Η θεωρία για τις τάξεις είναι εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα επειδή ακριβώς θέτει την ταξική πάλη στο επίκεντρο της κατανόησης των κοινωνικών διαδικασιών. Επίσης, είναι σημαντικό ζήτημα από την άποψη του καθορισμού της στρατηγικής, της τακτικής και της διατύπωσης του προγράμματος των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων και συνεπακόλουθα για τον καθορισμό των αναγκαίων κοινωνικών συμμαχιών. Ομως, ενώ ο πυρήνας του έργου του Μαρξ διαπνέεται από ταξική μεροληψία υπέρ της εργατικής τάξης, εντούτοις υποτιμάται από τους μαρξιστές η μελέτη του ζητήματος των τάξεων.
Σχετικά, λοιπόν, με το ερώτημα, «από τι καθορίζεται μια τάξη», ο Μαρξ, στο τέλος του τρίτου τόμου του «Κεφαλαίου», έδωσε μία ημιτελή απάντηση. Μάλιστα, στο σημείο αυτό σταματάει απότομα το βιβλίο, με συνέπεια να έχει προκαλέσει, άθελά του, ποικιλία διαφορετικών ερμηνειών στο εσωτερικό του μαρξισμού για τον ορισμό της κοινωνικής τάξης.
Πάντως, όπως κι αν έχει, όλη η δουλειά των Μαρξ - Ενγκελς διαπνέεται από αυτή την αντίληψη, ενέχει την πολυσημία του όρου «τάξη», ιδιαίτερα για το ποιοι συγκροτούν την εργατική τάξη, η οποία διατυπώνεται σε διάφορα σημεία του έργου τους. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως μια κοινωνική σχέση και μάλιστα ως σχέση εκμετάλλευσης και εξουσίας, που αρθρώνονται όχι μόνο στο επίπεδο της παραγωγής, αλλά και στο πολιτικό εποικοδόμημα, δηλαδή στους θεσμούς της πολιτικής εξουσίας που ενισχύουν, νομιμοποιούν και αναπαράγουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
2. Από τι καθορίζονται οι τάξεις;
Κατ’ αρχάς, οι τάξεις καθορίζονται από τη σχέση που έχουν με τα μέσα παραγωγής. Ωστόσο, στο βιβλίο «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», ο Μαρξ μιλά και για την εχθρική αντιπαράθεση της μιας τάξης προς την άλλη, εισάγοντας έτσι ένα στοιχείο που προσδιορίζει ότι μία τάξη συγκροτείται ως τέτοια όταν ενεργοποιείται και προς αυτήν την κατεύθυνση, δηλαδή από τον κοινό της αγώνα εναντίον μιας άλλης τάξης.
Όσον αφορά το κορυφαίο πόνημα του Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», σκιαγραφεί σ’ αυτό τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά μιας τάξης. Συγκεκριμένα, στον πρώτο τόμο, που έχουμε και το υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης, ο Μαρξ, εξετάζοντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, υποθέτει ότι η κοινωνία είναι χωρισμένη μόνο σε δύο τάξεις, αποτελούμενη από βιομήχανους καπιταλιστές και από μισθωτούς εργάτες στη βιομηχανική παραγωγή. Αντίθετα, στους επόμενους δύο τόμους, ο Μαρξ, προχωρώντας από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, εξετάζει επιπλέον το εμπορικό και το πιστωτικό κεφάλαιο. Με βάση, συνεπώς, αυτό το σχήμα είναι δυνατό να καθοριστούν και οι αντίστοιχες τάξεις και μερίδες τάξεων.
Έτσι, λοιπόν, όπως η αστική τάξη περιέχει ταξικές μερίδες και στρώματα στο εσωτερικό της (π.χ. το βιομηχανικό κεφάλαιο, το εμπορικό, το εφοπλιστικό, το χρηματιστικό κ.λπ., τα οποία στελεχώνονται από ευρύ στρώμα διαφόρων μισθωτών διευθυντικών στελεχών), έτσι και η εργατική τάξη περιέχει κι αυτή μερίδες και στρώματα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι στην εργατική τάξη εντάσσονται, εκτός από το βιομηχανικό προλεταριάτο, οι εμποροϋπάλληλοι, οι τραπεζοϋπάλληλοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι κ.ά.
Όμως, ποιες άλλες κατηγορίες θεωρεί ο Μαρξ ότι υπάγονται στην εργατική τάξη; Καταρχήν, τον εφεδρικό στρατό (άνεργοι). Επίσης, περιλαμβάνει στην εργατική τάξη και τα τμήματα εκείνα που ορίζονται ως το «εξαθλιωμένο στρώμα της» (μετανάστες, παιδιά που εργάζονται, ανήμποροι προς εργασία, ανάπηροι, άρρωστοι, κ.λπ.), εξαιρώντας από την καθαυτό εργατική τάξη το λούμπεν προλεταριάτο (αλήτες, εγκληματίες κ.λπ.).
3. Τα όρια της εργατικής τάξης
Βέβαια, το γεγονός ότι στην εργατική τάξη υπάγεται σειρά από κατηγορίες μισθωτών, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Μαρξ θεωρούσε πως κάθε μισθωτός είναι και εργάτης. Και αυτό, διότι υπάρχουν στρώματα μισθωτών τα οποία, λόγω του εισοδήματός τους, της θέσης και του ρόλου τους στο σύστημα, υπάγονται είτε στην αστική τάξη είτε στα μεσαία στρώματα ή δεν μπορούν να ενταχθούν σε καμία τάξη και γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους αφαιρούνται από την εργατική τάξη.
Έτσι, με βάση την προσέγγιση του Μαρξ, αφαιρούνται από την εργατική τάξη τα μισθωτά ανώτατα διευθυντικά στελέχη τόσο των ιδιωτικών επιχειρήσεων όσο και του κρατικού μηχανισμού, καθώς επίσης και όσοι κατέχουν σημαντικές θέσεις σε τομείς που αναπαράγουν την κυρίαρχη αστική ιδεολογία, όπως είναι μεγάλη μερίδα πανεπιστημιακών, μεγαλοδημοσιογράφων, κληρικών, δικαστών κ.λπ. Επίσης, αφαιρούνται όσοι ασκούν εποπτεία και έλεγχο ή έχουν έργο επιστασίας, καθώς και όσοι υπάγονται στους κατασταλτικούς μηχανισμούς (στρατιωτικοί, αστυνομικοί κ.λπ.). Ολοι αυτοί, λόγω της θέσης που κατέχουν μέσα στην κοινωνία, η οποία καθορίζεται από τη χρησιμοποίηση τόσο του πολιτικού όσο και του ιδεολογικού στοιχείου, συντελούν στη διαμόρφωση των σχέσεων κυριαρχίας.
Αντίθετα, οι κατώτεροι μισθωτοί δημόσιοι υπάλληλοι, παρότι δεν ανταλλάσσουν την εργασία τους με κεφάλαιο αλλά με εισόδημα, δηλαδή η εργασία τους είναι μη παραγωγική εφόσον από αυτήν δεν αποσπάται υπεραξία, εντούτοις η θέση που κατέχουν στο συγκεκριμένο και «ιστορικά καθορισμένο σύστημα παραγωγής», τούς κάνει να εντάσσονται στην εργατική τάξη, ως μερίδα της εν λόγω τάξης, διότι είναι απλά εκτελεστικά όργανα διαταγών και το ύψος των μισθών τους είναι όπως της υπόλοιπης εργατικής τάξης.
4. Τάξη: μια δυναμική διαδικασία
Όπως φάνηκε από τη μέχρι τώρα ανάλυσή μας, οι Μαρξ - Ενγκελς δεν διατύπωσαν πουθενά με σαφήνεια τον ορισμό της κοινωνικής τάξης. Απεναντίας, χρησιμοποίησαν τον όρο τάξη προσδίδοντάς του, ανάλογα με την περίσταση της ανάλυσης, διαφορετικές κάθε φορά σημασίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις διέκριναν μόνο δύο αντίπαλες τάξεις, τους βιομήχανους καπιταλιστές και τους εργάτες στη βιομηχανική παραγωγή, ενώ σε άλλες χώριζαν την κοινωνία σε τρεις τάξεις: στους γαιοκτήμονες, τους κεφαλαιοκράτες και τους εργάτες. Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν έναν πιο ευρύ ορισμό, αναγνωρίζοντας και άλλες τάξεις και μερίδες τάξεων, ενώ άλλες φορές έδιναν έναν πιο στενό ορισμό. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η προσέγγισή τους, επειδή δεν ήταν προσδιορισμένη με σαφήνεια, είχε πιο πολύ συγκυριακό χαρακτήρα.
Εκεί ακριβώς θεωρώ ότι έγκειται και η διάκριση του Μαρξ περί της «καθαυτό τάξης» και της «τάξης για τον εαυτό της», δηλαδή ότι η ύπαρξη της εργατικής τάξης καθορίζεται ανεξάρτητα από το επίπεδο της ταξικής της συνείδησης, δηλαδή υπάρχει είτε έτσι είτε αλλιώς, αντικειμενικά, και μέσω αυτής της ύπαρξης αποκτά επίγνωση-συνείδηση του ιστορικού της ρόλου (τάξη «δι’ εαυτήν»). Και δεν μπορεί να είναι αλλιώς, επειδή η συγκρότηση των τάξεων είναι μια δυναμική διαδικασία και όχι στατική.
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η συγκρότηση της εργατικής τάξης είναι μια συνεχής διαδικασία διάρθρωσης-αποδιάρθρωσης-αναδιάρθρωσης, η οποία διαφοροποιεί συνεχώς και ριζικά τη δομή της και κατ’ επέκταση τις κοινωνικές πρακτικές και την ταξική συνείδηση, όπου τμήματα μισθωτών τα οποία κυριαρχούσαν μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή οργάνωσης της εργασίας μπορεί να υποβαθμιστούν ή να καταργηθούν και να αναδειχθούν άλλα. Δηλαδή, η συγκρότηση της εργατικής τάξης είναι μια διαδικασία που επιτελείται σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Συντάκτης: Δημήτρης Κατσορίδας - Επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου