Έχει διαπιστωθεί από παλιά ένα πρόβλημα στη θεωρία, μάλλον δομικό: ότι στην τάση της για γενίκευση, για αφαίρεση, αποκόπτεται από το πραγματικό, το υπαρκτό, αυτό που συμβαίνει στη ζωή. Μένουν, δηλαδή, οι αφαιρέσεις και χάνονται οι πραγματικοί άνθρωποι. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχτεί και για τις ιδεολογίες. Δεν χρειάζεται, και δεν πρέπει, να ακολουθήσουμε τον Στίρνερ στους σολιψιστικούς του παραλογισμούς, αλλά το είπε πιθανόν πιο δυνατά από κάθε άλλον: ο συγκεκριμένος άνθρωπος, το πραγματικό άτομο, υποδουλώνεται στις αφαιρέσεις, ακόμη και αν αυτές φέρουν το πλέον ευγενή φορτίο, ανθρωπότητα, κοινωνία ή έθνος.
Ας διασχίσουμε πολύ προσεκτικά το στιρνερικό ναρκοπέδιο και ας δούμε πώς το διατυπώνει ο Χόμπσμπαουμ, σε εντελώς άλλο πλαίσιο: «[υπάρχει] μια πυκνή ομίχλη που περιβάλλει τα προβλήματα που σχετίζονται με την εθνική συνείδηση των απλών ανδρών και γυναικών, ειδικά στην περίοδο προτού ο σύγχρονος εθνικισμός γίνει μια μαζική πολιτική δύναμη»(1).
Δεν πρόκειται, εδώ, απλώς για το μαρξιστικό μεθοδολογικό αίτημα για συγκράτηση της ερμηνείας στο επίπεδο των πραγματικών δημιουργών της κοινωνικής ζωής. Εχει να κάνει, επιπλέον, με την απορία περί της πραγματικής αποτύπωσης, στις σκέψεις και στα αισθήματα των συγκεκριμένων ανθρώπων, της εθνικότητας, αυτής της «φαντασιακής κοινότητας», μιας ιδέας «τόσο απομακρυσμένης από την πραγματικότητα των περισσότερων ανθρώπινων όντων»(2).
Υπάρχει, με άλλα λόγια, ένα πρόβλημα στη σχέση της εθνικής ταυτότητας και της πραγματικής εντύπωσής της ή της υποδοχής της από τις συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμών, οι οποίες έπρεπε να αποτελούν τους φορείς της εθνικής ταυτότητας. Αυτό, δηλαδή, που «σπάνια αποτυπώνεται στα αρχεία» και είναι οι «διστακτικές, αμφιταλαντευόμενες φωνές των χωρικών» σε σχέση με την εθνική τους ταυτότητα(3).
Οι άνθρωποι ανθίσταντο ή παρέμεναν αδιάφοροι μπροστά σε μια ιδέα την οποία σπανίως ή εξαιρετικά πλημμελώς μπορούσαν να συλλάβουν· μια ιδέα η οποία προσπαθούσε να σπάσει δεσμούς ή χωρισμούς της πραγματικής ζωής των κοινωνιών και να τις αντικαταστήσει με άλλους εν ονόματι μιας κοινότητας την οποία ουδείς έβλεπε.
Αν αυτό αληθεύει για έναν περιορισμένων αξιώσεων εθνικισμό, δηλαδή έναν εθνικισμό συγκρατημένο χρονικά και γεωγραφικά, τι μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση ενός εθνικισμού που επικαλείται «ατελείωτους αιώνες Ιστορίας (του Ελληνισμού)»(4); Εννοείται, εδώ, μια σταθερά η οποία έχει διατρέξει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης Ιστορίας, διατηρώντας αναλλοίωτο κάτι το οποίο ενέχει τέτοιας δύναμης και έντασης προσδιοριστικό φορτίο, το οποίο μπορεί να παραδώσει ακέραιο και αυτούσιο τον φορέα του διά μέσου των χιλιετιών. Γίνεται φανερό ότι αυτό το φορτίο δεν θα μπορούσε να είναι προσδιορισμένο υλικά, δηλαδή να μπορεί να μετέχει εκείνων των απειράριθμων υλικών παραγόντων που συγκροτούν την ατελείωτη αλληλοδιαδοχή των πραγμάτων του κόσμου.
Θα πρέπει τούτο το φορτίο να είναι πνευματικό φορτίο, να διαπερνά τους πόρους του υλικού κόσμου, να υπερίπταται αυτού, να μένει ανεπηρέαστο των συγκλονιστικών αλλαγών του. Θα μπορούσε να υπάρξει ένα τέτοιο πνευματικό διηνεκές, μόνο που αυτό πρέπει παρ’ όλη την πνευματικότητά του να εδρεύει διαρκώς, καθ’ όλη τη μακραίωνη πορεία του, σε πραγματικά μυαλά πραγματικών, συγκεκριμένων ανθρώπων. Άνθρωποι οι οποίοι πρέπει να διατηρούν σε κάποια δυσπρόσιτη κρυψώνα του μυαλού τους μια ιδέα η οποία δεν επηρεάζεται καταλυτικά από τους συγκλονισμούς του πραγματικού κόσμου. Ο εθνικισμός των «ατελείωτων αιώνων Ιστορίας» είναι καθαυτός ατελείωτος!
Το πρόβλημα εδώ δεν είναι ότι μια μαρξιστική μεθοδολογία δεν μπορεί επ’ ουδενί να στηρίξει, ούτε καν να υπαινιχθεί, ένα τέτοιο υπεριστορικό, αχρονικό διηνεκές. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι το εξής: Ποια είναι τα όρια μιας τέτοιας οντότητας; Πώς μπορεί, και φυσικά αν πρέπει, μια τέτοια οντότητα να περιοριστεί; Κάτι που ταξιδεύει διά μέσου των ατελείωτων αιώνων, αναλλοίωτο και αύταρκες, δεν δικαιούται να απαιτεί νόμιμα ένα οντολογικό status διαφορετικό από όλες τις άλλες κοινωνικές οντότητες που δεν διαθέτουν την ίδια προαιώνια καταγωγή;
Και δεν απορρέει νόμιμα από αυτό το οντολογικό status ένα αντίστοιχο για τον νεωτερικό φορέα της οντότητας αυτής, το κράτος της; Ενα κράτος κιβωτός μιας οντότητας προαιώνιας, ενός έθνους του οποίου οι απαρχές χάνονται στην Ιστορία, είναι μια σύλληψη παρανοϊκά τρομακτική. Και για όσους βρίσκονται εντός του, αλλά, κυρίως, για όσους βρίσκονται γύρω του, ή πιο βόρειά του, και των οποίων η αντίστοιχη οντότητα μετρά μετά βίας κάποιες λίγες εκατονταετίες.
(1) E. Hobsbawm, «Εθνη και Εθνικισμός, από το 1780 μέχρι σήμερα». Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994, σ. 115.
(2) Στο ίδιο, σ. 70.
(3) Μ. Μαζάουερ, «Τα Βαλκάνια», Πατάκης, Αθήνα 2002, σ. 103.
(4) Γ. Μαργαρίτης, «Εκατό χρόνια ιστορίας [του ΚΚΕ]», «Τα Νέα», 24 Νοεμβρίου 2018.
Συντάκτης: Κώστας Γαλανόπουλος - διδάκτορας Πολιτικής Φιλοσοφίας
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου