Με αφορμή την επίσημη παρουσίαση της κυβερνητικής πρότασης για τη συνταγματική αναθεώρηση, η «Εφ.Συν.» ζήτησε την άποψη τεσσάρων έγκριτων πανεπιστημιακών και συνταγματολόγων, στο πλαίσιο του ανοιχτού διαλόγου για την κορυφαία αυτή διαδικασία που ξεκινά στη Βουλή. Τη γνώμη τους καταθέτουν οι Ιφιγένεια Καμτσίδου, Σπύρος Βλαχόπουλος, Ηλίας Νικολόπουλος και Απόστολος Παπατόλιας.
Ορθές και επιβεβλημένες οι προτάσεις του Αλ. Τσίπρα
Του Ηλία Γ. Νικολόπουλου*
Θεωρώ ορθές και επιβεβλημένες τις προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης του πρωθυπουργού, οι οποίες ευκταίον θα είναι να κινηθούν σε πέντε άξονες:
1. Στο πλαίσιο της εισαγωγής θεσμών άμεσης δημοκρατίας με την έννοια όχι μόνο της θέσπισης της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας (πρόταση νομοθετικού κειμένου από τους πολίτες), αλλά και τη θέσπιση της λαϊκής νομοθετικής αρνησικυρίας (δυνατότητας με υπογραφές πολιτών ακύρωσης ψηφισμένου νομοσχεδίου). Υπό αυτή την έννοια με την ταυτόχρονη εισαγωγή του θεσμού του δημοψηφίσματος που οφείλει να είναι η ολοκλήρωσή τους, ο λαός (το εκλογικό σώμα) δεν θα εκπροσωπείται από τη Βουλή ως απών μέχρι τις επόμενες εκλογές.
2. Κοινωνικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες (ενίσχυση προστασίας δημόσιας περιουσίας, υποχρεωτικότητα της διαιτησίας και σαφής κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη διαμόρφωση του μισθού).
3. Ισχυροποίηση του κράτους δικαίου (κατάργηση –τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, ευνοϊκή ποινική μεταχείριση του πολιτικού προσωπικού, θεσμοθέτηση προληπτικού συνταγματικού ελέγχου μετά από πρόταση 120 βουλευτών ή του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατάργηση της επιλογής των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων από το υπουργικό συμβούλιο).
4. Ενίσχυση της Βουλής (η δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών με πρόταση 120 βουλευτών, υποχρεωτική ενημέρωση των επιτροπών της Βουλής από υπουργούς και πρωθυπουργό πριν από τη συμμετοχή τους σε ευρωπαϊκά όργανα και σε διεθνείς οργανισμούς όπου θα ληφθούν σημαντικές αποφάσεις, οι πρόεδροι των τριών διαρκών επιτροπών να προέρχονται υποχρεωτικά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συνταγματική κατοχύρωση απόλυτης αναλογικής, υποχρέωση υποχρεωτικής παρουσίας του 1/3 των βουλευτών για την έναρξη της συνεδρίασης της Βουλής).
5. Λελογισμένη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας με αποφυγή της υπάρχουσας πρόβλεψης πρόωρης διάλυσης της Βουλής σε περίπτωση μη εκλογής του υποψηφίου στην τρίτη ψηφοφορία των 3/5, αλλά εκλογή των δύο υποψηφίων από τον λαό ή και με μικρότερη πλειοψηφία, δυνατότητα διαγγελμάτων χωρίς προσυπογραφή, ενίσχυση και αυξημένη λειτουργικότητα του θεσμού των Ανεξάρτητων Αρχών με επιλογή των μελών τους από τον Πρόεδρο όταν δεν επιτυγχάνεται πλειοψηφία των 3/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων και παραπομπή από τον Πρόεδρο ψηφισμένου νόμου στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για λόγους αντισυνταγματικότητας.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Οι προβληματικές διατάξεις πρέπει να αναθεωρηθούν
Του Σπύρου Βλαχόπουλου*
To Σύνταγμα του 1975 αποδείχθηκε ένα πετυχημένο και πρωτοπόρο, για την εποχή του, Σύνταγμα. Αρκεί μόνο να αναφερθεί η καινοτομία της συνταγματικής κατοχύρωσης της προστασίας του περιβάλλοντος. Ωστόσο, υπάρχουν και συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες αποδείχθηκαν προβληματικές στην εφαρμογή τους και πρέπει να αναθεωρηθούν. Αυτό ισχύει λ.χ. για την πρόωρη διάλυση της Βουλής λόγω μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και για τις συνταγματικές διατάξεις που αφορούν την ασυλία των βουλευτών και την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Όσον αφορά την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας (να μην «πέφτει» δηλαδή μια κυβέρνηση χωρίς ταυτόχρονη ανάδειξη νέας από τη Βουλή), πρόκειται για μια θετική πρόταση από θεωρητική άποψη με μικρή όμως πρακτική σημασία, αφού στην πράξη δύσκολα θα εμφανιστεί μια τέτοια περίπτωση. Το ότι το πολιτικό μας σύστημα πρέπει να εκσυγχρονιστεί και ότι το Σύνταγμα μπορεί να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή, είναι αδιαμφισβήτητο.
Το ζητούμενο είναι προς ποια κατεύθυνση. Ετσι, η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, παρότι δεν απαγορεύεται να θεσπιστεί στο Σύνταγμά μας, ενέχει τον κίνδυνο μιας πολιτειακής «διαρχίας», η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε μείζονες πολιτειακές κρίσεις.
Περισσότερο αποτελεσματική, στο πλαίσιο της δημιουργίας «θεσμικών αντιβάρων», θα ήταν η κατοχύρωση νέων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, π.χ. ως προς την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των μελών των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών.
Τέλος, η συνταγματική αναθεώρηση θα πρέπει να προσπαθήσει να θεραπεύσει και άλλα υπαρκτά προβλήματα της πολιτειακής ζωής. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε λ.χ. να εξετασθεί ο δικαστικός έλεγχος και των οργανωτικών διατάξεων του Συντάγματος (να υπάρχουν λ.χ. κυρώσεις για τις άσχετες διατάξεις στα νομοσχέδια), αλλά και η αναθεώρηση της ίδιας της συνταγματικής διάταξης περί αναθεώρησης του Συντάγματος, έτσι ώστε να μη χρειάζεται να περιμένει κανείς πέντε τουλάχιστον χρόνια για την έναρξη της διαδικασίας της νέας αναθεώρησης, ακόμα και για τις διατάξεις που δεν τροποποιήθηκαν.
*Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
Συνταγματική αναθεώρηση και πολιτικές σκοπιμότητες
Του Απόστολου Παπατόλια*
Η πρωτοβουλία για την αναθεώρηση συνδέεται με τη θεραπεία των παθογενειών που χαρακτηρίζουν το σύστημα διακυβέρνησης στη χώρα μας, αναδεικνύοντας την αιτιακή συσχέτιση των συνταγματικών θεσμών με την υπέρβαση της πολυεπίπεδης κρίσης που διέρχεται η χώρα. Η ανάγκη για μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική που θα εγκαθιδρύει ένα πιο ισορροπημένο σύστημα διακυβέρνησης, ως εργαλείο για τη συλλογική ανάκαμψη, προβάλλει επιτακτική, ανεξάρτητα από το εάν το ξέσπασμα της κρίσης καταλογίζεται ευθέως στους ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες. Εάν όμως το Σύνταγμα είναι μέρος του «προβλήματος» της χώρας, τότε η αναθεώρησή του δεν μπορεί παρά να αποτελεί μέρος της «λύσης» στα γενικευμένα αδιέξοδα ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση νομιμοποίησης και αποτελεσματικής λειτουργίας.
Οι προτάσεις αναθεωρητικής πολιτικής που έχουν κατατεθεί στον δημόσιο διάλογο (παράλληλα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού) από εκπροσώπους κυρίως του επιστημονικού κόσμου, σε φιλελεύθερη (Επιτροπή των 6 με το «καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα») ή αριστερόστροφη κατεύθυνση (Επιτροπή των 6 για μια «προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος») πιστοποιούν μια εντυπωσιακή σύγκλιση στους κόλπους της θεωρίας ως προς τις κατευθύνσεις του εγχειρήματος. Δεν δικαιώνεται επομένως η «αναθεωρητική απαισιοδοξία» συγκεκριμένων πολιτικών φορέων που στέκουν διστακτικοί στο αναθεωρητικό εγχείρημα, ιδίως για λόγους τακτικής ή σκοπιμότητας.
Παράλληλα, φαντάζει αδικαιολόγητη τόσο η αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην εξαγγελθείσα αναθεώρηση όσο και η μινιμαλιστική εκδοχή της, με τη διατύπωση μιας λιτής πρότασης ελαχίστων αλλαγών μόνο για «τα στοιχειώδη».
Στην πραγματικότητα, μετά την αναθεώρηση του 2001 είναι διαρκώς επίκαιρη η συζήτηση για την εισαγωγή αντιβάρων και συναινετικών πρακτικών που θα μετριάσουν τις αρνητικές όψεις του πρωθυπουργοκεντρισμού και της πελατειακής παθολογίας του συστήματος διακυβέρνησης. Εάν όμως θέλουμε οι αποφάσεις να αποτελούν προϊόν συνθέσεων, με ευρύτερη βάση δημοκρατικής στήριξης και νομιμοποίησης, οφείλουμε να πολλαπλασιάσουμε τους πόλους εξουσίας στη λειτουργία των θεσμών.
Η ενίσχυση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την άμεση εκλογή του από τον λαό υποδεικνύουν μια ασφαλή διέξοδο για να εξισορροπηθούν οι εξουσίες του πρωθυπουργού και της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Το ίδιο ισχύει και με τον εξορθολογισμό της κοινοβουλευτικής λειτουργίας είτε αυτή αφορά τη διάρκεια της θητείας της Βουλής («σουηδικό μοντέλο») είτε τις προτάσεις εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας («εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας»). Δεν είναι συμπτωματικό ότι στα παραπάνω πεδία συγκλίνουν θεαματικά οι «προοδευτικές» με τις «φιλελεύθερες» προσεγγίσεις.
Ποιος ο λόγος λοιπόν να απαξιώνεται το αναθεωρητικό διάβημα με συγκυριακά επιχειρήματα «δίκης προθέσεων»; Ο ρόλος της συνταγματικής επιστήμης έγκειται ακριβώς στο να κατευνάζει τα πολιτικά πάθη, ακυρώνοντας τακτικισμούς, σκοπιμότητες και ιδιοτέλειες ασύμβατες με το δημόσιο συμφέρον.
Ο αναθεωρητικός κοινός τόπος δείχνει πια τόσο ώριμος και τόσο μεγάλος, που υποδεικνύει το μέτρο της ευθύνης της επιστημονικής κοινότητας έναντι των κομμάτων, καθώς και το πλαίσιο που αυτή οφείλει να κινηθεί, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης της αναθεωρητικής πολιτικής συναίνεσης για την επανεκκίνηση των θεσμών μας.
*Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου
Ευκαιρία για την αποκατάσταση των εγγυήσεων του Συντάγματος
Της Ιφιγένειας Καμτσίδου*
Η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η διαδικασία μέσα από την οποία αναδιατάσσεται το πολίτευμα, αίρονται τυχόν δυσλειτουργίες και ενισχύονται τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του. Η πολιτικοθεσμική σημασία της, λοιπόν, συναρτάται με την κατεύθυνση των προτάσεων που διατυπώνονται, αν δηλαδή αυτές σχεδιάζουν νέες συνταγματικές ρυθμίσεις ικανές να υποστηρίξουν την πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο.
Η πρακτική του πολιτεύματος την τελευταία δεκαετία ανέδειξε τις τάσεις που υπονομεύουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό, ευνοώντας ταυτόχρονα την άνοδο της Ακροδεξιάς και στη χώρα μας.
Πρώτα από όλα, η οικονομική κρίση «νομιμοποίησε» τη δυσπιστία προς την πολιτική και τους πολιτικούς με την εξής έννοια: η συνθετότητα των προβλημάτων, καθώς και το γεγονός ότι η επίλυσή τους προϋπέθετε διαπραγματεύσεις με διεθνείς οργανισμούς και μηχανισμούς, έδωσαν άλλοθι στην ανάδειξη πρωθυπουργού χωρίς την ουσιαστική μεσολάβηση της λαϊκής αντιπροσωπείας.
Έτσι, σημαντικές αποφάσεις για τα δικαιώματα και γενικά για την κατάσταση των μελών του κοινωνικού συνόλου (για παράδειγμα το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων) και για τη διακυβέρνηση της χώρας λήφθηκαν υπό την καθοδήγηση ενός πρωθυπουργού που δεν είχε οργανική σχέση με το Κοινοβούλιο και στην πράξη δεν λογοδοτούσε, δεν ελεγχόταν από τη Βουλή, ούτε βέβαια από τον λαό.
Παράλληλα, σημαντικό τμήμα του πολιτικού προσωπικού φάνηκε απρόθυμο να αναλάβει την ευθύνη για τη διαχείριση των έκτακτων και εν πολλοίς δραματικών περιστάσεων. Η αμηχανία του αυτή έδειξε ότι η μακρόχρονη παραμονή στο βουλευτικό αξίωμα δημιουργεί απόσταση από τα αιτήματα και τις αγωνίες του εκλογικού σώματος και συμβάλλει στην καθυποταγή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στο κυβερνητικό επιτελείο.
Σε αυτές τις υπαρξιακές απορίες των αντιπροσωπευτικών θεσμών φιλοδοξεί να απαντήσει η παρούσα πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με δυο ρυθμίσεις που στοχεύουν στην αποκατάσταση του πολιτικού νοήματος τόσο του διορισμού του πρωθυπουργού όσο και της εκλογής των βουλευτών.
Ειδικότερα, η πρόταση για τροποποίηση του άρθρου 37 Συντ., ώστε πρωθυπουργός να διορίζεται μόνον μέλος της Βουλής, εξαλείφει τον κανόνα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως θεμέλιο για την εγκατάσταση της «τεχνοδημοκρατίας» και έμμεσα αποκρούει την αντίληψη ότι οι πολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται από τους επαΐοντες της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων και της επικοινωνίας.
Ακόμη, η πρόβλεψη ανώτατου ορίου βουλευτικών θητειών αναμένεται να αποτελέσει συνθήκη που ευνοεί τη στελέχωση της λαϊκής αντιπροσωπείας όχι με βάση το βιογραφικό των υποψηφίων, αλλά μέσα από την αντιπαράθεση των διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων. Η δυνατότητα εκλογικής επιρροής που διαθέτουν τα «αναγνωρίσιμα» στελέχη περιορίζεται και δίνεται η ευκαιρία σε νέα πρόσωπα, κατά τεκμήριο λιγότερο συνδεδεμένα με την υπουργική ή κομματική εξουσία, να ασκήσουν το βουλευτικό αξίωμα.
Η πολιτική ισότητα θα ενισχυθεί και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες ενδέχεται να ουσιαστικοποιηθούν: εφόσον και καθόσον το σχετικό κώλυμα συμβάλλει στην ενίσχυση του πολιτικού στοιχείου κατά την επιλογή των μελών της λαϊκής αντιπροσωπείας, ο έλεγχος των κυβερνώντων θα γίνει αποτελεσματικότερος και η πολιτική τους ευθύνη πιο ουσιαστική.
Με αυτή την οπτική, η προτεινόμενη αναθεώρηση μπορεί να αποτελέσει μια ευκαιρία για την αποκατάσταση της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος και να δικαιώσει την πίστη του ελληνικού λαού ότι ο καταστατικός χάρτης αποτελεί το έσχατο ανάχωμα της πολιτικής του αυτονομίας.
*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ
Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Κουκλουμπέρης
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου