Δυστυχώς, η άνοδος της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς αποτελεί γεγονός. Αν κρίνουμε από τις εκλογικές αναμετρήσεις και τις δημοσκοπήσεις σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, θα καταλήξουμε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι η Ακροδεξιά προελαύνει απειλητική και ακάθεκτη μέσα σε μια ατμόσφαιρα απογοήτευσης, αμηχανίας, παραίτησης και τυφλής οργής, με την ευθύνη να βαρύνει την απάτριδα ελίτ της παγκοσμιοποίησης.
Ας πούμε ότι η διάγνωση ευσταθεί. Εδώ όμως προκύπτει ένα ερώτημα το οποίο δεν τίθεται, επειδή το εξαλείφει η αυτόματη και λανθασμένη τάση να θεωρούμε πως ο κύριος ένοχος είναι και ο μοναδικός. Κοντολογίς, όταν βρούμε κάποιον που φταίει, σταματάμε να ψάχνουμε. Αν όμως ανατρέξουμε σε κάποιες ανάλογες περιπτώσεις, προσωπικού χαρακτήρα και σαφέστατα πιο απλές, όπως π.χ. μια συνήθη διένεξη, τις περισσότερες φορές θα παραδεχθούμε μερικά μικρότερα δικά μας λάθη, που σίγουρα δεν απαλλάσσουν τον ένοχο, αλλά μας δίνουν μια πιο σύνθετη και ακριβέστερη εικόνα.
Τελευταία, έχω διαβάσει διάφορες αναλύσεις για τη επέλαση της Ακροδεξιάς, που ορθά επισημαίνουν μεν την ευθύνη της ελίτ, αλλά κρίνουν ή υπαινίσσονται πως ο «λαός», γενικά και αόριστα, είναι το αθώο θύμα. Πράγμα περίεργο, αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για χώρες με δημοκρατικό πολίτευμα, όπου ισχύει η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Με άλλα λόγια, ο λαός, ο οποίος επιλέγει ελεύθερα το ποιος θα κυβερνήσει, δεν ευθύνεται για τα λάθη των εκλεκτών του. 'Η, για να έρθουμε στο Brexit, δεκαεφτά και πάνω εκατομμύρια Βρετανοί που πίστεψαν τα πελώρια ψέματα της θατσερικής πτέρυγας των Τόριδων, που είτε διαπνέονται από ενστικτώδη και ωμή ξενοφοβία είτε ονειρεύονται τα παλιά μεγαλεία της αυτοκρατορίας και αποκαλούν προδότες όσους πιστεύουν στη συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών, όλοι αυτοί που ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης θα πρέπει να θεωρηθούν μέλη της ελίτ ή τα πλανημένα θύματά της.
Ο λαός, ως πηγή της εξουσίας και ταυτόχρονα θύμα της, είναι μια έννοια περίπλοκη. Λυπάμαι, αλλά δεν έχω τον χώρο για να επιχειρήσω την ανάλυσή της. Θα σταθώ λοιπόν σε τρία σημεία μόνο για τον ρόλο που του αποδίδεται. Το πρώτο έχει να κάνει με την τάση να θεωρούμε σωστό και φυσιολογικό ό,τι επαναλαμβάνεται χωρίς αντίλογο.
Και σε μια δημοκρατία όλοι ισχυρίζονται ότι ο λαός, δηλαδή ο πελάτης, έχει πάντα δίκιο. Ποιος πολιτικός θα τολμήσει να τον επικρίνει; Το δεύτερο, που κάποτε είχε απήχηση αλλά σήμερα παραπέμπει στον κατά ΚΚΕ μαρξισμό, συνοψίζεται στην άποψη ότι ο λαός δεν μπορεί να φταίει, διότι είναι το υποκείμενο στο οποίο η λογική της ιστορίας αναθέτει τη μετάβαση στον επί γης παράδεισο.
Το τρίτο, λιγότερο εμφανές και περισσότερο ενδιαφέρον, μας γυρίζει πίσω δύο αιώνες περίπου, όταν η ανάδειξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση συνδυάστηκε με τη ρομαντική λατρεία του λαού.
Σύμφωνα με την κυρίως γερμανική αυτή εκδοχή, τα δεινά που ταλανίζουν τις νεωτερικές κοινωνίες αποδίδονται στη νόθευση και τη διαστρέβλωση μιας αρχικής και αγνής ανθρώπινης φύσης, που επιβιώνει έχοντας βρει το τελευταίο της καταφύγιο στην αυθεντική και αφτιασίδωτη λαϊκή ψυχή. Στο νου έρχεται η προκλητική αρλούμπα του Γιάννη Σκαρίμπα, «Η αγραμματοσύνη θα μας σώσει», και το γεγονός ότι την έχουν επαναλάβει κάμποσοι ταγοί της νεοελληνικής διανόησης με δικά τους λιγότερο ακραία λόγια.
Το κράμα των τριών αυτών στοιχείων δημιουργεί μια περιρρέουσα αίσθηση που μας ωθεί να καταδικάσουμε τον ακροδεξιό λαϊκισμό, ενώ ταυτόχρονα και αντιφατικά μας διαβεβαιώνει ότι ο λαός δεν φταίει σε τίποτα. Πώς γίνεται να ισχύουν και τα δύο;
Ετσι εξηγούνται και μερικές δικές μας ιδιαιτερότητες, λόγω κρίσης. Για παράδειγμα, νομίζω ότι η άποψη που συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά ήταν η ρήση του Πάγκαλου ότι «μαζί τα φάγαμε», την οποία όλοι επέλεξαν, εκ του πονηρού, να τη διαβάσουν κυριολεκτικά.
Το νόημά της, όμως, ήταν απλό και προφανέστατο: τα δανεικά που σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί αύξησαν τη ζήτηση, δηλαδή την κατανάλωση, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν –προσοχή, δεν λέω να επωφεληθούν– πάρα πολλοί, είτε το ήθελαν είτε όχι. Ενα άλλο χτυπητό παράδειγμα ήταν το τι συνέβη με το ασφαλιστικό του Γιαννίτση, πριν ακόμα αρχίσει η κρίση. Αν θυμάμαι καλά, στους δρόμους της Αθήνας δεν κατέβηκε η ελίτ αλλά ο λαός. Ο λαός που νίκησε, κάνοντας άλλο ένα μεγάλο βήμα προς τον γκρεμό.
Κλείνοντας, διευκρινίζω ότι το μέγιστο μερίδιο της ευθύνης όντως βαραίνει την ελίτ που διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι αντιδράσεις μας. Χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι δεν οφείλει και ο λαός να κάνει την αυτοκριτική του. Κάτι που δεν το συνηθίζουμε στην Ελλάδα, ιδίως όταν επίκεινται εκλογές, όπου η λογική του δικομματισμού επιβάλλει τη λογική του άσπρου - μαύρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου