Καθώς περνούν οι μέρες κοιτάμε τις καταλήψεις των μαθητών κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, τις αντιδράσεις των μαθητών που στέκουν απέναντι, τις ανακοινώσεις και τις κινητοποιήσεις ενάντια στον φασισμό στα σχολεία. Βλέπουμε τα συνθήματα, προβληματιζόμαστε για το πώς ο εθνικισμός διατρέχει οριζόντια μια κοινωνία που νοσεί και για τις απαντήσεις που αυτή η κοινωνία δίνει στα παιδιά για τη νόσο της.
Έχει κάτι τρομακτικό αυτό το συμβάν. Οχι επειδή ένα σύνθημα χρυσαυγίτικης έμπνευσης βρήκε χώρο σε ένα σχολείο (για όποιον έχει μεγαλώσει στην Κυψέλη και τις γύρω περιοχές τα φασιστικά συνθήματα στα σχολεία δεν προκαλούν έκπληξη εδώ και δεκαετίες). Αλλά για τον τρόπο που ο αξιακός κώδικας που προτείνει έρχεται να συνομιλήσει με την ηλικία.
Για τον τρόπο που το συμβάν περιγράφει τη ρωγμή εντός της οποίας βρισκόμαστε. Το σύνθημα περιγράφει πως ζούμε στη φάση που η δημοκρατία δεν είναι το ίδιο αυτονόητη με την υπερβατική πραγματικότητα που ονομάζεται «Μακεδονία». Αυτό το σημείο που συμπυκνώνει μύθους για το παρελθόν και φόβους για το μέλλον. Ξενοφοβία, μιζέρια και μισαλλοδοξία.
Αυτή η υπερβατική κατασκευή εθνικής υπερηφάνειας και μαζικής τύφλωσης που έχτισε πολιτικές και δημοσιογραφικές καριέρες πουλώντας αχνιστό εθνικισμό με το κιλό. Αυτός ο μη τόπος που κατοικεί στον χρόνο. Τον χρόνο της υπερβολής και της προβολής. Στον χώρο του σοβινισμού, του φόβου για τον άλλο και του γαλανόλευκου αυνανισμού.
Απέναντι σε αυτή την απόλυτη βεβαιότητα, η δημοκρατία τίθεται ως μια αμφιβολία που ράγισε, ως ένα ελαττωματικό εργαλείο που δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τα αυτονόητα, ως μια δυσλειτουργία στη ροή του αίματος του έθνους.
Αν η δημοκρατία μάς οδηγεί να κάνουμε επιλογές μη αποδεκτές από τους τοποτηρητές των αυτονόητων, τότε μπορεί να αντικατασταθεί. Γιατί το «Μακεδονία» φτάνει πιο βαθιά από το «δημοκρατία». Εντός του συνθήματος η κοινωνία ταυτίζεται με το «Μακεδονία» και όχι με το «δημοκρατία».
Όλα αυτά ειπωμένα σε πανό σχολείου μοιάζουν αποκαρδιωτικά. Ακόμα και αν υπήρχαν πάντοτε. Ακόμα και αν θα υπάρχουν για πάντα. Ο τραμπούκος φασιστάκος συμμαθητής με τον μεγάλο αδελφό στη Χρυσή Αυγή, ο κάγκουρας- αλάνι που δεν γουστάρει πακιστάνια και τέτοια, ο λεβεντομαλάκας μελλοντικός βλαχοδήμαρχος που μιλάει για πατρίδα, θρησκεία και οικογένεια.
Νομίζω όμως πως αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς -αν εξαιρέσεις ένα μικρό ποσοστό μαθητών-, δεν μιλάμε για φασισμό ή ναζισμό. Μιλάμε για ένα ριζοσπαστικοποιημένο αυτονόητο, για όλες τις μη εξετασμένες βεβαιότητες με τις οποίες στουμπώνεται το κεφάλι μας από την οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία. Για το παρελθόν, την ιστορία, την εθνική υπερηφάνεια, τη φυσική ανωτερότητά μας. Όχι απ' όσα μάθαμε αλλά απ' όσα δεν καταφέραμε να ξεμάθουμε.
Αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό πληροφορίας και αμάθειας, βαλσαμωμένου Εγώ και κόμπλεξ κατωτερότητας και ταύτισης μυθολογίας, ιστορίας και γεωγραφίας σε έναν αιγαιοπελαγίσιο αχταρμά επιθυμίας και ταυτότητας.
Δεν είναι θέμα παιδείας (όπως θα ξεστομίσει η γέρικη εκδοχή του εαυτού μας). Είναι θέμα έλλειψης της καλλιέργειας μιας διάθεσης για την επί της ουσίας αμφισβήτηση από τη μεριά των παιδιών. Αμφισβήτηση των δασκάλων, των γονιών και ημών των ιδίων. Αμφισβήτηση της κάθε αυτονόητης γνώσης και παραδοχής. Ουσιαστικά, δηλαδή, κατάφαση στην τάση της συγκεκριμένης ηλικίας, κατάφαση στη ροπή προς το νέο από τη μεριά των νέων.
Καμία παιδεία δεν είναι αντίδοτο στους νεόγερους μαθητές-μακεδονομάχους. Καμία καταδίκη των καταλήψεων, καμία συλλήβδην κατηγοριοποίησή τους ως φασιστών.
Η μόνη απάντηση και η μόνη ελπίδα μπορεί να έρθει από τους άλλους μαθητές. Από αυτούς που ενσαρκώνουν την αμφισβήτηση ως συνύπαρξη και όχι ως μίσος. Ως ορίζοντα και όχι ως κλειστοφοβία. Ως Δημοκρατία και όχι ως «Μακεδονία».
Συντάκτης: Θωμάς Τσαλαπάτης
Πηγή: tsalapatis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου