Θα τη θυμόμαστε τη μάχη για «το όνομα» και θα απορούμε, διότι δεν είναι δυνατόν, κάποτε θα συνέλθουμε. Θα τη θυμόσαστε σίγουρα στο μέλλον οι νεότεροι, θα τη μνημονεύουν οι επόμενες γενιές ως γεγονός ομομήτριο, κατά κάποιον τρόπο, με τη «φούσκα» των μετοχών του Λαυρίου το 1873-4 ή την κατάρρευση των αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών τον Σεπτέμβριο του 1999. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων (κυρίως) και των Ελληνίδων -εδώ οι εκτιμήσεις για το ποσοστό είναι απολύτως ελεύθερες και φυσικά ποικίλλουν αναλόγως με τα κέφια του πάνελ και του συντονιστή, το κανάλι και την ώρα μετάδοσης της εκπομπής- οδηγημένων καταλλήλως δήλωναν πως δεν παραχωρούν, έναντι οποιουδήποτε ανταλλάγματος, το όνομα της Μακεδονίας.
Αυτή ήταν μια άποψη γενναία, θα σκέπτονται χαμογελώντας οι μετά από εμάς, διότι έδειχνε πως, παρά τα όσα έλεγε τότε όλος ο υπόλοιπος κόσμος, απολύτως όλος, δεν διστάσαμε ούτε στιγμή να αρχίσουμε στα χαστούκια, μεταξύ άλλων, το εμπράγματο δίκαιο, το διεθνές δίκαιο, τη γραμματική και την κοινή λογική, ισχυριζόμενοι ότι έχουμε το κοπιράιτ επί του ονόματος Μακεδονία, δύο χιλιετιούλες περίπου μετά τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο.
Το όνομα λοιπόν και το ανύπαρκτο ελληνικό κοπιράιτ επί αυτού είναι το θέμα μας και όχι το Μακεδονικό γενικώς. Ενα ζήτημα με μακρά και κατά καιρούς αιματηρή Ιστορία αλληλοσυγκρουόμενων εθνικισμών, της οποίας το πιο πρόσφατο επεισόδιο ήταν οι Βουκεφάλες και οι κιτς περικεφαλαίες της περιόδου Γκρούεφσκι. Το όνομα που «η πλειοψηφία του ελληνικού λαού» δεν θέλει «να το δώσει». Στους «γυφτοσκοπιανούς», κατά τη γνώμη του λεβέντη απόστρατου στρατηγού Φρ. Φράγκου, που τον επέβαλε ως κύριο ομιλητή στο πρώτο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ο εκεί εκπρόσωπος της «Σπίθας» του Μίκη Θεοδωράκη. Του ίδιου στρατηγού που, σε άλλη ευκαιρία και σε τόνους κάπως πιο μπρουτάλ, «είπε» (δηλαδή θα ήθελε να είχε πει) στον γ.γ. του ΝΑΤΟ «τι είναι αυτά που λες μωρή αδερφή».
Το ρήμα δίνω, όμως, ή το παραδίδω, παζαρεύω, παραχωρώ, ανταλλάσσω κ.ο.κ. έχει ως λογική προϋπόθεση πως αυτό που ασυλλόγιστα ή «προδοτικά» (κατά τους αυθεντικούς ακροδεξιούς μερακλήδες) κάποιος το πουλάει ή το απεμπολεί, είναι κάτι που του ανήκει, κάτι που έχει. Η δε ρηματική ενέργεια του έχω, σε όλες τις γλώσσες και όλες τις χώρες του κόσμου, κάπου πρέπει να στηρίζεται: Δεν νοείται ιδιοκτησιακό δικαίωμα που για να ισχύσει, αρκεί η προσωπική δήλωση του ενδιαφερομένου, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν τίποτε άλλο.
Εάν πάμε τώρα από τα φυσικά πρόσωπα στα συλλογικά υποκείμενα, το αμείλικτο ερώτημα εδώ είναι πότε, ποιο κράτος, ποιος διεθνής ή περιφερειακός οργανισμός, ποιο διεθνές δικαστήριο, ποιο συλλογικό όργανο, ποια Αρχή υιοθέτησε ποτέ την άποψη ότι η Ελλάδα έχει το κοπιράιτ επί του γεωγραφικού όρου Μακεδονία και ότι, συνεπώς, η ονομασία του κράτους «των Σκοπίων» δεν μπορεί να περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγό της, διότι εμείς δεν το επιτρέπουμε. Δεν τη «δίνουμε» τη λέξη. Η απάντηση είναι ποτέ και κανένας. Η Ελλάδα λοιπόν δεν «ξεπουλάει», ούτε «παραδίδει» κάποιο ιδιοκτησιακό δικαίωμα που έχει, διότι απλούστατα δεν το έχει, εφόσον κανένας άλλος στον κόσμο δεν δέχεται ότι το έχει.
Ο εξόφθαλμος παραλογισμός της επίκλησης ιδιοκτησιακού δικαιώματος που κανένας άλλος στον κόσμο δεν αναγνωρίζει –αυτό ακριβώς το δικαίωμα επικαλείται «η πλειοψηφία του ελληνικού λαού»- εξηγεί πλήρως και εκείνη την ιστορία των καταγγελιών ότι ο κ. Μητσοτάκης άλλα λέει στις επαφές του στο εξωτερικό και άλλα λέει δημοσίως όταν βρίσκεται στην Ελλάδα.
Πάρα πολύ χρήσιμο θα ήταν να αναρωτηθούμε εδώ γιατί αυτού του είδους οι καταγγελίες ακούγονται για πρώτη φορά στη συνάφεια των λεγόμενων «εθνικών», αλλά και άλλων, τραυματικού αποτελέσματος, θεμάτων: Πόλεμος του 1897, Διχασμός, Μικρασιατικός Πόλεμος, ανταλλαγές πληθυσμών, δικτατορίες, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, Μακεδονικό, Βορειοηπειρωτικό, Κυπριακό και τόσα άλλα. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα γράφτηκαν και ακούστηκαν σχεδόν τα πάντα για όλους: πολιτικούς, κόμματα, εφημερίδες.
Πολλές φορές οι κατηγορίες εναντίον πολιτικών ηγετών δεν έφταναν μέχρι, αλλά ξεκινούσαν από τη λέξη προδότης. Κανέναν όμως μέχρι τώρα δεν τον κατήγγειλαν ποτέ πως, σε σχέση με μείζονα θέματα, που απασχολούσαν έντονα και για πολλά χρόνια την κοινή γνώμη, άλλη γλώσσα μιλούσε στις επαφές του με τους συμμάχους της χώρας στο εξωτερικό και εντελώς άλλα πράγματα υποστήριζε δημόσια όταν απευθυνόταν στο ελληνικό εκλογικό σώμα, ζητώντας μάλιστα και την κατανόηση των ξένων συνομιλητών του γι’ αυτό.
Η μοναδικότητα της παραπάνω καταγγελίας έχει άμεση σχέση όχι απλώς με την προβολή του Μακεδονικού ως «εθνικού θέματος», ως θέματος δηλαδή που εδράζεται στα «απαράγραπτα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού», τα οποία προφανώς ισχύουν κατά τρόπο αυτονόητο και δεν χρειάζονται τη σύμφωνη γνώμη κανενός τρίτου, αλλά με την ελληνική «εθνική» επιχειρηματολογία επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Με το ότι δηλαδή η Ελλάδα έχει απονείμει στον εαυτό της το κοπιράιτ του «ονόματος». Μία παραδοξολογία που βρίσκεται σε ανοιχτή και πλήρη σύγκρουση με όσα πιστεύει όλος ο υπόλοιπος κόσμος. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά...
Εδώ ανακύπτει ένα χρήσιμο ερώτημα. Ωραία, ας υποθέσουμε πως μιλάμε σοβαρά, τρόπος του λέγειν, πως τουλάχιστον δεν κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας και δεν χρησιμοποιούμε εκτός συνόρων προκλητικά ανυπόστατους ισχυρισμούς. Ας υποθέσουμε δηλαδή πως η Ελλάδα δεν επικαλείται κάποιο ανύπαρκτο, όπως είδαμε, ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί του ονόματος Μακεδονία, αλλά θέτει ως στόχο της να πετύχει τη μη χρήση του με πολιτικά/διπλωματικά μέσα: με τις κατάλληλες συμμαχίες, στην κατάλληλη συγκυρία και βεβαίως με τη «διαφώτιση» της διεθνούς –και όχι της διεθνής, γιατί μπορεί να αντιδράσει άσχημα– κοινής γνώμης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καλό θα ήταν τα χρήματα από τα μυστικά κονδύλια να δίνονται σε μαύρες πλαστικές σακούλες, διότι τις παραδόσεις πρέπει να τις τιμούμε.
Θα ήταν διαφορετικό το αποτέλεσμα; Θα ήταν ποτέ δυνατόν να υποστηρίξει οποιοσδήποτε άλλος την κάπως εξωφρενική απαίτησή μας να μην υπάρχει η λέξη Μακεδονία ή παράγωγό της στην ονομασία ενός «κρατιδίου» (με σχεδόν διπλάσιο πληθυσμό από αυτόν της Κύπρου), το οποίο από τους Βαλκανικούς Πολέμους ή από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου –για να πάμε μόνο 100 χρόνια πίσω και να μην ασχοληθούμε με την προηγούμενη Ιστορία της περιοχής, δεν μας συμφέρει άλλωστε– βρίσκεται στον γεωγραφικό χώρο τής, βορείως των ελληνικών συνόρων, Μακεδονίας;
Η απάντηση είναι όχι. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Οι δύο προσεγγίσεις όμως δεν είναι καθόλου ίδιες. Ενας στόχος –εξωπραγματικός έστω, όπως άριστα γνωρίζουν σε πολλές περιπτώσεις και όσοι τον θέτουν σε κυκλοφορία για εσωτερική κατανάλωση– που όμως προβάλλεται με το λεξιλόγιο των συμμαχιών, της διπλωματίας, της άμυνας ή της εξωτερικής πολιτικής μας που απέτυχε (δεν καταφέραμε να πείσουμε, δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων, λάθος συγκυρία, θα επανέλθουμε, αρκεί να μας ξαναψηφίσετε) είναι άλλο πράγμα από τον στόχο που αυτονομιμοποιείται ως «απαράγραπτο ιστορικό δικαίωμα του Ελληνισμού» και εμφανίζεται μπροστά μας με την περικεφαλαία της παράστασης στο Στάδιο για την πολεμική αρετή των Ελλήνων, επί χούντας, εκείνη των συγκεντρώσεων των οπαδών του Γκρούεφσκι στα Σκόπια εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών ή την, ακριβώς ίδια, του πρώτου συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης.
Το χειρότερο από όλα όμως, το μέτρο του κατήφορου πολλών από εκείνους που βάλλουν συστηματικά εναντίον της Συμφωνίας -βουλευτές, πολιτικά πρόσωπα, δημοσιογράφοι, «δημοσιογράφοι» και αυτό που λέμε διαμορφωτές της κοινής γνώμης γενικώς- είναι το ότι γνωρίζουν πολύ καλά όλα όσα διαβάσατε μέχρι εδώ και συμφωνούν. Πώς πρέπει να τους κρίνουμε άραγε, όταν, παρότι ξέρουν εξίσου καλά πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι προς όφελος της χώρας, εφαρμόζουν στην πράξη τη λογική τού «ψαρεύουμε [ψήφους] με δυναμίτη»;
Συντάκτης: Γιάνης Γιανουλόπουλος - ιστορικός, ομότ. καθηγητής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου