Ένα ηχηρό χαστούκι στην κυβερνητική ευδαιμονία δίνει η Eurostat, η οποία υπολογίζει το ποσοστό φτώχειας για το 2017 στο 46,3%, μειωμένο μόλις κατά 1,7% σε σχέση με το 2014 και 2015 που είχε φτάσει στο ανώτατο 48%!
Αυτό σημαίνει εν πολλοίς ότι το αφήγημα για την οικονομία που βγαίνει από την κρίση μπορεί να αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά δεν αφορά την κοινωνία, η οποία επλήγη βάναυσα από τις μνημονιακές επιλογές.
Ωστόσο, αυτή η μέτρηση δεν είχε περάσει μέχρι τώρα επισήμως στα κιτάπια της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού να το αμφισβητούν.
Πρέπει να επισημανθεί ότι οι φωστήρες των στατιστικών στην Ευρώπη μετρούν το ποσοστό φτώχειας με βάση το καθαρό εισόδημα, λαμβάνοντας υπόψη ως ποσοστό το διάμεσο εισόδημα της χώρας. Έτσι, όταν αυτό περιορίζεται, μοιραία περιορίζεται και η φτώχεια ως ποσοστό επί του πληθυσμού.
Πράγματι, οδηγούμαστε στον παράλογο συλλογισμό, που όμως οι στατιστικολόγοι τον θεωρούν απολύτως λογικό, ότι το 2017 για να είσαι φτωχός πρέπει να διαθέτεις εισόδημα λιγότερο από 4,5 χιλιάδες ευρώ ενώ για να θεωρείσαι φτωχός το 2008 αρκούσε να έχεις λιγότερο από 6,5 χιλιάδες ευρώ εισόδημα.
Πλέον όμως συνέβη το αυτονόητο και τα στοιχεία δεν τιμούν καθόλου τη χώρα μας, αφού δεικνύουν ότι το 46,3% του εγχώριου πληθυσμού καλείται να ζήσει με ένα ποσό που δεν ξεπερνά τα 382 ευρώ μηνιαίως.
Αν, ωστόσο, δούμε τα στοιχεία, θα διαπιστώσουμε ότι οι μνημονιακές πολιτικές, που ξεκίνησαν το 2010 και εφαρμόστηκαν στη χώρα μας μέχρι και τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, κατάφεραν να φτωχοποιήσουν το 30% του ελληνικού πληθυσμού.
Διπλασιάστηκε
↳ Το 2008 το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν σε κατάσταση φτώχειας ανερχόταν στο 20,1%, το 2009 η φτώχεια μετρήθηκε στο 18,9%, για να μειωθεί στο 18% το 2010. Tο 2011 ανεβαίνει στο 24,9% και στο 35,8% το 2012, εκτινάσσεται στο 44,3% το 2013, παγιώνεται για το 2014 και το 2015 στο 48% και μειώνεται στο 47,7% το 2016 και στο 46,3% το 2017.
Πράγματι, το 2008, με βάση τα καταναλωτικά πρότυπα εκείνης της χρονιάς, το ποσοστό που βρισκόταν σε κατάσταση φτώχειας ανερχόταν στο 20,1% του πληθυσμού και μάλιστα με πτωτική τάση, η οποία αποτυπώθηκε στην επόμενη διετία: το 2009 η φτώχεια μετρήθηκε στο 18,9%, για να μειωθεί στο 18% το 2010, το έτος δηλαδή που η κυβέρνηση Παπανδρέου μάς έβαλε στη μνημονιακή εποχή…
Από εκεί και πέρα, ο δείκτης της φτώχειας λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Το 2011 κλείνει στο 24,9%, για να ανέβει έναν χρόνο μετά στο 35,8% και να εκτιναχθεί στο 44,3% το 2013. Από εκεί και πέρα παγιώνεται για 2 έτη, το 2014 και το 2015, στο 48%.
Όπως, λοιπόν, προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ. μπορεί να παρέλαβε από την κυβέρνηση των Σαμαρά - Βενιζέλου το ποσοστό φτώχειας στο 48% το 2014 και να το διατήρησε το 2015, τη χρονιά που εισήλθαν στην πραγματική οικονομία τα capital controls αλλά και το τρίτο Μνημόνιο, ακριβώς στο ίδιο ποσοστό, ωστόσο τα δύο επόμενα έτη ελάχιστα πράγματα κατάφερε εγκλωβισμένη στο καθοδικό σπιράλ των μνημονίων.
Ετσι, η πρώτη φορά Αριστερά για το 2016 κατάφερε να ρίξει το ποσοστό φτώχειας μόλις 0,3% και το 2017 η μείωση του σχετικού δείκτη έφτασε το 1,5% (συγκρινόμενη με το προηγούμενο έτος).
Τι σημαίνει αυτό; Πολύ απλά ότι η μείωση αυτή κινείται στα όρια του στατιστικού λάθους. Βέβαια, η σχεδιαζόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, μαζί με την κατάργηση του υποκατώτατου, αν συνδυαστεί και με τη μη μείωση των συντάξεων περίπου 600.000 συνταξιούχων, φέρνει ένα αισιόδοξο μήνυμα σε σχέση με το ποσοστό φτώχειας εν όψει 2019, χωρίς όμως αυτό να αίρει το ότι ουδέν κατάφερε η κυβέρνηση σε σχέση με την πραγματική οικονομία και την κοινωνία, η οποία στέναξε κάτω από την «μπότα» του τρίτου Μνημονίου που έφερε ως προϊόν συμφωνίας με τους δανειστές το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛΛ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου