Το εκ 15 σημείων κοινό ανακοινωθέν Πολιτείας - Εκκλησίας της Ελλάδος για τα θέματα της μισθοδοσίας του κλήρου και την αξιοποίηση της περιουσίας της Εκκλησίας έχει προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στους κόλπους της Εκκλησίας, με απόρριψη της αλλαγής του τρόπου μισθοδοσίας του κλήρου πρώτα από την πλευρά των άμεσα ενδιαφερομένων, δηλαδή των απλών κληρικών, και στη συνέχεια με ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Παρά την καθολική αυτή απόρριψη της μεταβολής του τρόπου μισθοδοσίας του κλήρου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε αρχικά –παραβιάζοντας τα όσα περιλαμβάνονται στο κοινό ανακοινωθέν– ότι θα προχωρήσει άμεσα στην κατάρτιση νομοσχεδίου με βάση τα όσα περιλαμβάνονται στο κοινό ανακοινωθέν, δηλώνοντας ότι το θέμα του τρόπου μισθοδοσίας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολιτείας. Μπροστά, όμως, στη «θύελλα» που ξεσηκώθηκε εναντίον της και τις επιπτώσεις που θα είχε εις βάρος της στις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις η μονομερής νομοθέτηση της αλλαγής του τρόπου μισθοδοσίας του κλήρου, υπαναχώρησε, παραπέμποντας το θέμα σε διάλογο, δηλαδή ουσιαστικά στις ελληνικές καλένδες.
Έχουν ήδη επισημανθεί τόσο από εκκλησιαστικούς κύκλους όσο και από ειδικούς στα εκκλησιαστικά θέματα τα σημεία στα οποία πάσχει αυτό το ανακοινωθέν, το οποίο συντάχθηκε και εκδόθηκε ερήμην των άμεσα ενδιαφερομένων, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Κρήτης.
Το βασικό λάθος στα όσα περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν –το οποίο, όπως δήλωσε ο αρχιεπίσκοπος, δεν είναι συμφωνία αλλά πρόθεση συμφωνίας η οποία τελεί υπό την έγκριση της Ιεραρχίας– ήταν ότι συνέδεσε άρρηκτα τη μισθοδοσία του κλήρου με την από κοινού αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δεδομένου ότι στόχος της κυβέρνησης ήταν το μερίδιο του κράτους στα καθαρά έσοδα από την αξιοποίηση αυτή, σε βάθος χρόνου, να καλύπτει το ποσό που η πολιτεία θα χορηγεί στην Εκκλησία για τη μισθοδοσία του κλήρου. Κατά τη γνώμη μου, αντί για σύνδεση, πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός της μισθοδοσίας του κλήρου από την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά θέματα. Αναλυτικότερα:
Η μισθοδοσία του κλήρου. Είναι λάθος και υποτιμητικό οι κληρικοί –αρχιερείς, ιερείς και διάκονοι– να χαρακτηρίζονται «δημόσιοι υπάλληλοι», ενώ είναι και πρέπει να καλούνται λειτουργοί της Εκκλησίας, όπως οι δικαστές καλούνται λειτουργοί της Δικαιοσύνης και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές λειτουργοί της Εκπαίδευσης, και όχι δημόσιοι υπάλληλοι.
Όπως οι δικαστικοί και οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί καλύπτουν ζωτικές ανάγκες της κοινωνίας, και οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί καλύπτουν εξίσου, αν όχι περισσότερο, ζωτικές ανάγκες της κοινωνίας δεδομένου ότι, με βάση τη δημοσκόπηση που ανέθεσε η οργάνωση διαΝΕΟσις στην έγκυρη εταιρεία δημοσκοπήσεων MRB, γύρω στο 50% του πληθυσμού της χώρας πηγαίνει στην εκκλησία κάθε εβδομάδα ή μία ή δύο φορές τον μήνα.
Οι δικαστές και οι εκπαιδευτικοί μισθοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να μισθοδοτούνται και οι κληρικοί, χωρίς αυτό να συνεπάγεται καμιά αλληλεξάρτηση, δεδομένου ότι η πολιτεία, όπως ρητώς αναγνωρίζει στο πρώτο σημείο του κοινού ανακοινωθέντος: «Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου ως με ευρεία έννοια αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε» (αυτή η παραδοχή θα πρέπει να ενταχθεί στο Σύνταγμα, ώστε να μην υπάρχουν στο μέλλον αμφισβητήσεις).
Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανείς λόγος για αλλαγή του μέχρι τώρα τρόπου μισθοδοσίας του κλήρου και, φυσικά, δεν δημιουργούνται κενές θέσεις στο Δημόσιο που, για προεκλογικούς λόγους, ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Αυτονόητο είναι ότι, αν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια, η κυβέρνηση μπορεί να προκηρύξει διαγωνισμούς για την πλήρωση κενών θέσεων στην εκπαίδευση, στην υγεία κ.λπ.
Η εκκλησιαστική περιουσία. Δεδομένου ότι –σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του αρχιεπισκόπου, ο οποίος επί 30 χρόνια ασχολείται με το θέμα αυτό– το 95% της εκκλησιαστικής περιουσίας παραχωρήθηκε στο Δημόσιο για την αποκατάσταση των προσφύγων, ανέγερση δημόσιων κτιρίων κ.λπ., το εναπομείναν 5% ασφαλώς θα πρέπει να αξιοποιηθεί με τρόπο –για όσες Μητροπόλεις συμφωνήσουν– ανάλογο με εκείνον που προβλέπεται για την εταιρεία που δημιουργήθηκε το 2013 για την αξιοποίηση της περιουσίας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, δηλαδή την κατανομή των καθαρών εσόδων της εξ ημισείας ανάμεσα στο Δημόσιο και την Αρχιεπισκοπή.
Η καταγραφή της περιουσίας αυτής και στη συνέχεια η εκπόνηση σχεδίων για τη σωστή αξιοποίησή της (και όχι ιδιοποίησή της από επιτηδείους) θα πάρουν χρόνο. Το 50% των καθαρών εσόδων που θα προκύψουν θα ενισχύσουν τον κρατικό προϋπολογισμό και το άλλο 50% θα περιέλθει στις μετέχουσες Μητροπόλεις για ενίσχυση του κοινωνικού έργου που προσφέρουν τα Ιδρύματα και οι ενορίες τους καλύπτοντας την ανεπάρκεια ή απουσία του κράτους να επιτελέσει το έργο αυτό.
Συντάκτης: Μανόλης Δρεττάκης - πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου