Βρυζάκης Θεόδωρος, «Η θυσία του Καψάλη». Εθνική Πινακοθήκη |
Τα «δάνεια της ανεξαρτησίας» αντί να βοηθήσουν τον Αγώνα για την απελευθέρωση δημιούργησαν βαθιές... πληγές, που ταλαιπώρησαν, για πολλά χρόνια, την Ελλάδα.
Όπως έγραψε, χαρακτηριστικά, ο Ελβετός οικονομολόγος και θερμός φιλέλληνας Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος τα δάνεια μπορούσαν να είχαν σώσει την Ελλάδα, αλλά κατέληξαν σε μικρά άμεσα οφέλη και πολλαπλές ζημιές.
Σύμφωνα με τον «υποθετικό προϋπολογισμό» του 1823, τον μοναδικό δημοσιευμένο, που υποβλήθηκε στη Β' Εθνοσυνέλευση και αναφέρεται στο εξάμηνο Μαΐου- Νοεμβρίου, οι στρατιωτικές δαπάνες ανέρχονταν σε 38.616.000 γρόσια, ένα ποσόν υπερβολικά μεγάλο και τα έσοδα σε μόλις 12.846.220 γρόσια.
Τα έξοδα του ναυτικού προϋπολογίζονταν σε 1.180.000 γρόσια μηνιαίως. Τα έξοδα του κάθε πλοίου ανέρχονταν 10.800 γρόσια τον μήνα και τα έξοδα συντήρησης και επισκευής σε 13.100 γρόσια. Ετσι, τα 60 καράβια του εθνικού στόλου απαιτούσαν 780.000 γρόσια τον μήνα και 400.000 γρόσια για πολεμοφόδια.
Το σύνολο των στρατιωτικών εξόδων ήταν 4.124.000 γρόσια τον μήνα. Ωστόσο, τα πρώτα δύο χρόνια, η επιτυχία της Επανάστασης δεν θεωρούνταν πιθανή. Γι’ αυτό, μετά τον τρίτο χρόνο και τις επιτυχίες στο πεδίο των μαχών, άρχισε να γίνεται εφικτή η εξεύρεση δανεισμού.
Παρόλα αυτά, όπως καταγράφεται στο έργο του ακαδημαϊκού οικονομολόγου Ανδρέα Μιχ. Ανδρεάδη «Ιστορία των εθνικών δανείων» (Αθήνα 1904), οι πρώτες προσπάθειες για την εξεύρεση εξωτερικού δανεισμού ξεκίνησαν, με απόφαση του διοικητικού οργάνου της Στερεάς Ελλάδας (ο λεγόμενος Αρειος Πάγος), στις 23 Νοεμβρίου 1821.
Το άφραγκο τάγμα και οι «Ιππότες της Ρόδου»
Η απόφαση αφορούσε τη λήψη δανείου 150.000 φλωρινίων (σ.σ. μάλλον πρόκειται για τα φιορίνια, νόμισμα τότε της Βενετίας και της Αυστροουγγαρίας) με εξόφληση σε πέντε χρόνια. Για τη διαπραγμάτευσή του εξουσιοδοτήθηκαν ο βαρόνος Θεοχάρης, ο Χ. Δροσινός και ο Θ. Κεφαλάς (Ολύμπιος) που εστάλη στη Γερμανία χωρίς τελικά να υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.
Ακολούθησε, το φθινόπωρο του 1822, μια περίεργη διαπραγμάτευση δανείου με το «Τάγμα των Ιπποτών της Ρόδου», η οποία από το μέλος του πρώτου «Εκτελεστικού» (κυβέρνησης) Ανδρέα Π. Μεταξά είχε ανατεθεί στον Γάλλο συνταγματάρχη Φιλίπ Ζουρντάν (Philippe Jourdain).
Ο Γάλλος παρουσίασε, τελικά, μια απίστευτη σύμβαση, η οποία όχι μόνο παραχωρούσε στους ιππότες της Μάλτας διάφορα νησιά του Αιγαίου, αλλά στην ουσία δέσμευε την Ελλάδα να αναλάβει τη χρηματοδότηση του… άφραγκου «Τάγματος».
Γι’ αυτό, όπως γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Τόμος Γ’, κεφ. ΜΖ'), «οι Ελληνες, χλευάζοντες τα γενόμενα, και την συνθήκην απέρριψαν, και τον πρέσβυν απέπεμψαν».
Καθώς περνούσε ο καιρός και οι επιτυχίες των Ελλήνων συνεχίζονταν, άρχισαν να φτάνουν από το εξωτερικό διάφορες προτάσεις δανεισμού στην επαναστατική κυβέρνηση. Από μαρτυρία του Μαυροκορδάτου είναι γνωστές τουλάχιστον τρεις.
Και μπορεί οι περισσότερες απ’ αυτές να μη θεωρήθηκαν σοβαρές, όμως αυτή η κινητικότητα δείχνει ότι η ιδέα του ελληνικού δανείου είχε ωριμάσει στην Ευρώπη.
Η επαναστατική κυβέρνηση εξουσιοδότησε, με διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1823, τους Ι. Ορλάνδο, Ιωάννη Ζαΐμη και Αν. Λουριώτη να κάνουν τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη δανείου.
Στο μεταξύ, όμως, τα ελληνικά οικονομικά είχαν εξαθλιωθεί και είχε ξεσπάσει ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν 8 μήνες να φτάσουν στο Λονδίνο οι Ελληνες διαπραγματευτές.
Η καθυστέρηση αυτή είχε θετικά αποτελέσματα διότι στην Αγγλία είχε αρχίσει ένας κερδοσκοπικός πυρετός που ευνοούσε τις επενδύσεις σε επισφαλείς επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τον δανεισμό σε μη επισήμως αναγνωρισμένα κράτη, όπως ήταν τότε η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία κ.ά.
Έτσι, μόλις 25 ημέρες μετά την άφιξη των Ελλήνων πληρεξουσίων στην αγγλική πρωτεύουσα, στις 21 Φεβρουαρίου 1824, το πρώτο δάνειο του ελληνικού κράτους ήταν γεγονός, μέσα σε κλίμα κερδοσκοπικού ενθουσιασμού υπέρ της ελληνικής υπόθεσης.
Δανείστηκε 800.000 πήρε 348.000 λίρες
Hess Peter von, «Φυγή μετά την καταστροφή από τους Τούρκους στην παραλία της Επιδαύρου». Εθνική Πινακοθήκη |
Ήταν τέτοιο το κλίμα, που υπήρχαν προσφορές ιδιωτών για δανεισμό ελληνικών περιοχών, όπως η Κύπρος και η Ηπειρος, με εξόφληση «άμα τη απελευθερώσει αυτών»!
Οι όροι του δανείου ήταν σύμφωνοι με τις οδηγίες που είχε δώσει ο Μαυροκορδάτος. Και συγκεκριμένα:
1) Το κεφάλαιο ορίστηκε σε 800.000 λίρες «ήτοι το αρχικώς ορισθέν κεφάλαιον».
2) Η αποπληρωμή ορίστηκε σε περίοδο 36 ετών, με χρεολυτική απόσβεση 1% (ζητούνταν 10 - 20 χρόνια).
3) Ο τόκος ορίστηκε στο 5% (υπολογιζόταν στο 6-8%).
4) Το δάνειο εκδόθηκε στο 59% της ονομαστικής αξίας, όπως περίπου προέβλεπε η κυβέρνηση.
Ωστόσο, υποθηκεύονταν όλα τα δημόσια έσοδα και τα εθνικά κτήματα.
Σε απόλυτους αριθμούς, ενώ το δάνειο ήταν ύψους 800.000 λιρών, το πραγματικά δανεισθέν ποσόν ανήλθε σε 472.000 λίρες. Απ’ αυτό το ποσόν αφαιρέθηκαν τόκοι δύο ετών και άλλα έξοδα και το πραγματικό κεφάλαιο που εκταμιεύτηκε ήταν 348.800 λίρες.
Τελικά, στην κυβέρνηση έφτασαν, μέσω των τραπεζών Λογοθέτη και Βαρφ της Ζακύνθου, 308.000 λίρες σε μετρητά. Επίσης, έφτασαν πολεμοφόδια αξίας 11.900 λιρών, ενώ στο Λονδίνο απέμεινε ένα ποσόν 28.100 λιρών.
Δυστυχώς, όμως, και αυτό το μεγάλο ποσόν (308.000 λίρες) αλλά και σχεδόν όλα τα χρήματα του δεύτερου δανείου που έφτασαν στην Ελλάδα, «αφιερώθησαν όχι εις τον υπέρ ελευθερίας, αλλ' εις τον υπέρ ηγεμονίας και πρωτείων αγώνα, εχρησίμευσαν δε μόνον όπως περατωθώσιν οι εμφύλιοι πόλεμοι, ους αυτά ταύτα τα δάνεια κατά μέγα μέρος προεκάλεσαν».
Πριν καλά καλά φτάσουν τα (όποια) χρήματα του πρώτου δανείου στην ελληνική κυβέρνηση, με τον φόβο της επίθεσης του αιγυπτιακού στόλου, αποφασίστηκε, στις 27 Μαρτίου 1824, η λήψη ενός δεύτερου, μεγαλύτερου δανείου.
Για τις νέες διαπραγματεύσεις εξουσιοδοτήθηκαν, ξανά, οι Ορλάνδος, Λουριώτης και Ζαΐμης, αλλά ο τελευταίος γρήγορα ανακλήθηκε, επειδή οι συγγενείς του ανήκαν στην αντίθετη πλευρά από την κυβερνητική. Ετσι, οι δυο πρώτοι ανέλαβαν τον χειρισμό της υπόθεσης και κατέληξαν σε συμφωνία με τον τραπεζικό οίκο των αδελφών Ρικάρντο στο Λονδίνο για την έκδοση ενός ομολογιακού δανείου ονομαστικού κεφαλαίου δυο εκατομμυρίων λιρών, διαιρεμένο σε 200.000 ομολογίες, αξίας 100 λιρών η κάθε μία.
Τα ομόλογα αυτά εκδίδονταν στο 55,5% της ονομαστικής αξίας τους, δηλαδή απέφεραν καθαρά 1.100.000 λίρες. Από αυτά τα χρήματα η τράπεζα παρακράτησε τους τόκους δυο ετών, χρεολύσια και άλλα έξοδα, συνολικού ύψους 284.000 λιρών.
Έτσι, το καθαρό εκταμιευόμενο ποσόν ήταν μόνο 816.000 λίρες.
Η «έξοδος στις αγορές», όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους, στέφθηκε με επιτυχία καθώς α) εξασφαλίζονταν οι τόκοι δύο ετών, β) παρέμενε σταθερή η αξία των ομολόγων του πρώτου δανείου και γ) συνεχιζόταν η κερδοσκοπική έξαψη στο Λονδίνο.
«Δυστυχώς η λαμπρά αύτη επιτυχία έμελλε να καταλήξη εις αθλίαν καταστροφήν», σημειώνει ο Ανδρεάδης και φαίνεται ότι σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Ορλάνδος και ο Γιαννιώτης πολιτικός Λουριώτης, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για υπέρμετρες σπατάλες κατά την παραμονή τους στο Λονδίνο και επί Οθωνα έγινε προσημείωση της περιουσίας τους.
Ειδικότερα, η Γ' Εθνοσυνέλευση στη συνεδρίασή της, στις 3 Μαΐου 1827, αξίωνε να ζητηθεί λόγος από τον Ορλάνδο για 16.050 λίρες και από τον Λουριώτη για 4.552 λίρες.
Οι κινήσεις των δυο εκπροσώπων στο Λονδίνο είναι αμφιλεγόμενες. Κάποιοι ιστορικοί τούς μέμφονται ότι είχαν αποκλείσει από τη διαδικασία το «φιλελληνικό κομιτάτο», ενώ από άλλες πηγές προκύπτει ότι βρίσκονταν σε συνεργασία με ορισμένους «φιλέλληνες» κερδοσκόπους.
Το βέβαιο είναι ότι συνεργάστηκαν με μια τετραμελή ομάδα, που αργότερα η εφημερίδα Times του Λονδίνου, γράφοντας αλλεπάλληλα δημοσιεύματα για το «σκάνδαλο των ελληνικών δανείων», χαρακτήρισε ως «τετραρχία».
Η «τετραρχία» αποτελούνταν από την τράπεζα Ρικάρντο και τους Ελις (Ellice), Χομπχάους (Hobhouse) και Μπαρντέτ (Burdett), οι οποίοι διαχειρίστηκαν κατά βούληση τα χρήματα, χωρίς να δίνουν λόγο στους Ελληνες αντιπροσώπους, οι οποίοι προφανώς είχαν πλήρη άγνοια των συνθηκών των αγορών και δεν μπορούσαν να αντισταθούν στα τεχνάσματα των δαιμόνιων τραπεζιτών.
Όπως και να έχει, οι Λουριώτης και Ορλάνδος είχαν να διαχειριστούν ένα πολύ μεγάλο ποσόν, περίπου 1.150.800 λίρες, ιδιαίτερα σημαντικό για ένα κράτος μη αναγνωρισμένο, που καθημερινά κινδύνευε να εξαφανιστεί…
Το ποσόν προερχόταν από τα χρήματα του δεύτερου δανείου (1.100.000 λίρες), το υπόλοιπο του πρώτου δανείου (18.100 λίρες), τα χρήματα εράνου στην Καλκούτα των Ινδιών (2.200 λίρες) και τόκους εξαγορασθεισών ομολογιών του α' και του β' δανείου (10.500 λίρες).
Τα χρήματα συνοπτικά κατανεμήθηκαν ως εξής:
1) Σχεδόν το μισό του διαθέσιμου ποσού, δηλαδή 496.220 λίρες, διατέθηκε στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου για διάφορα έξοδα αλλά και κερδοσκοπικά παιχνίδια της «τετραρχίας».
2) Σε αυτά που έφτασαν στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης ή χρησίμευσαν για την πληρωμή συναλλαγών της και ανήλθαν σε 232.888 λίρες.
3) Για στρατιωτικές και ναυτικές προπαρασκευές στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες 392.600 λίρες. Ομως, «εκ των χρημάτων τούτων ουδεμίαν σχεδόν ωφέλειαν ηρύσθη η Ελλάς».
Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής άκρως αποκαλυπτικά στοιχεία:
α) Ενα κονδύλι 57.000 λιρών διατέθηκε για την προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων. Ενα άλλο κονδύλι 20.000 διατέθηκε για κανόνια τόσο για τα φρούρια όσο και για πλοία, τα οποία, όμως, δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα!
β) Κονδύλι 113.000 λιρών διατέθηκε για τη ναυπήγηση έξι ατμοκίνητων πολεμικών πλοίων. Οι ιστορικοί σημειώνουν ότι εάν αγοράζονταν έτοιμα πλοία θα ήταν πολύ φθηνότερα και θα διατίθεντο άμεσα στην ενίσχυση του στόλου.
Η παραγγελία έγινε στον Αγγλο ναυπηγό Γκαλογουέι (Galloway), του οποίου ο γιος εργαζόταν κοντά στον Τούρκο σουλτάνο και με διάφορες προφάσεις καθυστερούσε την κατασκευή, η οποία έπρεπε να ολοκληρωθεί σε 4 ή 5 μήνες.
Ωστόσο, ο... φιλέλληνας Ελις, μέλος της «τετραρχίας», δεν είχε προβλέψει καμία ρήτρα σε βάρος του ναυπηγού. Ετσι, έπειτα από πολλές αναβολές παραδόθηκε, με καθυστέρηση ενός χρόνου, τον Σεπτέμβριο του 1926, ένα πλοίο, το «Καρτερία», που έφτασε στην Ελλάδα σε πολύ κακή κατάσταση και πρόσφερε ελάχιστα.
Οι φρεγάτες που δεν έφτασαν
Στην κατασκευή των άλλων πλοίων ενεπλάκη ο ναύαρχος Κόχραν, που πίστευε ότι ήταν και εφευρέτης! Ο Κόχραν προσελήφθη με μισθό 37.000 λίρες, ανεβάζοντας το κόστος σε 150.000 λίρες, και του δόθηκε άδεια να εφαρμόσει τα σχέδιά του στις μηχανές των πλοίων.
Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσουν, πολύ αργά, στην Ελλάδα μόνο άλλα δυο πλοία και τα υπόλοιπα τρία να αχρηστευτούν πριν ξεκινήσουν.
γ) Η παραγγελία δυο φρεγατών σε ναυπηγεία των ΗΠΑ. Η συμφωνία έγινε στο ναυπηγείο Leroy, Bayard and Co., όπου διευθυντής ήταν ο πρόεδρος του τοπικού «φιλελληνικού κομιτάτου» Μπαγιάρντ (Bayard).
Για τη συμφωνία με τον Μπαγιάρντ η «τετραρχία» και οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας στο Λονδίνο έστειλαν, τον Μάρτιο του 1825, στη Νέα Υόρκη τον Γάλλο στρατηγό Λαλεμάν, πρώην αξιωματικό του ιππικού, χωρίς καμία γνώση περί των ναυτικών, με υψηλότατο μισθό 120 λιρών τον μήνα.
Το ναυπηγείο ανέλαβε να κατασκευάσει σε διάστημα 6 μηνών δύο φρεγάτες 50 κανονιών, με τη δέσμευση ότι στον ίδιο χρόνο θα κατασκευάζονταν και 6 μικρότερες φρεγάτες.
Ωστόσο, όχι μόνο το έργο δεν προχωρούσε αλλά το ναυπηγείο ζητούσε όλο και περισσότερα χρήματα.
Τότε, οι Έλληνες αντιπρόσωποι στο Λονδίνο έστειλαν στη Νέα Υόρκη τον Χιώτη έμπορο Α. Κοντόσταυλο να προσπαθήσει να «ξεμπλοκάρει» την κατασκευή των δυο φρεγατών.
Ο Κοντόσταυλος, για τον οποίο διατυπώθηκαν πολλές κατηγορίες, κατάφερε, μέσω πραγματικών φιλελλήνων γερουσιαστών, να φτάσει μέχρι το πρόεδρο Ανταμς και η αμερικανική κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της και να δώσει λύση.
Έτσι, έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι 50 ημερών η φρεγάτα «Ελλάς» έφτασε, τον Νοέμβριο του 1826, στο Ναύπλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου