Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Η ημέρα μιας γυναίκας

Περνάει μέσα από ναρκοπέδια κουβαλώντας στην πλάτη της ψωμιά για να τα πουλήσει, «λαθραία», στην άλλη μεριά του βουνού. Τη λένε Αμινέ και είναι Κούρδισσα. Σύνορα Ιράν - Ιράκ, 2018. Είναι μια γυναίκα που δεν ξέρει ότι στη Δύση τής έχουν αφιερώσει ολόκληρη μέρα…
Παραφράζοντας, με πλήρη σεβασμό, ένα χιλιο…φωναγμένο σύνθημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «Η 8η Μαρτίου δεν ήτανε γιορτή / ήτανε εξέγερση και πάλη λαϊκή», πάλη γυναικεία για την ακρίβεια. Στις 8 Μαρτίου 1857, οι εργάτριες στα υφαντουργεία και στα ραφτάδικα της Νέας Υόρκης ξεκινούν απεργία και διαδηλώσεις, ζητώντας ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και μείωση των ωρών εργασίας (από 16 σε 10 ώρες την ημέρα!).
Με αφορμή, λοιπόν, αυτή την επέτειο, παραθέτουμε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην περσική εφημερίδα «Σαργ» [Ανατολή] και το έχει γράψει η Κούρδισσα ρεπόρτερ Σαμιρά Χοσεϊνί:
«Λαθρέμποροι» ψωμιού
Κάτω από το ανδρικό κουρδικό σαλβάρι, η Αμινέ, Κούρδισσα του Ιράν, κρύβει όπως μπορεί το φόρεμά της – μπλε με κάτι λουλουδάκια πορτοκαλί. Η πλάτη της γέρνει από το βάρος του μπόγου που κουβαλάει: 400 ψωμιά είναι το «παράνομο» φορτίο της. Τραβάει μπροστά το τσεμπέρι της, έτσι ώστε να μη φαίνονται καθόλου τα μαλλιά της. Είναι έτοιμη να πάρει τον δρόμο για το Τελβιλέ, ένα χωριό του Ιράκ.
Στο δικό της το χωριό, το Ντεζαβάρ, δεν έχει χαράξει ακόμα και περνούν λίγες στιγμές μέχρι τα μάτια της να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Ο αέρας τής περονιάζει τα κόκαλα. Ο ήχος από τα βήματα της Αμινέ και τα νυχτοπούλια φτιάχνουν μια παράταιρη ορχήστρα. Η Αμινέ έχει πατήσει τα 60. Είναι μια «κουβαλήτρα», όπως λένε τις γυναίκες που περνούν λαθραία ψωμί (και άλλα πράγματα) από τα σύνορα του Ιράν με το Ιράκ. Με τα ροζιασμένα χέρια της σφίγγει τον μπόγο στην πλάτη της και αρχίζει να περπατάει πάνω στο κακοτράχαλο μονοπάτι.
Κάποιες φορές οι συνοροφύλακες αφήνουν τις γυναίκες να περάσουν πράγματα στο Ιράκ. Άλλες όχι. Όπως τώρα. Οπότε πρέπει να περάσει από τον «δρόμο του λαθρεμπορίου», όπως τον λένε. Κάνει μια στάση για να «ζυγίσει» καλύτερα το φορτίο και συνεχίζει. Μου λέει: «Πρώτη φορά έγινα “κουβαλήτρα” στον πόλεμο με τον Ιράκ. Ήμουν 26 και μόλις είχα χάσει τον άντρα μου. Είχα τέσσερα στόματα να θρέψω και δεν έβλεπα φως από πουθενά. Μιλούσα με μια φίλη μου, τη Ζεχρά, χήρα κι αυτή, και προσπαθούσαμε να βρούμε μια λύση. Σκεφτήκαμε να γίνουμε “κουβαλήτρες” και βρήκαμε μια γυναίκα που έκανε αυτή τη δουλειά και της είπαμε να μας πάρει μαζί της να μας δείξει. Εκείνη, όμως, φοβήθηκε μήπως μας συμβεί τίποτα στο δρόμο και δε δέχτηκε. Βγαίνοντας από το σπίτι της γυναίκας, είπα στη Ζεχρά: “Δεν πειράζει. Θα τα καταφέρουμε και μόνες μας”. Τότε, το πετρέλαιο ήταν το καλύτερο για “λαθρεμπόριο”. Με όσα λεφτά είχαμε αγοράσαμε 80 λίτρα η καθεμία και το κουβαλήσαμε στο Ιράκ».
Η Αμινέ
Μου δείχνει τον δρόμο: «Εκεί έχει πολλές νάρκες. Αν θέλεις να πας στο Ιράκ, πρέπει να περάσεις από το δρόμο που έχουν ανοίξει». Δεν ήταν, όμως, πάντα ανοιχτός αυτός ο δρόμος. «Την πρώτη φορά δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Βέβαια με έχουν πιάσει αρκετές φορές. Θυμάμαι μια φορά [γελάει], με έπιασε ένας φαντάρος Ιρανός και είχα κάτι αχλάδια μαζί μου και στην απελπισία μου του είπα στα κουρδικά “Άσε με εμένα και πάρε τ’ αχλάδια”. Ακόμα το θυμάται και γελάει η Ζεχρά. Τώρα ο δρόμος έχει λιγότερες νάρκες. Παλιότερα, για να ταΐσουν τα παιδιά τους, έχασαν τη ζωή τους από τις νάρκες πολλές μανάδες και πολλοί πατεράδες».
Ακούγονται βήματα. Η Αμινέ σταματάει και αμέσως κρύβεται πίσω από έναν βράχο. Λίγο μετά, φτάνουν άνδρες που κουβαλούν στους ώμους τους πετρέλαιο. Ήσυχη πια, η Αμινέ βγαίνει από την κρυψώνα της. Συνεχίζει μαζί τους τον δρόμο της. Λίγα μέτρα πιο πέρα, δύο «κουβαλήτρες», ντυμένες ανδρικά, βοηθούν η μία την άλλη. Ο Μοχαμάτ, ένας «κουβαλητής», ρωτάει τι συμβαίνει. Η μία από τις γυναίκες, η Σαγεσντέ, με τα ροζιασμένα χέρια της κρατάει τα χέρια της Χατιτζέ για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. «Δεν είναι τίποτα», λέει, «γύρισε το πόδι της λίγο». Ο Μοχαμάτ την πλησιάζει και τη ρωτάει: «Μπορείς να περπατήσεις;» Η Χατιτζέ επιστρατεύει όλη της τη δύναμη για να σηκωθεί και λέει: «Ναι, αδερφέ Μοχαμάτ, είμαι καλά». Η Χατιτζέ, στα 61 της πια, κάτω από κάθε της ρυτίδα κρύβει και μια ιστορία από το «λαθρεμπόριο» και, με τον μπόγο στην πλάτη της, κουβαλάει τα ψωμιά κουτσαίνοντας προς το Ιράκ.
«Εδώ δεν υπάρχει δουλειά, ούτε έχουμε χωράφια για να γίνουμε αγρότες. Αν δεν είχαμε το “λαθρεμπόριο”, θα είχαμε πεθάνει», λέει η Αμινέ. Μου δείχνει τον Καρού, έναν έφηβο που κουβαλάει δύο μπιτόνια πετρέλαιο, πιο μπροστά, και μου λέει: «Από παιδάκι κάνει αυτή τη δουλειά. Τον θυμάμαι που ήταν δεν ήταν 10 χρονών, αδύνατος, τσιλιβήθρα, και μια μέρα, χειμώνας ήταν, έπιασε δυνατός αέρας και παραλίγο να τον σηκώσει. Ευτυχώς κάποιος τον άρπαξε και γλίτωσε…» Με βουρκωμένα μάτια, συνεχίζει: «Δε φοβήθηκα ποτέ μου. Καμιά φορά πήγαινα ολομόναχη μέσα στη νύχτα, για να βγάλω λεφτά που έφταναν για να ταΐσω μόνο μία μέρα τα παιδιά μου. Κάθε φορά ήμουνα φορτωμένη με 30-50 κιλά. Μερικές φορές οι φαντάροι μάς πιάνουν και μας παίρνουν ό,τι κουβαλάμε, σαν να κάνουμε έγκλημα. Δεν είμαστε εγκληματίες, μεροκαματιάρηδες είμαστε. Μια φορά ένας φύλακας μου άρπαξε όλο το τσάι που κουβαλούσα. Ήταν πολύ δύσκολη στιγμή. Στα πόδια του έπεσα, μήπως μου το δώσει πίσω, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Η ζωή τα φέρνει έτσι, που αναγκάζεσαι να κάνεις και δουλειές που δε σ’ αρέσουν. Αν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, θα το έκανα. Όλο αυτό το εμπόρευμα που αγοράζουμε και το κουβαλάμε με τον ιδρώτα και το αίμα μας είναι για 20.000-40.000 τομάν [1-2 ευρώ]».
Βλέπω έναν φακό πεσμένο ανάμεσα στις πέτρες. Ίσως έπεσε από κάποιο παιδί που ξαφνιάστηκε και φοβήθηκε μέσα στα σκοτάδια. Ποιος ξέρει από τι κόλαση πέρασε μέχρι να ξημερώσει… Σαν μια μυρμηγκογραμμή, ο ένας πίσω από τον άλλο ανεβαίνουν στο βουνό. Τη σιωπή σπάει ο ήχος από άλογα που πλησιάζουν. Πίσω από τον κουρνιαχτό ξεπροβάλλει ένας άνδρας και τραβάει τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει. Είναι ένας από τους καβαλάρηδες που ελέγχουν τον δρόμο και ενημερώνουν αν είναι ανοιχτός ή όχι. Αυτοί κουβαλούν λάστιχα αυτοκινήτων, τσάι και οικιακές συσκευές από το Ιράκ. Κάποιοι πάνε στο χωριό Τελβιλέ και άλλοι στο Αβιστέρ. (Από τα σύνορα μέχρι το Αβιστέρ είναι έξι ώρες με τα πόδια, δηλαδή δώδεκα ώρες πήγαινε-έλα μέσα στην αγωνία. Κάποιοι δεν αντέχουν τόσο στρες και παθαίνουν καρδιακή προσβολή.)
Οι καβαλάρηδες απομακρύνονται. Η Σαγεσντέ κοντοστέκεται και μου λέει: «Στον πόλεμο Ιράν - Ιράκ, πολλές γυναίκες έμειναν χήρες και αναγκάστηκαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Όταν έχασα τον άντρα μου, ξεκίνησα αυτή τη δουλειά μαζί με το γιο μου που ήταν 12 χρονών τότε. Το καημένο παράτησε το σχολείο. Τότε φέρναμε πετρέλαιο, λάστιχα και τσιμέντο από το Ιράκ και από ’δώ πηγαίναμε ψωμί και ζάχαρη. Ο μεγάλος μου γιος αρρώστησε, αλλά δεν είχαμε λεφτά να τον πάμε στο νοσοκομείο στην Τεχεράνη. Όμως έπρεπε να πάμε. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσουμε και όσο ήμασταν στην Τεχεράνη, έφτιαχνα με τα χέρια μου παπούτσια και τα πούλαγα για να βγάλω τα έξοδα. Έκανα τα πάντα, όλες τις δουλειές, αλλά το παιδί μου δεν το γλίτωσα». Σκουπίζει τα μάτια της με το τσεμπέρι της και χάνεται μες στο σκοτάδι…
Κάνει πολύ κρύο. Βάζω τα χέρια μου στις τσέπες, αλλά είναι ακόμα ξυλιασμένα. Πρέπει, όμως, να συνεχίσω το περπάτημα, γιατί το «καραβάνι» δεν σταματάει. Η Αμινέ έχει συνηθίσει να περπατάει στο βουνό: «Σήμερα είναι καλός καιρός. Δε βρέχει. Η βροχή κάνει πολύ δύσκολα τα πράγματα. Από το Δεκέμβρη ξεκινάνε τα χιόνια και κρατάνε μέχρι τον Απρίλιο. Καμιά φορά, το χιόνι μάς φτάνει μέχρι τη μέση, αλλά προχωράμε», μου λέει.
Μπροστά μας βλέπουμε το χωριό Τελβιλέ. Οι «κουβαλήτρες» φτάνουν στα πρώτα σπίτια. Έχει πια ξημερώσει και οι κάτοικοι, ντυμένοι με τα κουρδικά πολύχρωμα ρούχα, γεμίζουν τους δρόμους του χωριού. Εδώ όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Η Αμινέ κάθε τόσο κοντοστέκεται και χαιρετάει κάποιον. Φτάνει στο μαγαζί της φίλης της της Ρουζίν [Αυγή στα ελληνικά]. Εκείνη τη βοηθάει να ξεφορτώσει και η Αμινέ κάθεται λίγο να ξεκουραστεί. Η Ρουζίν πληρώνει με δηνάρια την Αμινέ και εκείνη πηγαίνει στο κοντινό μαγαζί, του Ραμάν, για να αλλάξει τα χρήματα. Παίρνει 40.000 τομάν [2 ευρώ] και φεύγει. Τώρα που δεν έχει το βάρος του φορτίου, κάνει τον μισό χρόνο για να φτάσει στο σπίτι της. Ακόμα ένα επεισόδιο στο «λαθρεμπόριο» ψωμιού έλαβε τέλος.
Ρωτάω την Αμινέ τι θα ήθελε να έχει κάνει στη ζωή της, αλλά δεν τα κατάφερε. Η απάντησή της, μόνο τρεις λέξεις: «Να είμαι ευτυχισμένη»…
Μετάφραση από τα περσικά: Μέρσαντ Χακ Μαρντάν - Μάγδα Κλαυδιανού
ΥΓ. Όταν διάβασα τη λέξη «κουβαλήτρα», νόμισα πως, από κάποια χαραμάδα του χρόνου, κοίταζε κρυφά η θεια-Αχτίτσα, η σταχομαζώχτρα του Παπαδιαμάντη, που, σε μια Ελλάδα του 1860, μάζευε όσα στάχυα έπεφταν από τα κάρα, ή η κυρα-Διονυσία η Ζακυνθινιά που, σε μια Ελλάδα του 1960, μάζευε τα τσαμπάκια που είχαν απομείνει στα κλήματα της σταφίδας μετά τον τρύγο (τα «αποδιαλεούδια» όπως τα λέμε στο νησί, δηλαδή τα αποδιαλεγμένα).
Καληνύχτα, Αμινέ. Αυτός ο κόσμος –δεν μπορεί– θα αλλάξει κάποτε…
 
Μάγδα Κλαυδιανού
Πηγή: efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: