Το σημερινό Ελεγκτικό Συνέδριο ιδρύθηκε το 1833 κατά το γαλλικό
πρότυπο και είναι από τους αρχαιότερους θεσμούς του ελληνικού κράτους.
Σήμερα έχει πλήρως ξεπεραστεί. Ως ελεγκτικό θεσμό εξωτερικού ελέγχου,
οφείλουμε να τον αλλάξουμε ριζικά, ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει τις
μεθόδους και τα πρότυπα της σύγχρονης ελεγκτικής που σήμερα στη χώρα μας
είναι terra incognita (άγνωστη γη).
Ο παραδοσιακός δημοσιονομικός έλεγχος χρειάζεται να είναι παντού
αποτελεσματικός. Το «παράδειγμα» διεθνώς έχει αλλάξει. Στην Ελλάδα
παραμένει ακατανόητα ο ίδιος. Δεν θέλουμε να καταλάβουμε ακόμη στη χώρα
μας ότι οι σύγχρονοι ελεγκτικοί θεσμοί δεν θυσιάζουν πλέον ανθρώπινους
και υλικούς πόρους για απλές επαληθεύσεις λογαριασμών και ενδεχομένως
καταλογισμούς. Στην εποχή μας, με πολύ λιγότερα μέσα, επιτυγχάνονται
σαφώς καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι έχει καταφέρει μέχρι σήμερα ο
διαχυμένος σε όλους τους κρατικούς θεσμούς νομικισμός.
Ο ορθολογισμός, η επιστήμη, η σύγχρονη τεχνολογία, ο εμπειρισμός και
όχι ο νομικίστικος έλεγχος της νομιμότητας είναι οι βάσεις του σύγχρονου
δημοσιονομικού ελέγχου προκειμένου να προστατευθεί αποτελεσματικά το
δημόσιο χρήμα.
Την περίοδο των αυταρχικών καθεστώτων, οι έλεγχοι αφορούσαν κυρίως το
αν ο υπόλογος ταμίας είχε υπεξαιρέσει χρήματα. Με την εξέλιξη του
κοινοβουλευτισμού, προστέθηκε και ο έλεγχος νομιμότητας, δηλαδή εάν τα
χρήματα είχαν διατεθεί νόμιμα. Η Ελλάδα, δυστυχώς, παραμένει ακόμη εκεί.
Στην εποχή μας, ο δημοσιονομικός έλεγχος που ασκείται από τα σύγχρονα
ελεγκτικά συνέδρια άλλων χωρών προσθέτει ένα ακόμη κριτήριο. Το δημόσιο
χρήμα οφείλουν οι διοικούντες να διαθέτουν και προς τον σωστό σκοπό, με
οικονομία μέσων. Παράλληλα, σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, έχουν
εισαχθεί πρότυπα και μέθοδοι με ιδιαίτερες απαιτήσεις επαγγελματικής
συνέπειας, όπως εφαρμόζονται στον έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Περισσότερο από ποτέ, σήμερα και η ελληνική κοινωνία απαιτεί
απαντήσεις στο ερώτημα «εάν πιάνουν τόπο» τα χρήματα των φορολογουμένων
και όχι μόνο «εάν διατίθεται νόμιμα», με την έννοια της τυπικής
νομιμότητας, κάτω από την οποία κρύβονται τεράστιες ανομίες.
Στην Ελλάδα τα μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι δικαστικοί
λειτουργοί, δηλαδή εξ ορισμού μόνο νομικοί. Οι δε ελεγκτές είναι
δημόσιοι υπάλληλοι με κάποια νομική παιδεία. Στους ανώτατους ελεγκτικούς
θεσμούς των προηγμένων χωρών λειτουργεί απλώς μια νομική υπηρεσία, αλλά
ούτε τα μέλη ούτε οι ελεγκτές απαιτείται να είναι μόνο νομικοί.
Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι οι ελεγκτές εντός Ελεγκτικού Συνεδρίου
δεν θα προέρχονται μόνο από τη νομική επιστήμη αλλά και από άλλους
κλάδους, όπως πολιτικοί μηχανικοί, μηχανολόγοι, χημικοί, οικονομολόγοι,
επιστήμονες πληροφορικής, λογιστές, στατιστικολόγοι κ.λπ.
Εχω στέρεα την πεποίθηση ότι, μόνο αν υιοθετήσουμε μια άλλη μορφή
οργάνωσης και λειτουργίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θα μπορέσουμε σε
μεθόδους σύγχρονης ελεγκτικής να εισαγάγουμε νέες σύγχρονες αντιλήψεις
για τεκμηρίωση και δειγματοληψία, να αξιοποιήσουμε τη σύγχρονη
τεχνολογία, να υιοθετήσουμε νέα ελεγκτικά πρότυπα, να καθιερώσουμε νέες
μορφές συνεργασιών με τους εσωτερικούς ελεγκτές, να επιβάλουμε την
αντίληψη για συνολικό προγραμματισμό των ελέγχων και κυρίως να
μπορέσουμε επιτέλους να χαράξουμε ελεγκτικές στρατηγικές.
Εάν η χώρα θέλει να καταπολεμήσει πραγματικά τη διαφθορά, πρέπει να
απαλλαγεί από την παθογένεια του νομικισμού και να εισαγάγει ένα
σύγχρονο σύστημα ελέγχου των δημόσιων οικονομικών της. Δεν υπάρχουν
δικαιολογίες· μόνο υποκριτικά προσχήματα και προφάσεις θα επινοηθούν,
όπως πάντα, εάν δεν προχωρήσουμε, όπως προχώρησε στο πεδίο αυτό όλη η
Ευρώπη. Η πολιτική θέληση αρκεί και ο χρόνος είναι τώρα, με αφορμή την
αναθεώρηση του Συντάγματος, να πάμε τη χώρα παραπέρα, ενισχύοντας όλους
τους πολυκαιρισμένους και ασθενείς θεσμούς μας.
Συντάκτης: Αλέκος Παπαδόπουλος - πρώην υπουργός
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου