Η προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος για να μην γίνονται λανθασμένες εκτιμήσεις ξεκινά από μια παραδοχή: ότι ο γεωγραφικός χώρος της χώρας μας περιλαμβάνει εκτάσεις που σταδιακά προσαρτήθηκαν στο νεοελληνικό κράτος, όπως ρητά περιγράφεται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, στη συνθήκη απελευθέρωσης της Κωνσταντινουπόλεως του 1832 και στις μετέπειτα συνθήκες προσαρτήσεων των απελευθερούμενων ελληνικών εδαφών.
Οι υπάρχουσες λοιπόν τότε μονές, όταν προβάλλουν αξιώσεις επί γαιών, θα πρέπει να κάνουν ρητή αναφορά στο προ των συνθηκών και μετά τις συνθήκες αυτές, καθεστώς δικαιωμάτων τους επί πάσης φύσεως εκτάσεων, επισυνάπτοντας μάλιστα στοιχεία, που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από τη Διοίκηση και την Δικαιοσύνη.
Επί οθωμανικής κυριαρχίας και διαρκούντος του απελευθερωτικού αγώνα οι μονές είχαν υποστεί πολλές κακουχίες από το τουρκικό κράτος, κι αυτό γιατί περιέθαλπαν αγωνιστές ή τους ενίσχυαν με πολεμοφόδια και τρόφιμα. Δεν μπορεί δηλαδή να αμφισβητηθεί η προσφορά των μοναχών στον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη διαφοροποίηση που ζητούν οι μονές στην αντιμετώπιση ζητημάτων κυριότητας σε εκτάσεις της χώρας.
Οι μονές αντιμετωπίζονταν από το οθωμανικό κράτος ως ευαγή σχεδόν ιδρύματα, δηλαδή όπως τα τζαμιά. Δεν θεωρήθηκε όμως κατά την απελευθέρωση ότι τα κτήματα που νέμονταν, έπρεπε να αποτελέσουν κατά τις διαπραγματεύσεις και αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, όπως απετέλεσαν τα βακουφικά. Σε καμιά περίπτωση δεν αντιμετωπίσθηκαν ως αυτοτελείς οικονομικές ενότητες με ακίνητη περιουσία έξω από τους κανόνες του οθωμανικού δικαίου.
Ο Καποδίστριας και ο Όθωνας, όχι μόνο δεν έκαναν καμιά διάκριση στην αντιμετώπιση των υπαρχουσών 430 μονών, αλλά και διέλυσαν όσες είχαν δύναμη κάτω των έξι ατόμων, παίρνοντας ταυτόχρονα και την περιουσία τους. Οι υπόλοιπες 153 συνέχισαν να λειτουργούν, αλλά το 1834 τα περιουσιακά τους στοιχεία μπήκαν σε ειδικό καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης, στο Εκκλησιαστικό Ταμείο, που συστάθηκε γι' αυτόν τον σκοπό.
Το Βασιλικό Διάταγμα του 1833
Μπορεί ένα χρόνο πριν, με το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Ιουλίου 1833, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία υπήχθησαν οι μη διαλυθείσες 153 μονές να ανακηρύχθηκε «αυτοκέφαλος», αλλά ήταν ανεξάρτητη από το κράτος μόνο στα δογματικά ζητήματα. Όσον αφορά δε το μεταβατικό καθεστώς των γαιών, από αυτό του οθωμανικού κράτους σε αυτό του νεοελληνικού, ρυθμίστηκε με τα δύο Βασιλικά Διατάγματα της 3/15 Δεκεμβρίου 1833 και της 17/29 Νοεμβρίου 1836. Σύμφωνα με αυτά, οι μονές της ελεύθερης Ελλάδας, αν προέβαλλαν αξιώσεις, όφειλαν να προσκομίσουν επίσημα τουρκικά έγγραφα (ταπία) που να αποδείκνυαν την εκχώρηση προς αυτές, από το επίσημο τουρκικό κράτος, της αποκλειστικής “οιονεί νομής επικαρπίας”, σε τέτοιες εκτάσεις, πράγμα που δεν έκαναν.
Το ελληνικό κράτος, όπως συγκροτήθηκε σε οργανωμένο σύνολο εξουσιών, έλαβε οριστικές αποφάσεις για τις εκτάσεις αυτές το 1835, τις οποίες και γνωστοποίησε το 1838. Μάλιστα, για να λυθούν και τα προβλήματα που προέκυπτανμ με βάση τις συνθήκες απελευθέρωσης, από την υποχρέωση του ελληνικού κράτους να αποζημιώσει τους Οθωμανούς που έφευγαν, υπήρξε κι ένας συμβιβασμός με τους Τούρκους. Ο συμβιβασμός αυτός επικυρώθηκε με Βασιλικό Διάταγμα που δεν καταργήθηκε έκτοτε και έχει ισχύ αναγκαστικού νόμου του κράτους, αφού απετέλεσε την οριστική ρύθμιση στο γαιοκτητικό ζήτημα της ελεύθερης Ελλάδας, από το πρώην οθωμανικό στο νέο ελληνικό πλέον κράτος.
Το Εκκλησιαστικό Ταμείο διαλύθηκε τελικά το 1841 και τη διαχείριση των περιουσιακών του στοιχείων ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών. Το 1847, ψηφίζεται ειδικός νόμος (ΝΖ) που ρύθμισε την παραχώρηση στις μονές που βρίσκονταν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα τα κτήματά τους στην ελεύθερη Ελλάδα. Διαπιστώνεται όμως ότι στον νόμο δεν γίνεται καμία μνεία των διαδικαστικών λεπτομερειών απόδοσης των κτημάτων. Υπάρχουν μόνο αόριστες αναφορές. Για τις εκτάσεις αυτές ήδη με τα διατάγματα του 1833 και του 1836 είχαν ρυθμιστεί τα ζητήματα ιδιοκτησίας αλλά και επικαρπίας, μάλιστα αδιακρίτως υπηκοότητας για αξιούντες δικαιώματα.
Το 1909 ιδρύεται ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) προκειμένου να αναλάβει αυτός τη διαχείριση των κτημάτων των διατηρούμενων 153 μονών. Αργότερα, με τον Ν. 4684/1930 τα συγκεκριμένα ακίνητα κηρύχθηκαν είτε «εκποιητέα» είτε «διατηρητέα περιουσία», χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προηγούμενα. Υπήρξαν δηλαδή αβλεψίες που και σήμερα ακόμα δημιουργούν τεράστια προβλήματα στη Διοίκηση, σε πολίτες, στη Δικαιοσύνη και στην κτηματογραφική διαδικασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτεία σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να έκανε απαλλοτριώσεις στο πλαίσιο της αγροτικής νομοθεσίας στις εκτάσεις αυτές, προκειμένου να αποκατασταθούν ακτήμονες καλλιεργητές ή πρόσφυγες ή κτηνοτρόφοι, όμως από την άλλη πλευρά, και ο ΟΔΕΠ εκποίησε για λογαριασμό του σημαντικό μέρος της, με ενδιάμεσο φορέα συγκέντρωσης των χρημάτων και σύνταξης των σχετικών συμβολαίων την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας.
Το σύνταγμα του 1952
Η λειτουργία αυτή δημιούργησε ένα κλίμα διαρκών αμφισβητήσεων και από τις δύο πλευρές, μέχρι το 1952, που το σύνταγμα εξουσιοδότησε την τότε κυβέρνηση να απαλλοτριώσει γη προς όφελος των άκληρων και κτηνοτρόφων για περίοδο τριών ετών από της θέσεώς του σε ισχύ. Σε εκτέλεση αυτής της μεταβατικής διατάξεως, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Δημόσιο συνήψαν μία συμφωνία η οποία κυρώθηκε από το Δημόσιο με το Διάταγμα 2185/8.10.1952.
Το άρθρο 36 του Διατάγματος αυτού δήλωνε κατ’ ουσίαν ότι το Δημόσιο θα παραιτείτο του λοιπού από τα δικαιώματα που είχε δυνάμει του άρθρου 104 του συντάγματος, αναφορικά με την απαλλοτρίωση ή την αναγκαστική μίσθωση περιουσίας της ελληνικής Εκκλησίας. Με βάση την συμφωνία, οι μονές θα έδιναν με πώληση τα τέσσερα πέμπτα των γεωργικών κτημάτων τους και τα δύο τρίτα των βοσκοτόπων τους και θα ελάμβαναν το ένα τρίτο της αξίας τους. Δεν υλοποιήθηκε στο σύνολό της ούτε αυτή η συνταγματική ρύθμιση.
Έκτοτε ακολούθησαν δύο σημαντικές προτάσεις που έβαλαν στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους την παράμετρο της αξιοποίησης της ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας. Η πρώτη ήταν οι ρυθμίσεις του 1987 και του 1981 με τους νόμους 1700 και 1881, γνωστούς ως νόμους Τρίτση, και η δεύτερη η πρόσφατη συμφωνία.
Οι νόμοι ισχύουν μέχρι σήμερα και βρήκαν εφαρμογή σε ένα σημείο κομβικό και για τη σημερινή συμφωνία: Με μια σύμβαση που υπέγραψαν η Πολιτεία και οι 149 από τις 153 μονές, το σύνολο της εκκλησιαστικής τους περιουσίας, περνούσε στον Οργανισμό Διοικήσεων Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), η δε Πολιτεία αναλάμβανε την υποχρέωση να παραχωρεί το 1% του προϋπολογισμού του υπουργείου Παιδείας, δηλαδή ήταν η πρώτη φορά που συνδεόταν ουσιαστικά η συγκεκριμένη περιουσία με την οικονομική λειτουργία της Εκκλησίας. Ούτε αυτή η σύμβαση υλοποιήθηκε.
Αξιοσημείωτες συμπτώσεις
Το αξιοσημείωτο είναι ότι η περιουσία που προέβλεπε συμπίπτει με αυτήν που προτείνεται σήμερα να ενταχθεί υποχρεωτικά στο Ταμείο Αξιοποίησης και που, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση, το 1987, των γεωτεχνικών επιθεωρήσεων της πρώην ΑΤΕ, είναι 367.000 στρ. δάση, 753.000 στρ. βοσκότοποι και 190.000 στρ. αγροτικές εκτάσεις.
Μάλιστα, για την αξιοποίηση της συγκεκριμένης περιουσίας υπήρξε κι άλλη απόπειρα, το 2013, με την οποία συστάθηκε η Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία εντάσσεται επίσης στο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας και διοικείται με το σημερινό κατά νόμον καθεστώς.
Η νέα συμφωνία για να μην υπάρξουν περαιτέρω τριβές αποδέχεται το δικαίωμα της αμφισβήτησης της κυριότητας και από τις δύο πλευρές. Όμως, κάποια στιγμή, και μάλιστα ενόψει του Εθνικού Κτηματολογίου θα κληθούν όλες οι μονές, οι παλιές 153, αλλά και οι νέες, να προσκομίσουν τίτλους ή επίσημα έγγραφα, τα οποία πρέπει να θεμελιώνουν αξιώσεις επί των πάσης φύσεως ακινήτων τους.
Βαγγέλης Αποστόλου - βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Εύβοιας και τέως υπουργός
Πηγή: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου