Ξημερώματα, νύχτα ακόμα, ό,τι έχω βγει για περπάτημα. Ανηφορίζω. Κατηφορίζει. Τον ακούω κάτι να λέει, κάπως δυνατά. «Θα μιλάει στο κινητό», σκέφτομαι. Πλησιάζουμε. Δεν μιλάει στο κινητό. Περπατάει. Παραπατάει. Προσπαθεί να το δείξει στο όρθιο· ότι και καλά μια χαρά είναι. Οπως κάνουμε όλοι, όταν παραπατάμε. Κανένας δεν παραδέχεται ότι συμβαίνει να παραπατάει και πότε πότε. Αλλοι παραπατάνε, όχι εμείς.
Ο τύπος λοιπόν, ο αξημέρωτος. Συμπαθής φυσιογνωμικά: μπόλικο μαλλί στην αφετηρία του γκρι, γένια, επίσης γκριζαρισμένα, μελαχρινός, μέτριος στο ανάστημα, λεπτός, μαύρα ρούχα, παραπατάει (αυτό το είπαμε) και δεν μιλάει στο κινητό. Τραγουδάει στον άνεμο και στο πρωινό αγιάζι. Τραγουδάει καψούρικα. Αργά, βαριά, καψούρικα, ένα κάτι σαν μπλουζ, από αυτά που βλέπω και ακούω καμιά φορά στο (μουσικό κανάλι) MAD. Ομως με λόγια ακατάλληλα· ίσως δική του διασκευή γνωστού τραγουδιού, που του φόρεσε στίχους του πόνου του, καψούρικους. Για μια ψυχή που τον παράτησε. Και που σε πρώτη εκτίμηση ήταν «Σκύλα».
Για τα υπόλοιπα ουσιαστικά και επίθετα είναι απαραίτητη η γονική συναίνεση. Πάντως η «Σκύλα» δεν ήταν αρτιμελής. Ή μάλλον, ό,τι όργανο περιέγραφε το τραγούδι (αυτός ο απροσδόκητος θρήνος… πριν το χάραμα), ήταν όργανο αποκλειστικής χρήσεως και μάλιστα εντός υπνοδωματίου και επ’ αμοιβή. Το φινάλε μάλιστα της στροφής, που έκανε και ομοιοκαταληξία με κάτι που είχε προηγηθεί, αλλά δεν είχα ακούσει, ήταν η γνωστή μετοχή γένους θηλυκού με κατάληξη… -μένη (όπως Μελπομένη), την οποία και συλλάβιζε ο καψερός με άρθρωση παροιμιώδη για την κατάστασή του.
Τότε πρόσεξα ότι στο δεξί του χέρι κρεμόταν ένα παράλυτο σακ-βουαγιάζ, μαύρο κι αυτό, όπως τα ρούχα του. Βαστούσα μία σακούλα σκουπίδια και μία ανακύκλωσης. «Ξένος πόνος…», μονολόγησα…
Συντάκτης: Πέτρος Μανταίος
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου