε) να αναλαμβάνει την ευθύνη για κάτι. Πάντα (του) φταίνε οι άλλοι, ποτέ ο ίδιος.
Αυτή η πλήρως εγωκεντρική συμπεριφορά συνδυάζει τον ατομικισμό που αναφέρθηκε πιο πάνω και την έλλειψη της αίσθησης να ανήκεις σε μια οργανωμένη κοινωνία. Αυτό διαχρονικά διδάσκεται από την πολιτική ως η τέχνη να πετάς το μπαλάκι της ευθύνης στον απέναντι. Πώς θα αλλάξει ο πολίτης συμπεριφορά, αν δεν αλλάξουν πρώτα αυτοί που τον εκπροσωπούν και αν δεν δοκιμάσει η κοινωνία μια διαφορετική κουλτούρα;
Ενδεχομένως να μην είναι αργά για μια κοινωνία πολιτών να αλλάξει. Το ζητούμενο είναι οι πολίτες να εκπαιδευτούν ώστε να λειτουργούν ως μέρος ενός συνόλου, χωρίς την ευημερία του οποίου τίποτε δεν ευημερεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου