Ο πρώτος μύθος λέει ότι μπορούμε να φτιάξουμε κάτι που να μοιάζει με καθαρό πολιτικό υποκείμενο όταν βγάλουμε από τον ορίζοντά μας όλα όσα μας φαίνονται πολιτικό trash, σαπάκια και, κυρίως, απολιτίκ.
Όλους όσους δεν στηρίζουν και δεν συμμετέχουν σε κόμματα, όσους δεν διαβάζουν Τύπο και δεν παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων, τους αναλφάβητους, τους απροσάρμοστους, τους αναχωρητές και κάθε είδους προβληματικούς και ληγμένους, τις μειονότητες και τους πρόσφυγες, τους μη μετέχοντες στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων κ.λπ. Όμως, αν τους αγνοήσεις και τους εξαιρέσεις, τότε δημιουργείς κοινωνική μηχανική και έδαφος για την αποβολή της πολιτικής. Δημιουργείς πολλά πολιτικά απόβλητα.
Ο δεύτερος μύθος έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι, πράγματι, ο δημόσιος διάλογος και ο δημόσιος χώρος είναι πεδιάδες εξιδανικευμένων δημοκρατικών καταστάσεων. Αλλά ας παραδεχθούμε ότι η κουβέντα –η κουβέντα για όποιο θέμα απασχολεί τον δημόσιο διάλογο και καταλαμβάνει δημόσιο χώρο και αναλώνει πολιτικό κεφάλαιο– δεν μπορεί να γίνεται πάντοτε με όρους ηθικολογικούς.
Και κάτι, ακόμα, που το ξέρει ο κάθε πικραμένος: στη χώρα των πολλών μύθων, δεν είναι μύθος ότι η ηθικολογούσα ανηθικότητα παραμένει η απεχθέστερη εκδοχή του αμοραλισμού ως εκκολαπτήριο της αποτυχημένης κοινωνίας∙ της παρακοινωνίας που φαντασιώνεται πως είναι συντεταγμένη και που νομίζει πως είναι πολιτική, ενώ ζει σε ρυθμούς παραπολιτικής.
Αλήθεια, ποια είναι η βαθύτερη σημασία της ελευθερίας της γνώμης και του Τύπου (γραπτού, ηλεκτρονικού και τηλεόρασης); Να πληροφορεί, να ιεραρχεί τα θέματα από τα σαβαρά και επείγοντα μέχρι τα λιγότερο σοβαρά, να ευαισθητοποιεί, να αντιπαραθέτει λογικά επιχειρήματα, τρόπους, να προτείνει ιδέες, να μορφώνει μυαλά και συνειδήσεις προς την κατεύθυνση του summum bonum, ώστε η Ελλάδα και οι Ελληνες να βρουν έναν βηματισμό και μια μοίρα στην κοινωνία του 21ου αιώνα και στην Ιστορία.
Αλλά αυτός για τον οποίο αυτή η ελευθερία της έκφρασης δεν έχει άλλο νόημα παρά τη διαφωτιστική μανία «να καταγγείλει» προκειμένου να ανεβάσει τους πολιτικούς του πόντους –φορώντας, βέβαια, όχι πολιτική, ούτε ακαδημαϊκή αλλά δικαστική προβιά (ή τήβεννο) γύρω από τους ώμους του, τότε διαβάζει και διδάσκει το «αλφαβητάρι των αποκλεισμών» και ανοίγει παράθυρα μόνο στο σκοτάδι, εφόσον υπηρετεί τις ανάγκες του «παρα-», της παραπληροφόρησης, της παραοικονομίας, της παραπολιτικής, του παραδικαστικού, του παραθρησκευτικού, τα παραπαιδείας, της παράγκας κ.λπ., κ.λπ.
Εννοώ ότι η κατάχρηση της εξουσίας είναι μεγάλη όταν δεν την προβλέπουν οι νόμοι, και ακόμη μεγαλύτερη όταν την προβλέπουν. Αυτή τη βασική αρχή την γνώριζε πολύ καλά ο Καίσαρας Μπεκαρία, την ήξερε απέξω και ο Μοντεσκιέ και πολλοί άλλοι στον Διαφωτισμό.
Οι περισσότεροι θεωρούσαν την αλαζονεία ως μία από τις αιτίες παρακμής των κοινωνιών. Αλαζών –έλεγαν– είναι αυτός που απαιτεί θυσίες από τους άλλους χωρίς να τις ενστερνίζεται για τον εαυτό του. Αυτό είναι το στοιχείο που αίρει τον σεβασμό προς την ειλικρίνεια αυτών ανθρώπων: κάνουν ή και λένε πράγματα που φανερώνουν ότι όλα όσα ζητούν από τους άλλους να κάνουν ή να πιστέψουν, δεν τα πολυπιστεύουν οι ίδιοι.
Και τι γίνεται στην περίπτωση που οι ελεγκτές και οι ελεγχόμενοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία και είναι λύκοι σε διαφορετικές αγέλες; Ρίξτε μια ματιά στα χρόνια που πέρασαν και απαντήστε μόνοι σας. Είχε ειπωθεί ότι η ελληνική κρίση ήταν πρώτης τάξεως ευκαιρία να αλλάξουν πράγματα που μας πόνεσαν και μας βασάνισαν.
Αυτό δεν έγινε. Και τι έγινε; Αντί να υπηρετηθούν οι θεσμοί, υπηρετήθηκε το παρα- των θεσμών. Ηταν ελληνική πρωτοτυπία αυτό; Οχι. Και στις άλλες προηγμένες χώρες υπηρετείται το παρα-, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Εδώ, όμως, έχουμε κάνει σημαίες των ειδήσεών μας το «αίμα, σπέρμα, στέμμα» και, κορώνα μας, την παραπολιτική. Δηλαδή, και αν η Ν.Δ. ή ο Στουρνάρας αποδείξουν πως πράγματι ο Πολάκης πιάστηκε με τη γίδα στην πλάτη, θα ισιώσει το πράγμα;
Δεν θα ισιώσει, γιατί κανείς δεν βλέπει τη δική του στραβωμάρα. Ο Μακαριστός διάβαζε όταν ήταν νεαρός αρχιμανδίτης και δεν είχε καταλάβει ότι είχαμε χούντα και βασανιστήρια, ο Σημίτης ασχολιότανε με τον εκσυχρονισμό και δεν έβλεπε το «μιζεδοπωλείο» στο κόμμα του, ο Τσοχατζόπουλος υπηρετούσε τα μείζονα εθνικά θέματα και δεν ασχολήθηκε με τα κορδόνια για τις κουρτίνες που ψώνιζε η κυρία του, και ο Χρυσοχοοΐδης δεν διάβασε το μνημόνιο.
Θέλω να πω ότι αυτά τα πράγματα δεν είναι καινούργια, αλλά δεν είναι αυτά που θα έπρεπε να μας απασχολούν. Θυμηθείτε ότι τίποτα δεν υμνήθηκε στον Δία τόσο όσο οι μοιχείες του, ή στον Ερμή τόσο, όσο οι απάτες και οι κλοπές του.Οπως έλεγε ο Χομπς, «το σπουδαιότερο από τα εγκώμια για τον Ερμή, στον Ομηρο, ήταν ότι γεννήθηκε το πρωί, εφεύρε τη μουσική έως το μεσημέρι και, πριν νυχτώσει, είχε κλέψει τις αγελάδες του Απόλλωνα». Μήπως να δούμε τα σοβαρά με περισσότερη ψυχραιμία;
Θανάσης Βασιλείου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου