Ο ομολογουμένως τρομακτικά ρεαλιστικός πίνακας του Βερεστσάγκιν αποτυπώνει ανάγλυφα –συμφωνούν και οι κόρακες άλλωστε- τη μέγιστη αξία που έχουν για την ανθρωπότητα, έννοιες όπως έθνος, ιμπεριαλισμός, οικονομικός στραγγαλισμός, ολοκληρωτικός πόλεμος, θάνατος, σήψη, λήθη.
Με λίγη μονάχα ενδελεχή παρατήρηση διακρίνουμε εύγλωττα μερικές οικείες φιγούρες. Ο πατέρας που στο όνομα της αντρικής του τιμής κακοποίησε την κόρη του βιάζοντας χωρίς έλεος την ανθρωπιά.
Ελάχιστα αιώνια «παγωμένα» βλέμματα παραδίπλα, διαπιστώνουμε με κάποια έκπληξη ότι στον ίδιο νεκρικό λοφίσκο κατοικεί και εκείνος ο «εραστής» της βίας, που εξαιτίας του παράφορου φτερωτού πάθους του δεν σταμάτησε να γρονθοκοπεί την «αγαπημένη» του, μέχρι που η γροθιά του βούλιαξε στις μωλωπισμένες σάρκες του αβοήθητου θύματός του.
Στη βάση της σηπτικής πυραμίδας τοποθετείται ο άριος Αχέροντας παλιόφιλος, που στο όνομα της ανωτερότητας της αποβλακωμένης του μωρίας, δε δίστασε να δολοφονήσει μερικά ακόμη προσφυγικά «παράσιτα» στα θαλάσσια νεκροταφεία και τις γειτονιές, βάζοντας κυριολεκτικά φωτιά στα αλλόθρησκα κεφάλια, μόνο και μόνο για προλάβει την πύρινη ομιλία του «πεφωτισμένου» εξουσιαστή του. Γεμάτο –με αίμα- πρόγραμμα.
Στην κορυφή του ηλιόλουστα αποπνικτικού οβελίσκου, συναντούμε μερικές ευμεγέθεις νεκροκεφαλές, τα οστικά αποτυπώματα των αλλοτινών οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών ελίτ δηλαδή, καθώς ακόμα και στον θάνατο η άνιση διάκριση μεταξύ των τάξεων είναι μία επιτακτική ανάγκη που ανταποκρίνεται απόλυτα στη μεταθανάτια καλένδα του μισάνθρωπου χάρου. Η ισότητα δεν έχει θέση στον παράδεισο, πόσο μάλλον στα καζάνια της επίγειας κόλασης που βιώνουμε.
Όλοι πίστευαν μετά εγωιστικής βδελυγμίας ότι θα κυριαρχούσαν για πάντα. Θριαμβολογούσαν για το μέγεθος της μανίας τους, μα στο τέλος δεν τους έμεινε τίποτα άλλο παρά η πτωμαΐνη των φιλοδοξιών τους.
Το μίσος, ο ρατσισμός, η οικονομική λαιμαργία και η έμφυλη λαίλαπα είναι θρύψαλα στον άνεμο, η τροφική δηλητηρίαση των ανυποψίαστων κορακιών που και αυτά δεν καταδέχονται παρά μερικά τσιμπήματα, από την αηδία που νιώθουν ενστικτωδώς για τα «περήφανα», μα ξεχασμένα από καιρό, φαντάσματα ενός τραγικού παρελθόντος.
Ο πίνακας σηματοδοτεί το αποκρουστικό μέλλον που αναπόφευκτα θα διαδεχτεί το αιματοβαμμένο παρόν, σε μία αέναη αλληλοδιαδοχή ονείρων, παθών και εγκλημάτων που ζωγραφίζουν τον καμβά της ιστορίας με το άλικο χρώμα του εφιάλτη.
Ο θάνατος είναι μία κοινότοπη ανθρώπινη κατάληξη, από την οποία δεν υπάρχει διαφυγή, φέρεται να περιγράφει με μία σκωπτική διάθεση ο καλλιτέχνης. Δίκαιοι και άδικοι είναι καταδικασμένοι -ή ευλογημένοι- να ζήσουν πεθαίνοντας και αυτή είναι ίσως η μοναδική αλήθεια.
Στο τέλος, αυτό που μας διαφοροποιεί είναι ο τρόπος με τον οποίο αγωνιστήκαμε για να αλλάξουμε τα βάσανα που μας δολοφονούν αργά και βασανιστικά.
Στο τέλος, το μόνο που μετράει, έστω και στο επίπεδο του εύθραυστου φαντασιακού μας, είναι το αν θα στοιβαχτούμε στην ατέρμονη βουνίσια λήθη ως άλλες μολυσματικές καταραμένες μάστιγες ή θα περάσουμε στη μνήμη των αγαπημένων μας ως κάποιοι που ονειρεύτηκαν να αλλάξουν όχι μόνο τη ζωή, αλλά και τον θάνατο, δίνοντας με τις πράξεις τους την καταλληλότερη απάντηση στις πανανθρώπινες υπαρξιακές ανησυχίες.
Η πεμπτουσία της ζωής ενδημεί άλλωστε στην ουμανιστική καλοσύνη. Στην αλληλεγγύη. Η «αθανασία» είναι όμως το προνόμιο της καθημερινής επανάστασης που δεν ορρωδεί ούτε καν μπροστά στο τέλος της επίγειας περιπέτειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου