Η συστηματική ενασχόληση και αρθρογραφία της «Εφ.Συν.» με αφορμή τις θέσεις του ΣΕΒ για την ανάκαμψη της οικονομίας δημιουργεί ένα περιβάλλον γόνιμου διαλόγου από το οποίο μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τους αναγνώστες της εφημερίδας.
1. Ο ΣΕΒ ουδέποτε υποστήριξε ότι η Ελλάδα πρέπει να τοποθετηθεί στον διεθνή ανταγωνισμό ως ένας φτηνός επενδυτικός προορισμός. Και προφανώς συμφωνούμε με τη διαπίστωση ότι η «επενδυτική ελκυστικότητα» δεν είναι μια μονοδιάστατη έννοια που άπτεται μόνο ή κυρίως του εργασιακού κόστους ή του ύψους της φορολογίας. Το θεσμικό περιβάλλον μιας οικονομίας, η παραγωγικότητα, η καινοτομία, οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, η οργάνωση των επιχειρήσεων παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο. Ομως μια ματιά στις πρόσφατες εκθέσεις πολλών διεθνών οργανισμών που μετρούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας πείθει και τον πλέον κακόπιστο ότι δεν τα πηγαίνουμε και τόσο καλά σε κανέναν από αυτούς τους τομείς.
2. Οι μισθοί μπορούν να είναι ψηλοί, και να αυξάνονται όταν αυξάνεται η εθνική παραγωγή και παραγωγικότητα, όταν δεν υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα, όταν οι θεσμοί είναι ισχυροί, το κράτος αποτελεσματικό, οι αγορές ανταγωνιστικές, η φορολογία ανταποδοτική και το ρυθμιστικό περιβάλλον ευνοϊκό. Σε ποιους από αυτούς τους τομείς υπερτερεί η Ελλάδα έναντι των ανταγωνιστών της;
3. Η Ελλάδα επιβάλλει σήμερα στην παραγωγική εργασία «φόρους Σκανδιναβίας», χωρίς όμως να προσφέρει και αντίστοιχες υπηρεσίες στους πολίτες της. Η φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ, και σε φόρους και σε εισφορές, είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε., με τα συνολικά μας έσοδα να είναι κατά περίπου 4 π.μ. υψηλότερα. Μαζεύουμε περισσότερα έσοδα, γιατί έχουμε να πληρώσουμε 1,2 π.μ. παραπάνω σε τόκους, 3,5 π.μ. παραπάνω σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές σε χρήμα και 2 π.μ. παραπάνω σε μισθούς του στενού δημόσιου τομέα, ενώ ταυτόχρονα ξοδεύουμε πολύ λιγότερα (5 π.μ. λιγότερα) απ’ ό,τι η μέση ευρωπαϊκή χώρα σε μη μισθολογικές δαπάνες για την παροχή των δημόσιων αγαθών παιδείας, υγείας, άμυνας, τάξης και ασφάλειας, αλλά και για δικαστήρια, εφορίες, τελωνεία, συντήρηση γεφυρών, δρόμων, συγκοινωνιών, κ.ο.κ.
4. Αυτό που έχει σημασία για την ανταγωνιστικότητα δεν είναι ο μισθός, αλλά η σχέση μισθού-παραγωγικότητας. Γι’ αυτό και η Γερμανία με τους πολύ υψηλούς μισθούς είναι μια από τις πιο ανταγωνιστικές χώρες του κόσμου. Ακριβώς διότι ο κάθε εργαζόμενος στη Γερμανία παράγει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι ο συνάδελφός του στην Ελλάδα. Η Ελλάδα, για να βελτιώνει τους μισθούς της, πρέπει να βελτιώνει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της.
5. Η αύξηση του κατώτατου μισθού πρέπει να δικαιολογείται και να συνδέεται με την αύξηση της μέσης παραγωγικότητας στην οικονομία. Δυστυχώς στην Ελλάδα η παραγωγικότητα παρέμεινε σε φθίνουσα πορεία στα χρόνια της κρίσης σωρευτικά κατά -12,3%, με δειλά δείγματα ανάκαμψης ύψους 0,7% το πρώτο εξάμηνο του 2018.
6. Αναγκαία επιλογή σε αυτό το πλαίσιο είναι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών και των χαμηλόμισθων, με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε να αρχίσει να περιορίζεται η υπερφορολόγηση της παραγωγικής εργασίας. Επιπλέον, η αύξηση των κατώτατων ορίων κάθε κλάδου να συνδέεται με την παραγωγικότητα κάθε κλάδου και όχι να προέρχεται από αυτοματισμούς επέκτασης του ρυθμού αύξησης του κατώτατου μισθού σε όλη την οικονομία εκβιαστικά μέσω της μονομερούς και υποχρεωτικής διαιτησίας. Μια υπερβολικά μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού (ας πούμε πέραν της αύξησης της μέσης παραγωγικότητας στην οικονομία) απλώς δεν εφαρμόζεται, οδηγεί σε μεγέθυνση της αδήλωτης και τσάμπα εργασίας και, τελικά, σε ανεργία, εάν υποχρεώνει τις επιχειρήσεις που δεν αντέχουν το σχετικό κόστος είτε να κλείσουν είτε να παρανομήσουν.
7. Τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα προσφέρει σήμερα μια όχι και τόσο ελκυστική πρόταση προς κάθε επενδυτή που έχει πληθώρα πιο ανταγωνιστικών επενδυτικών επιλογών. Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική οικονομία με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική εγκλωβίζεται στις χώρες χαμηλών μισθών, χαμηλών δεξιοτήτων και χαμηλής καινοτομίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, ακριβώς διότι υστερεί σημαντικά σε όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που συνθέτουν το προφίλ μιας ελκυστικής οικονομίας. Γι’ αυτό και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και στο ζήτημα του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους.
Εν κατακλείδι, η αύξηση της ζήτησης, με αναγκαστικές αυξήσεις μισθών και ελλειμμάτων, και όχι μέσω βιώσιμων ανταγωνιστικών εισοδημάτων και απασχόλησης, που να επιτρέπουν και την ιδιωτική αποταμίευση, ήταν το μοντέλο της δεκαετίας του 2000, που ευτυχώς εξέπνευσε αφού, βεβαίως, πρώτα οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία. Αυτό θέλουμε να επαναλάβουμε;
Συντάκτης: Μιχάλης Μασουράκης-επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου