Στις μέρες μας γινόμαστε μάρτυρες μιας σειράς μέτρων, τα οποία στην ουσία αναπαράγουν έναν ηθικό ρατσισμό δηλαδή, διακρίσεις ανάμεσα στον πληθυσμό οι οποίες στηρίζονται σε έναν λόγο γνώσης/εξουσίας, που δεν είναι άλλος από το τι ορίζεται ως Υποκείμενο στην νεωτερικότητα και ο οποίος εκμηδενίζει οποια/ονδήποτε «άλλο» σε πολιτική και κοινωνική θανάτωση.
Στην ουσία για να καταφέρει να επικρατήσει ο καπιταλιστικός τρόπος σε όλες τις πτυχές της ζωής, είναι απαραίτητο βήμα η οικοδόμηση μιας κανονικότητας που εφ’ εξής μπορεί και παραγκωνίζει την ανθρώπινη ανυπακοή στον χώρο ενός ανοίκειου/παρία «άλλου», εισάγοντας έναν φαντασιακό διαρκή πόλεμο εντός του πληθυσμού ανάμεσα στην «ανώτερη» και την «κατώτερη ζωή».
Ένα τέτοιο δείγμα προσφέρει η «Προκήρυξη για την ενίσχυση Μεταδιδακτορικών Ερευνητών/τριών», όσο και η προκήρυξη «Ακαδημαϊκής Διδακτικής Εμπειρίας σε Νέους Επιστήμονες», οι οποίες ανακοινώθηκαν πρόσφατα από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Και στις δύο προκηρύξεις προαπαιτούμενος όρος υποβολής για τους υποψήφιους/ες είναι να μην έχουν παρέλθει δέκα χρόνια από την ημερομηνία υποστήριξης της διδακτορικής διατριβής τους.
Αρχικά και με τις δύο προκηρύξεις εγείρεται ένα θεσμικό πρόβλημα, που στην ουσία δεν είναι άλλο από το ότι η πολιτεία και τα πολιτικά πρόσωπα επιλαμβάνονται ενός θέματος που εμπίπτει κατεξοχήν στη δικαιοδοσία της επιστημονικής κοινότητας. Επιπλέον, προκύπτει και ένα θεμελιακό ερώτημα ουσιαστικό για το πνεύμα και το νόημα της Δημοκρατίας. Ποιους/ες επιχειρεί ο νομοθέτης ν’ αποκλείσει με αυτό το νομικό πλαίσιο
Με ποιο δικαίωμα η εξουσία περνά ένα τέτοιο μέτρο και με ποια λογική αυτό νομιμοποιείται, αν όχι μέσα από τον τρόπο με τον οποίο η εξουσία πραγματεύεται την έννοια της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, όσον αφορά τη δημιουργία δήθεν μιας δικαιότερης Δημοκρατίας; Διότι και οι κρατικές/δημόσιες προκηρύξεις αυτήν υποτίθεται ότι διασφαλίζουν μέσα από έναν λόγο που έχει ως υποτιθέμενο στόχο τη δίκαιη διεκδίκηση των νέων αυτού του τόπου για μια θέση στην ακαδημαϊκή κοινότητα, και τη διασφάλισή της από τον κοινωνικό εχθρό που είναι ένας μυστηριώδης «άλλος»;
Οι κρατικές/δημόσιες προκηρύξεις μάλιστα, όπως αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω και όπως και ευρύτερα ο διάλογος που βλέπουμε να έχει ανοίξει στις μέρες μας, συχνά παραβλέπουν τη θέσπιση ελαφρυντικών μέτρων για μονογονεϊκές οικογένειες, για περιπτώσεις αναπηρίας, ή βαριάς ασθένειας, σε μια κοινωνία που τα τελευταία δέκα χρόνια οι όποιες ευκαιρίες λόγω κρίσης ήταν μηδαμινές.
Στην ουσία δηλαδή, αυτό που προβάλλεται ως το σταθερό στοιχείο είναι η προτίμηση μιας «υγιούς» και «νέας» ακαδημαϊκής κοινότητας, σύμφωνα με αυτό που η εξουσία ορίζει ως «υγιές», ενώ παράλληλα μια μερίδα του πληθυσμού αποκλείεται γιατί συνιστά, μέσα από συνθήκες που η ίδια η εξουσία έχει ορίσει, ένα «μη υγιή ακαδημαϊκό πληθυσμό».
Έτσι, η προκήρυξη και στις δύο περιπτώσεις, χωρίς να έχει προσδιορίσει τι εννοεί με τον όρο «ακαδημαϊκά νέος/νέα», στην ουσία δεν κάνει τίποτα άλλο από το να δημιουργεί μια προβληματική γκρίζα ζώνη ανάμεσα στο υγιές και το «μη υγιές» υποκείμενο, που καθορίζεται λόγου χάρη από τον όρο-περιορισμό της εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής σε λιγότερο χρονικό διάστημα των δέκα ετών. Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, ο λόγος αυτών των προκηρύξεων, όπως και ευρύτερα ένας λόγος που καταλήγει σε μέτρα για την προστασία της κοινωνίας ενάντια σε αυτόν τον περιώνυμο «άλλο», απλώς καταλήγουν αφενός να ενισχύουν την ανισότητα που δημιουργείται από τον νεοφιλελευθερισμό, και αφετέρου να ενσωματώνουν και να αναπαράγουν ανάλογα μέτρα προστασίας της κοινωνίας ενάντια σε έναν «άλλο» που πρέπει να θανατωθεί πολιτικά και κοινωνικά, ώστε να επικρατήσει η «νέα σκέψη».
Τέτοια μέτρα όμως δεν διασφαλίζουν ούτε προωθούν ούτε και τιμούν την Δημοκρατία, όπως άλλωστε ο σεξισμός και ο ρατσισμός του νεοφιλελευθερισμού επιβεβαιώνουν. Διότι σύμφωνα με το πρόταγμά τους, δεν πρέπει να αμυνθούμε ενάντια στους μηχανισμούς εξουσίας, αλλά ενάντια στην εκάστοτε «κατώτερη φυλή» και εν προκειμένω στους μη-νέους που διεκδικούν θέση στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, αφού στην ουσία ο μύθος του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι γενικά και αόριστα η αιτία του κακού, όπως της βίας, της εγκληματικότητας, της φτώχειας, της ασθένειας και κατά συνέπεια και του brain drain εντοπίζεται στον «άλλο» –άνθρωπο/πληθυσμό– που δεν κατάφερε να «ενηλικιωθεί» και ως εκ τούτου αναπαράγει τους όρους μιας «ανίκανης ζωής», αποτελώντας μια μειοψηφία, η οποία σε αντιπαράθεση της υγιούς ομάδας «νέοι» η οποία έχει μάθει τον σωστό χειρισμό των τεχνικών μεθόδων που είναι απαραίτητα εφόδια εντός του καπιταλισμού, αναγκάζεται ακόμη και να μεταναστεύσει με σκοπό την επιβίωση σε καλύτερες συνθήκες.
Η θεωρία έτσι, περί brain drain δίνει έμφαση σε αυτό, χωρίς να προχωρά σε μια ουσιαστική πραγμάτευση της θεσμικής λογικής του ίδιου του συστήματος που προκαλεί την κρίση και προσφέρει μια απάντηση που εξασφαλίζει τον καπιταλιστικό μύθο, σύμφωνα με τον οποίο κάποιες ζωές παραμένουν στο περιθώριο.
Ως εκ τούτου, σε περιόδους κρίσης, στόχος είναι η περιθωριοποίηση αυτού του ατόμου/πληθυσμού-«άλλου», όχι με τον θάνατό του φυσικά, αλλά με τον κοινωνικό ακρωτηριασμό του, έτσι ώστε να αδυνατεί να επαναλάβει το αδίκημα. Παράλληλα η πρακτική αυτή προσομοιάζει με επίδειξη δύναμης της κρατικής εξουσίας με τη συμβολική «τιμωρία»-αποκλεισμό κάποιου που (ας φανταστούμε) δεν εργάστηκε όσο θα έπρεπε, άρα θα πρέπει να ντρέπεται για αυτό και απορρίπτεται από τον καπιταλισμό που κατά τ’ άλλα ξέρει και προστατεύει τον ηθικά και σωματικά υγιή πληθυσμό του.
Έτσι ο «άλλος», ο παραγκωνισμένος, ο οικονομικά αδύναμος, όπως και ο ασθενής μαθαίνουν να ντρέπονται, αφού δεν κατάφεραν να ενταχθούν στην «υγιή» κανονικότητα και για αυτό υπομένουν μια κατώτερη μοίρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, με όσα ζούμε γύρω μας, όσο και αν τέτοιες προκηρύξεις φαντάζουν με μια πρώτη ανάγνωση ασήμαντες, ή ότι αφορούν ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού, αν συλλογιστούμε ότι προέρχονται από τον εξουσιαστικό λόγο και ότι στην ουσία αναπαράγουν μια διάκριση στο εσωτερικό του πληθυσμού σε ικανό και σε μη-ικανό και μάλιστα εισέρχονται ως μέτρο εξυγίανσης στην ακαδημαϊκή κοινότητα, κατανοούμε ότι αυτή η σεξιστική και ρατσιστική σκέψη έχει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος για ολόκληρη την κοινωνία. Στην ουσία αυτή η κανονικότητα, που κατασκευάζεται από τους μηχανισμούς εξουσίας ως επιλογή, διαχέεται στην κοινωνία ως καθεστώς αλήθειας.
Ένα καθεστώς αλήθειας που είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνο, την ίδια στιγμή που η Γενική Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ απηύθυνε στις 5 Δεκεμβρίου 2018 την τρίτη έκκληση για την ανανέωση της διεθνούς συνεργασίας, εκφράζοντας τον φόβο πως έρχεται μια νέα «εποχή οργής», κατά την οποία οι ανισότητες θα ξεπερνούν εκείνες της «χρυσής εποχής» του καπιταλισμού, τον 19ο αιώνα, ζητώντας μια διεθνή συμμαχία. Για τις συμμαχίες, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία, τις ζούμε στο πετσί μας και φανταζόμαστε σε τι παραπέμπει η γενική Διευθύντρια. Αυτό που χρειάζεται να καταλάβουμε είναι ότι το σύστημα που υπηρετεί η κ. Λαγκάρντ γεννά, δημιουργεί και αναπαράγει την ανισότητα και ως εκ τούτου και την οργή.
Ως εκ τούτου, αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι, η χρυσή εποχή του καπιταλισμού, όπως την περιγράφει η γενική γραμματέας, στην ουσία είναι ένας αιώνας, στη διάρκεια του οποίου η ανθρώπινη ανυπακοή αφενός πνίγηκε στο αίμα και αφετέρου, χιλιάδες άνθρωποι κατέληξαν λόγω των πεποιθήσεών τους και του τρόπου ζωής τους, σε άσυλα σωφρονισμού ή απλώς κόσμησαν λόγω του τρόπου ζωής τους και ιδιαιτέρως της ανυπακοής τους στην αστική νόρμα τον κατάλογο των ψυχικών νοσημάτων, όπως της ηθικής παράνοιας, της παράνοιας των ηθικά εκφυλισμένων και οι οποίες αποτέλεσαν στην ουσία τη βάση για την ερμηνεία των ψυχώσεων και των νευρώσεων στην συνέχεια σε ολόκληρο τον πληθυσμό.
Εξάλλου, οι σεξουαλικά παρεκκλίνοντες, οι έμφυλα παρεκκλίνοντες, οι επαίτες, τα «εκφυλισμένα παιδιά», οι «εκφυλισμένοι» καλλιτέχνες, οι «κοινές», οι «υστερικές» γυναίκες, οι επαναστάτριες, οι αναρχικοί και οι κομμουνιστές/ριες, ήταν μια κατηγορία του πληθυσμού που αποκλείστηκαν, αφού θεωρήθηκαν ότι δεν ήταν υποκείμενα με βούληση, αλλά άρρωστες ψυχές, φτάνοντας σε κοινωνική και πολιτική θανάτωση, από τους μηχανισμούς της εξουσίας. Αιώνας οργής λοιπόν ήταν και αυτός. Μην δημιουργούμε έτσι ψευδαισθήσεις ότι δήθεν πρέπει να στραφούμε σε ένα χρυσό παρελθόν, όπως αντίστοιχα μην αναπαράγουμε ψευδαισθήσεις ότι μέτρα, σαν την προκήρυξη που ανέφερα προορίζονται για την προστασία της κοινωνίας, των νέων από το brain drain.
Ο καπιταλισμός ποτέ δεν είχε ένα χρυσό παρελθόν όσον αφορά τις ανθρώπινες ζωές. Αυτό που ο καπιταλισμός αναμφισβήτητα παρήγαγε είναι ράβδους χρυσού, αυτό μάλλον μπέρδεψε την κυρία Λαγκάρντ και δυστυχώς και εμάς· η λάμψη του πλούτου που τρέφεται από τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία, τον σεξισμό, την ταξική και με δυο λόγια την ανθρώπινη ανισότητα και τις διακρίσεις.
Ως εκ τούτου οι όποιες διακρίσεις ανάμεσα στον πληθυσμό, μόνο ανισότητα παράγουν· εξάλλου αυτός είναι και ο ρόλος των ταυτοτήτων, ηλικίας, φύλου, φυλής, τάξης, να δημιουργούν μια συνεχή φαντασιακή πάλη εντός του πληθυσμού, με στόχο την ιεράρχηση της ζωής σε ιερή και σε μη-ιερή. Ίσως λοιπόν είναι καιρός να αθωώσουμε την ανθρώπινη ζωή και να διεκδικήσουμε από την πολιτική όχι μέτρα που στην ουσία αναπαράγουν κροκοδείλια δάκρυα, τα οποία εδραιώνουν τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον αποικιοκρατικό και τον ταξικό λόγο, με στόχο τον ηθικό σωφρονισμό του πληθυσμού, μέσω της εισαγωγής ενός κανόνα γνώσης/εξουσίας που εμμένει να εισάγει έναν διακαή πόλεμο σε συνθήκες ειρήνης ανάμεσα στον πληθυσμό.
Αν υπάρχει brain-drain, όπως αντίστοιχα αν υπάρχει βία, φτώχεια, αδικία, η αιτία αυτών των απάνθρωπων συνθηκών δεν είναι ο άνθρωπος ή τα ελλείμματα και οι αδυναμίες του, όπως ο νεοφιλελευθερισμός θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε, επιβάλλοντας δήθεν προγράμματα εξυγίανσης, αλλά ο καπιταλισμός που τα δημιουργεί. Αν είναι λοιπόν να ληφθούν μέτρα πολιτικής, όσον αφορά την εξυγίανση κατά του brain drain αλλά και ευρύτερα υπέρ της γνώσης, της υγείας, της ισότητας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, πρώτιστα, είναι αναγαγκαίο να μην υπάρχει σε καμία προκήρυξη, είτε άμεση, είτε έμμεση αναφορά σε διακρίσεις που μοιράζουν τον πληθυσμό σε «νέο» και σε «μη-νέο», σε άνδρα και σε γυναίκα, σε ομοφυλόφιλο και σε ετερόφυλο, με δυο λόγια σε μια ιεράρχηση ανάμεσα στην «ανώτερη» και στην «κατώτερη» ζωή.
Μέτρα δηλαδή, που ενώ προβλέπουν δικαιώματα για ένα μέρος του πληθυσμού, απαξιώνουν και περιθωριοποιούν ένα άλλο κομμάτι. Αντιθέτως, αυτό που πρέπει να ξανατεθεί πάνω στο τραπέζι είναι αφενός, ο εκτροχιασμός του νεοφιλελευθερισμού στις μέρες μας, που επιτρέπει τέτοιες πολιτικές και αφετέρου, η κατανόηση ότι αποτελεί αναπόσπαστο δικαίωμα του ανθρώπου η πρόσβαση σε όλα· καμία εξουσία, όταν θεωρείται δημοκρατική, δεν έχει δικαίωμα να παρεμποδίζει τα υποκείμενα από τη δυνατότητά τους για πρόσβαση στην εργασία, την υλική ευημερία, την ενεργή κοινωνική συμμετοχή, και εντέλει την ψυχική και συναισθηματική ισορροπία. Πιο αναγκαίο είναι στις μέρες μας, ίσως όσο ποτέ άλλοτε, να τολμήσουμε να οραματιστούμε μια Δημοκρατία που δεν θα μοιράζει τον πληθυσμό σε «υγιή» και σε «μη υγιή»,στο όνομα μιας δήθεν εξυγίανσης, ανοίγοντας την πόρτα ορθάνοιχτα στον ρατσισμό και τον σεξισμό, προτού να είναι αργά.
Συντάκτης: Δρ Δήμητρα Τζανάκη - Μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο τμήμα ΠΕΔΔ (ΕΚΠΑ)
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου