Ένα επικίνδυνα μετέωρο βήμα
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου
Παρότι το θέμα δεν προσφέρεται ούτε για ευκολίες ούτε για απλοποιήσεις, θέλω να πω εξαρχής με σαφήνεια τη γνώμη μου: η συμφωνία του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου δεν ικανοποιεί –και δεν μπορεί να ικανοποιεί– την πλευρά που υποστηρίζει τη θρησκευτική ουδετερότητα της χώρας. Η συμφωνία δεν αφορά απλώς ένα οργανωτικό ζήτημα, αλλά τον πυρήνα της πολιτειακής ταυτότητας της Ελλάδας.
Με αυτήν, το οικονομικό βάρος της μισθοδοσίας των ιερωμένων παραμένει στην ελληνική πολιτεία πλην όμως η διαχείριση της μισθοδοσίας περνά εφεξής στην Εκκλησία, η οποία πλέον αυτοτελώς μπορεί να αποφασίζει. Οι κληρικοί θα χάσουν τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα και για τον λόγο αυτό διαμαρτύρονται, φοβούμενοι ότι η προστασία που τους παρέχει το κράτος έναντι των προϊσταμένων τους χάνεται και εφεξής οι τελευταίοι θα μπορούν να αποφασίζουν χωρίς δεσμεύσεις που προέκυπταν έως τώρα από την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου.
Θεωρώ θετικό ότι επιτέλους η Εκκλησία θα μπορεί αυτοτελώς να κανονίζει τα του οίκου της. Υπό την έννοια αυτή, η συμφωνία όντως είναι ένα βήμα στην ορθή κατεύθυνση. Ωστόσο, το βήμα μένει επικίνδυνα μετέωρο. Η θετική κατεύθυνση φαλκιδεύεται και εν τέλει ακυρώνεται εξαιτίας δύο προβλημάτων:
Το πρώτο είναι ο αδόκιμος συμψηφισμός του ύψους της μισθοδοσίας των κληρικών με την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που παραχωρήθηκε στο ελληνικό Δημόσιο. Οσο δεν έχει γίνει καταγραφή αυτής της περιουσίας, ένας τέτοιος συμψηφισμός είναι απολύτως αυθαίρετος. Αν δεν καταγραφεί για τι περιουσία συζητάμε, δεν βλέπω πώς μπορούμε να προβαίνουμε σε τέτοιες συναλλαγές, τύπου «μία σου και μία μου». Επομένως, η καταγραφή και αξιολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας που παραχωρήθηκε στο Δημόσιο είναι προϋπόθεση του όποιου συμψηφισμού. Επ’ αυτού, αν το ελληνικό κράτος βρεθεί να χρωστάει, φυσικά να πληρώσει και να κλείσουμε το ζήτημα.
Το δεύτερο μείζον πρόβλημα είναι η ανάληψη πολιτειακής ευθύνης για την εσαεί μισθοδοσία της Εκκλησίας από την ελληνική πολιτεία. Μια τέτοια ρύθμιση, πέραν του οικονομικά επαχθούς χαρακτήρα της (για τον οποίο άλλοι είναι αρμοδιότεροι εμού να μιλήσουν), παραβιάζει ουσιωδώς τη θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους. Δεν μπορεί ένα κράτος να μιλάει σοβαρά για θρησκευτική ουδετερότητα τη στιγμή που αναλαμβάνει να συντηρεί στο διηνεκές έναν πενταψήφιο αριθμό ιερωμένων, για την επαγγελματική κατάσταση των οποίων μάλιστα απεμπολεί κάθε δικαίωμα.
Για τον λόγο αυτό έχει επισημανθεί (και από τον γράφοντα) ότι οι όροι «θρησκευτική ουδετερότητα» και «επικρατούσα θρησκεία» συνιστούν κατεξοχήν αντίφαση. Είναι ή το ένα ή το άλλο στο Σύνταγμα. Και, φυσικά, το αποτέλεσμα της συμφωνίας το αποδεικνύει. Η συμφωνία είναι μεν ανεξάρτητη από την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά δεν μπορεί να μη διαβάζεται υπό το φως αυτής. Χρειάζονται λοιπόν καθαρές λύσεις: «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ». Η πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης και η συμφωνία δεν υπηρετούν καθαρές λύσεις.
Η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην πρότασή της για διακριτούς ρόλους Κράτους-Εκκλησίας το 2005 τόνιζε, μεταξύ άλλων:
«Είναι προφανές ότι, υπό καθεστώς απεξάρτησης της Εκκλησίας από την Πολιτεία, δεν νοείται μισθοδοσία των κληρικών οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγματος από την Πολιτεία. Από την άλλη, είναι εξίσου προφανές ότι, χωρίς να έχει την ελεύθερη διαχείριση των οικονομικών της, καμιά Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αναλάβει τη μισθοδοσία των λειτουργών της. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, διατηρείται το υφιστάμενο μισθολογικό, ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς των λειτουργών και υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και των εξαρτώμενων από αυτές νομικών προσώπων. Ωστόσο η διατήρηση αυτή αφορά μόνον όσους είναι διορισμένοι σε οργανικές θέσεις και υπηρετούν σε αυτές κατά την έναρξη της ισχύος του νέου νόμου».
Για τους υπόλοιπους, αυτούς δηλαδή που θα προσλαμβάνονται εφεξής, η Εκκλησία της Ελλάδας πρέπει να υποστεί το μισθολογικό βάρος. Αξιοποιώντας την περιουσία της. Φυσικά, μια τέτοια ρύθμιση δεν θα έβρισκε σύμφωνη την Εκκλησία διότι, σε βάθος χρόνου, θα οδηγούσε στην απαλλαγή της πολιτείας από τη μισθοδοσία των κληρικών. Από την άλλη, δεν θα άφηνε κανέναν κληρικό στο δρόμο. Εδώ είναι λοιπόν που η εκάστοτε κυβέρνηση της Ελλάδας θα πρέπει να αποφασίσει, βάζοντας την ατζέντα με την πολιτική πυγμή που η συγκυρία απαιτεί και οι ιδεολογικές της προτεραιότητες επιτάσσουν. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή είναι η δημοκρατική κυβέρνηση του κυρίαρχου λαού.
Θα πει κανείς πως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Το ξέρω. Ωστόσο, οι τομές θέλουν συναίνεση, αλλά αξιώνουν και ρήξεις. Για όσους θεωρούν τη συναίνεση της Εκκλησίας απαραίτητη για τη ρύθμιση των σχέσεών της με το ελληνικό κράτος, η αποτίμηση της συμφωνίας μπορεί να είναι συγκρατημένα θετική. Προσωπικά, όμως, δεν πιστεύω ότι μπορούμε να έχουμε μια πολιτεία απαλλαγμένη από θεοκρατικές αναφορές και δεσμεύσεις με τις ευλογίες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Γι’ αυτό εκτιμώ πως η συμφωνία είναι προβληματική και ο απολογισμός της, εν τέλει, αρνητικός. Αν η επιδίωξή μας είναι το ουδετερόθρησκο κράτος, όποια κι αν είναι τα κριτήριά μας -αριστερά, φιλελεύθερα, μεταρρυθμιστικά, ρεαλιστικά κ.ο.κ.- είναι δύσκολο να την αποτιμήσουμε αλλιώς.
Ζητούμενο το ύψος της επιδότησης προς την Εκκλησία
Του ΚΩΣΤΗ ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗ, νομικού, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Η συμφωνία αφορά μόνο το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα θετικό βήμα. Οπωσδήποτε και εφόσον κυρωθεί από την Ιερά Σύνοδο, η συμφωνία προϋποθέτει ένα βασικό ζητούμενο, να προσδιοριστεί το ύψος της οφειλής του κράτους, η οποία μεταφράζεται με την ετήσια επιδότηση προς την Εκκλησία. Ετσι λοιπόν αν δεν γνωρίσουμε το ύψος του ποσού και των αριθμό των «δόσεων» κανείς δεν μπορεί να κρίνει αν η συμφωνία είναι έντιμη.
Ως προς το δεύτερο θέμα του Ταμείου Εκκλησιαστικής Περιουσίας, θα πρέπει να καθοριστεί ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιούνται τα έσοδα από την εκμετάλλευση της περιουσίας. Αυτό ασφαλώς έχει μεγάλη σημασία για τη σχέση Κράτους-Εκκλησίας, μια σύμπραξη η οποία -κατά τη γνώμη μου- θα έπρεπε να έχει κοινωνικό χαρακτήρα.
Παρ’ όλα αυτά, απομένει να συζητηθεί το ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας που παραμένει βαθιά ιδεολογικό και πολιτικό και το οποίο θα πρέπει ασφαλώς να λυθεί στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης. Με τη λογική αυτή, η συμφωνία θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα μιας μακράς διαδικασίας καθαρών και χωριστών ρόλων.
Η παρεξηγημένη εκκοσμίκευση
Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, δρος Κοινωνιολογίας της Θρησκείας, Πάντειο Πανεπιστήμιο & Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Με αφορμή την προ-συμφωνία μεταξύ πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου και την πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης ήρθε ξανά στο προσκήνιο η συζήτηση περί εκκοσμίκευσης. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εκκοσμίκευση αποτελεί μια διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα σε τρία πεδία: 1) το ατομικό, 2) το κοινωνικό και 3) το θεσμικό, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα. Εν προκειμένω η όλη συζήτηση διεξάγεται για το θεσμικό, εάν δηλαδή το κράτος πρέπει να είναι κοσμικό και όχι εάν θα γίνει η κοινωνία κοσμική διά της βίας, όπως λανθασμένα αναπαράγουν ορισμένοι (π.χ. απαγόρευση θρησκευτικών εορτών).
Παρά ταύτα, ποικίλες έρευνες τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι ενδεχομένως και η ελληνική κοινωνία, αν δεν εκκοσμικεύεται, τουλάχιστον ενστερνίζεται κοσμικές απόψεις. Σε έρευνα της Kappa Research, για παράδειγμα, το 2015 το 61,9% τασσόταν υπέρ του πλήρους διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, ενώ το 2006 ήταν 37,9%. Παρόμοια ευρήματα προέκυψαν από την έρευνα του Pew, που διεξήχθη το 2015, όπου το 62% τασσόταν κατά της παρέμβασης της Εκκλησίας στην πολιτική.
Επιπλέον, υπάρχουν άλλες έρευνες όπως η World Values Survey (2018) σύμφωνα με την οποία αν και 81,4% των ερωτώμενων δήλωσαν θρησκευόμενοι, 11,9% δήλωσαν μη θρησκευόμενοι (non-religious) και 2,9% άθεοι, ενώ τα ποσοστά αυτά αυξήθηκαν στις ηλικίες 18-29 (15,6% μη θρησκευόμενοι, 8,5% άθεοι). Τα παραπάνω δεδομένα είναι ακόμα αρχικά και ορισμένες φορές αντιφατικά, διότι σε άλλα θέματα η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται αρκετά συντηρητική.
Εκείνο το οποίο χρήζει προσοχής και περαιτέρω μελέτης είναι το γεγονός ότι στο πεδίο της θρησκείας, αν και η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας καταγράφεται ως πιστή και σχετικά θρησκευόμενη ενδεχομένως βρίσκεται σε μια κατάσταση ρευστότητας με τάσεις εκκοσμίκευσης, καθώς ορισμένες αντιλήψεις φαίνεται να μεταβάλλονται, ενώ αν δεν υφίστατο η ταύτιση θρησκείας και έθνους, τότε ίσως η μεταβολή να ήταν βαθύτερη και ταχύτερη. Μήπως η κοινωνία δείχνει τον δρόμο;
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ούτε «χωρισμός» ούτε επαρκής επίλυση των προβλημάτων Πολιτείας - Εκκλησίας
«Η μισθοδοσία και η περιουσία δεν είναι η ουσία», επισημαίνει η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κρατώντας σαφείς αποστάσεις από το κοινό ανακοινωθέν πρωθυπουργού - αρχιεπισκόπου. Οπως υπογραμμίζει, «η συμφωνία αυτή είναι αδιανόητο να παρουσιάζεται ως “χωρισμός” ή ως επαρκής επίλυση του προβλήματος των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας».
Με ανακοίνωση που εξέδωσε, χαρακτηρίζει «αδιαμφισβήτητα θετική εξέλιξη κατά το μέρος που συνιστά μέτρο μερικού απεγκλωβισμού της μεγαλύτερης θρησκευτικής κοινότητας από την πολιτειακή εποπτεία» τη συμφωνία για τη διευθέτηση των περιουσιακών εκκρεμοτήτων της Εκκλησίας και για την υπηρεσιακή κατάσταση του κλήρου. Σημειώνει, όμως, ότι, ενώ η διαχείριση της μισθοδοσίας των κληρικών από την Εκκλησία βαίνει προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας, δεν ισχύει το ίδιο με την ισόποση με τη μισθοδοσία των κληρικών - επιχορήγηση προς την Εκκλησία, και μάλιστα στη βάση ενός γενικού συμψηφισμού με την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που παραχωρήθηκε στο ελληνικό Δημόσιο.
«Όσο δεν έχει γίνει καταγραφή αυτής της περιουσίας, ένας τέτοιος συμψηφισμός δεν είναι δυνατόν να γίνει, τη στιγμή που δεσμεύει εσαεί το ελληνικό Δημόσιο να πληρώνει την Εκκλησία για τη μισθοδοσία των κληρικών. Μια τέτοια ρύθμιση ουσιωδώς παραβιάζει τη θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους», εκτιμούν οι συντάκτες της ανακοίνωσης. Δίνοντας περαιτέρω έμφαση στο θέμα της θρησκευτικής ουδετερότητας, τονίζουν ότι, αν και θεωρητικά δεδομένη από το 1975, «παραμένει απραγματοποίητη και προφανώς δεν αρκεί οποιαδήποτε διακηρυκτική επιβεβαίωσή της».
Η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπενθυμίζει, τέλος, ότι έχει δημοσιεύσει από το 2005 «συνεκτική και τεκμηριωμένη» πρόταση νόμου για τις σχέσεις Πολιτείας - Εκκλησίας, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να απευθύνεται, με επίκαιρες εισηγήσεις, σε κυβερνήσεις και κόμματα και με προσφυγές στη Δικαιοσύνη. Και καταλήγει στην ανακοίνωσή της, εκτιμώντας ότι η σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί κατάλληλη ευκαιρία για συνολική επανεκτίμηση όλων των παραμέτρων του θέματος, «δηλαδή τουλάχιστον μια καλή αρχή».
Επιμέλεια κειμένου: Ντίνα Δασκαλοπούλου
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου