Η εργασία –ειδικά η μισθωτή– δεν φέρνει πλούτο, όπως πίστευαν πολλοί κάποτε, αλλά φτώχεια. Αντίθετα, η στυγνή εκμετάλλευση της εργασίας άλλων είναι αυτή που παράγει πλούτο, αλλά για τους λίγους.
Περισσότεροι από 500 χιλιάδες Βρετανοί εργαζόμενοι πέρασαν την τελευταία πενταετία το κατώφλι της φτώχειας –αν και είχαν δουλειά– σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε η ανεξάρτητη οργάνωση που εργάζεται για τη μείωση της φτώχειας Joseph Rowntree Foundation.
Η μελέτη που δημοσιοποιήθηκε χθες αποκαλύπτει ότι ο αριθμός των εργαζομένων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασε πέρυσι τα 4 εκατομμύρια και αυξάνεται πλέον ταχύτερα απ’ ό,τι η απασχόληση.
Αιτίες είναι:
α) η σχεδόν μηδενική αύξηση των πραγματικών τους μισθών, απόρροια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ευελιξίας στην αγορά εργασίας,
β) η συρρίκνωση των πόρων της κοινωνικής πρόνοιας και των φοροαπαλλαγών, απόρροια των πολιτικών «λιγότερου κράτους», δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας, και
γ) το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, απόρροια της απελευθέρωσης και της ολοένα πιο ανεξέλεγκτης λειτουργίας των αγορών αγαθών και υπηρεσιών.
Η αύξηση της φτώχειας στις τάξεις των εργαζομένων και ειδικά όσων έχουν παιδιά οδήγησε και στην εκτόξευση της παιδικής φτώχειας – 4,1 εκατομμύρια παιδιά, 500 χιλιάδες περισσότερα απ’ ό,τι πριν από πέντε χρόνια, ζουν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας. Συνολικά, ένα στα τρία παιδιά μεγαλώνει σήμερα υπό συνθήκες φτώχειας, στερούμενο βασικές ανάγκες.
Το μέγεθος αυτό σοκάρει αν ληφθεί υπόψη ότι η βρετανική οικονομία παραμένει μία εκ των επτά μεγαλύτερων στον κόσμο.
Η μελέτη της JRF υπογραμμίζει ότι ο αριθμός των παιδιών με εργαζόμενους γονείς που πέρασε στη φτώχεια αυξήθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων 20 ετών.
Οι γονείς αυτοί, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, εγκλωβίζονται σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας – ειδικά στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, εστίασης και υπηρεσιών φιλοξενίας, όπως τα καταστήματα, τα μπαρ, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία.
Οι επιχειρήσεις που τους απασχολούν –παρατηρεί η μελέτη– έχουν την οικονομική δυνατότητα να τους καταβάλλουν υψηλότερες αποδοχές έτσι ώστε αυτοί να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς και να ξεφύγουν από τη φτώχεια, ελέω όμως του γνωστού «βίτσιου της υπερσυσσώρευσης» το αποφεύγουν.
Βέβαια, για τη δεινή κατάσταση αυτών των εργαζομένων και των παιδιών τους δεν φταίνε μόνον οι τελευταίοι αλλά και οι βρετανικές κυβερνήσεις.
Πρόσφατη έρευνα του Institute for Financial Studies έδειξε ότι οι πολιτικές λιτότητας του προηγούμενου υπουργού Οικονομικών των Συντηρητικών, Τζορτζ Οζμπορν, επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση του φτωχότερου 10% της βρετανικής κοινωνίας πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τους πλουσιότερους.
Η σημερινή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι υποσχέθηκε να βάλει τέλος στη λιτότητα στον προϋπολογισμό που κατέθεσε το φθινόπωρο, όμως οι οικονομολόγοι λένε ότι αυτό ακόμη δεν έχει φανεί.
Έτσι, συνολικά πάνω από 14 εκατομμύρια Βρετανοί, ή ένας στους πέντε, ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας. Εξ αυτών τα 8,2 εκατομμύρια είναι ενήλικοι, 4,1 εκατ. παιδιά και 1,9 εκατ. συνταξιούχοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου