«Ε ρε τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε. Ε ρε τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε!». Το είπε δυο φορές. Την πρώτη, πιο μαμαδίστικα, σχεδόν τρυφερά. Τη δεύτερη, πιο εμφατικά, περισσότερο σπαραξικάρδια, με κάτι από υποδόριο θυμό.
Την είχα προσέξει πρωτύτερα, καθώς πολύ μου είχαν αρέσει τα χέρια της. Ευγενικά δάχτυλα αφημένα εξίσου ευγενικά πάνω στην τσάντα της. «Σας συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε η διπλανή της. «Μα δεν βλέπετε πως θέλουν ν’ αυξήσουν τον κατώτατο μισθό και ούτε αυτό τους αρέσει;» απάντησε η κυρία «ευγενικά δάχτυλα». Το εγγόνι της σκεφτόταν, που θα χαιρόταν με την αύξηση, και με την αντιπολίτευση τα είχε, που «λέει άλλ’ αντ’ άλλων».
Συνήθως, σε συζητήσεις τέτοιου είδους (κοινωνικές μεν, ανάμεσα σε αγνώστους δε, χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα ως επί το πλείστον), σπάνια ακούς κάτι υπέρ (αυτής) της κυβέρνησης. Οχι ότι ακούς υπέρ της αντιπολίτευσης. Απλά οι περισσότεροι κάποιο παράπονο έχουν από τον Τσίπρα ή την Αριστερά ή από τα όνειρά τους που εθνικοσοσιαλίστηκαν ή από τα όνειρά τους που ήταν πάντα «δικά τους» και ποτέ «και των άλλων» και σαν πολύ απογοητευμένοι δηλώνουν με κάθε ευκαιρία. Γι’ αυτό και σχεδόν με εντυπωσίασε η στάση της κυρίας.
Της κυρίας, αλλά και του κυρίου. Που μπορεί η στάση του να μην ήταν μη αναμενόμενη μεν, ήταν άκρως εντυπωσιακή δε! Πρωινό καθημερινής σε γνωστό πολυκατάστημα τροφίμων. «Θέλετε πλαστικές σακούλες; Εχουν ακριβύνει» του λέει η υπάλληλος, προσπαθώντας (φαντάζομαι) να μας γλιτώσει από ακόμα ένα πλαστικό. «Εννοείται!» της απαντά ο ηλικιωμένος κύριος με το γεμάτο καρότσι. «Σιγά μην τα δώσω στον Τσίπρα! Φέρε εδώ καμιά δεκαριά!».
Τα ’χασα. Διάπλατα άνοιξαν τα μάτια μου, σαν της γάτας στο σκοτάδι, πέρα δώθε κουνήθηκε το κεφάλι μου, σαν του βρεγμένου σκύλου, και μια πραγματική απορία ξεπρόβαλε από τα σωθικά μου: «Συγγνώμη, τι είπατε;». «Σιγά μη σώσει ο Τσίπρας το περιβάλλον! Στην τσέπη του τα βάζει. Φέρε σακούλες, κοπελιά!».
Να το πιάσω... από πού; Από τη λογική του παραλόγου ή από το παράλογο της λογικής; Και να το αποθέσω, πού; Να το διαχειριστώ, πώς; Στήλη άλατος η δικιά σου. Αυτό πια, με ξεπέρασε.
Έκανα επιτόπου μεταβολή και βρέθηκα τρεις αιώνες πίσω.
Τον πρωτογνώρισα στο Δημοτικό. Είχε μια φωτογραφία του το βιβλίο της Ιστορίας και πολύ μου άρεσε. Ερωτας κεραυνοβόλος. Μετά που τον καλοδιάβασα να δεις. Αυτό το «οικιακός άνθρωπος» που χρησιμοποίησε για να χαρακτηρίσει τον σύγχρονο, της εποχής του, άνθρωπο (πού να ’ξερε!) μίλησε στην καρδιά μου.
Προμαρξικός ήταν ο Ρουσό, έναν αιώνα πριν από τον τρισμέγιστο έζησε, αλλά αν γνωρίζονταν μάλλον φίλοι θα γίνονταν. Μια χαρά την είπε στον Λοκ (τον πατερούλη του φιλελευθερισμού) και στον Χομπς (που καλά τα είπε, αλλά πόσα ριζοσπαστικά να περιμένεις από γιο προτεστάντη κληρικού;). Τον καπιταλισμό που έβλεπαν να έρχεται προσπαθούσαν να θεμελιώσουν θεωρητικά όλοι τούτοι. Και τσουπ, πετιέται ο Ρουσό και τους τη βγαίνει από τ’ αριστερά. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου δεν είναι πόλεμος, απαντά στον Χομπς. Ο συνδυασμός ανισότητας, ματαιοδοξίας και ανταγωνισμού είναι που δημιουργεί την κατάσταση του πολέμου.
«Ο πρώτος άνθρωπος που περιέφραξε ένα κομμάτι γης και σκέφτηκε να πει “αυτό είναι δικό μου” και βρήκε ανθρώπους τόσο αφελείς ώστε να τον πιστέψουν, αυτός ήταν ο πραγματικός θεμελιωτής της πολιτικής κοινωνίας. Από πόσα εγκλήματα δεν θα είχε γλιτώσει το ανθρώπινο γένος αν κάποιος είχε βγάλει τους πασσάλους και φώναζε στους συνανθρώπους του: “Προσοχή στα λόγια αυτού του απατεώνα, είστε χαμένοι αν ξεχάσετε ότι οι καρποί της γης ανήκουν σε όλους και η ίδια η γη σε κανέναν”;».
Τάδε έφη Ρουσό και να προσθέσω άλλο δεν έχω. Ούτε μπορώ να φανταστώ καλύτερη απάντηση στα όσα είπε ο Αδωνις, σχολιάζοντας την αύξηση του κατώτατου μισθού. «Ο Τσίπρας τα παίρνει από ξένο πουγκί» είπε. Δηλαδή; Δηλαδή από αυτούς, που έχουν περισσότερα. Για να τα δώσει σε αυτούς, που έχουν λιγότερα.
Αλήθεια, αυτή η διαφορά σε ποιο... πουγκί καταλήγει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου