Για την Ελλάδα ήταν απαράδεκτη η επωνυμία Republic of Macedonia και λόγω εδαφικής και λόγω πολιτιστικής απειλής. Μετά τη συνειδητοποίηση του αδιεξόδου της πολιτικής να μην υπάρχει ο όρος Μακεδονία, και καθώς μια σειρά από χώρες είχαν αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, η Ελλάδα χάραξε τη στρατηγική της το 2008 με τη συναίνεση όλων των πολιτικών κομμάτων, πλην του ΛΑΟΣ: σύνθετη ονομασία, erga omnes, αναθεώρηση Συντάγματος, εξάλειψη αλυτρωτισμού κ.λπ.
Οι κόκκινες αυτές γραμμές μας ικανοποιούνται με τη Συμφωνία των Πρεσπών, που αποτελεί επίτευγμα της ελληνικής διπλωματίας. Για τους πολιτικούς της ΠΓΔΜ το μείζον θέμα ήταν η ταυτότητα. Εδώ για μας το κομβικό σημείο ήταν η διάκριση Σλαβισμού και Ελληνισμού υπό τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνες, ο σαφής διαχωρισμός του ελληνικού, ιστορικού τμήματος της Μακεδονίας από την ΠΓΔΜ, ο αυτοπροσδιορισμός των Σλαβομακεδόνων να μην καταστρατηγεί τον αυτοπροσδιορισμό των Ελληνομακεδόνων. Αυτό το πνεύμα διαχέεται σε όλη τη συμφωνία.
Για μας δεν αλλάζει τίποτα. Και Μακεδόνες (ως Ελληνες) θα συνεχίσουμε να αυτοαποκαλούμαστε, ούτε το Αεροδρόμιο Μακεδονίας ούτε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας θα αλλάξει όνομα. Η αρχαία μακεδονική κληρονομιά αποκλείεται από συστατικό τμήμα της ταυτότητά τους που είναι σλαβική. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι σλαβόφωνοι χρησιμοποιούσαν από τον 19ο αιώνα τον όρο Μακεδόνες (και όχι αποκλειστικά Σλαβομακεδόνες) ως τοπική ταυτότητα και ονόμαζαν το γλωσσικό τους ιδίωμα που μιλούσαν μακεδονική διάλεκτο.
Εδώ είναι το πρόβλημα, κάτι το οποίο δεν μπορεί να καταλάβει ο μέσος Ελληνας: άλλο η Αρχαία Μακεδονία, εννοείται ότι όλα συνδέονται με τον Ελληνισμό, και άλλο ο 19ος-20ός αιώνας. Οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνες άλλαζαν περιεχόμενο ανά τους αιώνες. Ο όρος Μακεδών χρησιμοποιούνταν από τις σλαβικές κοινότητες ως ένδειξη τοπικής ταυτότητας και οι σλαβικές διάλεκτοι αποκαλούνταν ως μακεδονικές. Oι Μακεδονομάχοι μας το κατέγραφαν αυτό με έκδηλη αμηχανία. Για παράδειγμα, ποια ήταν η μακεδονική διάλεκτος στην οποία μιλούσε ο Καπετάν Κώτας στους χωρικούς και ο Πύρζας μετέφραζε στα ελληνικά, διότι ο Παύλος Μελάς δεν την καταλάβαινε; Σίγουρα ήταν σλαβικό ιδίωμα, βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα το αποκαλεί ο ίδιος ο Μελάς σε άλλη του επιστολή, άσχετα αν στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αποκαλείται μόνο μακεδονικἠ;
Τι εννοούσε ο Κώτας με τον όρο «Εμείς οι Μακεδόνες» όταν μιλούσε σε σλαβόφωνους χωρικούς; «Η ευαίσθητη Ευρώπη κλαίει για την ελεεινή κατάσταση των “δύστυχων Μακεδόνων”», έγραφε ειρωνικά ο Ιων Δραγούμης το 1903. Οι «δύστυχοι Μακεδόνες» ήταν προφανώς σλαβόφωνοι και οι κλαίοντες στην Ευρώπη ήταν το φιλοβουλγαρικό Βαλκανικό Κομιτάτο στο Λονδίνο με τους αδελφούς Buxton που λειτουργούσε ως think tank των αγγλικών κυβερνήσεων, εισηγούμενο την αυτονομία της μείζονος Μακεδονίας ως λύση.
Επειδή τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη Βουλγαρία που προσπαθούσε να διαμορφώσει βουλγαρική εθνική συνείδηση μέσω της Εξαρχίας, των σχολείων και των κομιτάτων στους σλαβόφωνους χωρικούς που ως τοπική ταυτότητα χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδόνες και μακεδονική διάλεκτο, εύκολα μπορούσες να δημιουργήσεις τον μύθο ότι από την άποψη του εθνοτικού ή γλωσσικού υποστρώματος πρόκειται για ελληνικό στοιχείο που ανά τους αιώνες δέχτηκε σλαβικές, τουρκικές, βλάχικες και αλβανικές αναμίξεις και επιδράσεις. Ετσι, ξεπερνούσες την αμηχανία της ταύτισης μακεδονικού και σλαβικού, εφόσον το Μακεδονικό ήταν μια ελληνοβουλγαρική σύγκρουση στην πράξη.
Η εθνική ιδεολογία του (σλαβο)μακεδονισμού αναδυόταν από τη συνειδητοποίηση της βουλγαρομακεδονικής διανόησης, ότι, επειδή ήταν αδύνατη μια βουλγαρική λύση του Μακεδονικού, έπρεπε οι σλαβόφωνοι να αποξενωθούν από τη βουλγαρική εθνική ιδέα και να διαμορφώσουν εθνική ταυτότητα από την τοπική ταυτότητα Μακεδόνες. Τα ψήγματα αυτής της ιδεολογίας ανιχνεύονται ήδη το 1903, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ιλιντεν, στο έργο του Μισίρκοφ «Περί μακεδονικών υποθέσεων» και όχι μόνο.
«Το όνομα Μακεδόνας χρησιμοποιούνταν αρχικά από τους Μακεδόνες Σλάβους ως γεωγραφικός όρος για την ένδειξη της καταγωγής τους. Αυτό το όνομα είναι γενικά γνωστό στους Μακεδόνες Σλάβους και όλοι ονομάζονται με αυτό. Καθώς ισχύει αυτό και πλέον η διαμόρφωση της εθνότητας είναι διαδικασία πολιτικού μηχανισμού, υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις η Μακεδονία να αποτελέσει αυτόνομη εθνογραφική περιοχή στη Μακεδονία. Οι καλές σχέσεις ανάμεσα στους Ελληνες και σε μας τους Μακεδόνες (Σλάβους) εξαρτώνται πάλι περισσότερο από τους πρώτους παρά από μας.
»Για να βελτιωθούν αυτές, οι Ελληνες θα πρέπει να αρνηθούν τη “Μεγάλη τους Ιδέα” και να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ύπαρξης και μακεδονικής εθνότητας μαζί με την ελληνική στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα το Πατριαρχείο ως οικουμενικός θεσμός πρέπει να σταματήσει να δρα ως θεσμός με ελληνικό χαρακτήρα...».
Ο σερβοβουλγαρικός ανταγωνισμός για τη βουλγαρική ή σερβική ταυτότητα του πληθυσμού εκκόλαψε τον (σλαβο)μακεδονισμό τον 20ό αιώνα, «Ως τόσο δεν θέλουν νάναι μήτε “Μπουλγκάρ” μήτε “Σρρπ”, μήτε “Γκρρτς”. Μοναχά “Μακεντόν ορτοντόξ”», διαπίστωνε ο αυτόπτης μάρτυρας Στράτης Μυριβήλης το 1916-1918, σε οικογένεια σλαβοφώνων της περιοχής Μοναστηρίου σε συνθήκες σερβοβουλγαρικής πολεμικής σύγκρουσης. Αυτό προκάλεσε αλλεργικό σύνδρομο στην Ελλάδα και εξοβελίστηκε από τις μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου του «Η ζωή εν τάφω».
Η Κομμουνιστική Διεθνής και τα Κομμουνιστικά Κόμματα εισήγαγαν στον Μεσοπόλεμο τον μακεδονισμό ως εθνική ιδεολογία, για την πολιτική εκμετάλλευση του Μακεδονικού ως ζητήματος τακτικής στο πλαίσιο της κομμουνιστικής στρατηγικής. Με την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» το 1944 άρχισε και η διαμόρφωση της ταυτότητας που παγιώθηκε στα 45 ειρηνικά χρόνια της ύπαρξης της Γιουγκοσλαβίας. Κωδικοποιήθηκε και η γλώσσα (1944-45) με βάση τη μέχρι τότε προφορική διάλεκτο Μοναστηρίου-Περλεπέ. Η (σλαβο)μακεδονική γλώσσα ήταν μία από της επίσημες γλώσσες της Γιουγκοσλαβίας μαζί με τη σερβοκροατική και τη σλοβενική, σλοβακική και μακεδονική κατατάχθηκαν ως οι νεότερες γλώσσες στην επιστήμη της Σλαβολογίας, κάτι που διδάσκεται ένας πρωτοετής φοιτητής όπου και να σπουδάζει Σλαβολογία στον κόσμο. Εμείς μπορούσαμε να την αποκαλούμε σλαβομακεδονική.
Σε τελευταία ανάλυση με τη συμφωνία η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει εθνότητα, αλλά υπηκοότητα. Η λέξη Nationality εδώ είναι νομικός όρος. Ο όρος μακεδονική/πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονία δηλώνει ιθαγένεια και υπό τον όρο μακεδονική συμπεριλαμβάνονται Σλάβοι, Αλβανοί, Τούρκοι, Βλάχοι, Τορμπέσηδες ως πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας (δεν πρόκειται για διαζευκτικό ή). Για τη γλώσσα υπάρχει η σαφής επισήμανση ότι εμπίπτει στις νοτιοσλαβικές γλώσσες και δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων.
Προβάλλεται από ελληνικής πλευράς η ένσταση στη συμφωνία ότι μια σύνθετη ονομασία που θα επέλεγε η άλλη πλευρά από το πακέτο Νίμιτς θα συμπαρέσυρε υποχρεωτικά και την ταυτότητα και την υπηκοότητα και τη γλώσσα. Σαθρό επιχείρημα, αδολεσχία όψιμων φιλοπάτριδων. Πώς ονομάζονται οι κάτοικοι του Ηνωμένου Βασιλείου (Ηνωμενοβασιλιώτες;), των Ηνωμένων Πολιτειών (Ηνωμενοπολιτειοαμερικανοί;) ή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (Λαϊκοδημοκρατοκινέζοι;);
Την ταυτότητα δεν την αλλάζει κανείς σαν το πουκάμισο, ανάλογα με το εξωτερικό κοστούμι που φορά. Γι’ αυτούς ήταν κόκκινη γραμμή το θέμα της ταυτότητας. Οριοθετούμε τη σλαβική τους ταυτότητα από τον Ελληνισμό, δεν τους εξοντώνουμε για να τους καταστήσουμε άμορφη μάζα, όπως ήταν τον 19ο αιώνα.
Είναι Σλάβοι, παρότι χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδόνες, εμείς μπορούμε να τους αποκαλούμε Σλαβομακεδόνες και τη γλώσσα τους σλαβομακεδονική. Δεν συγκροτούν τώρα ταυτότητα, ούτε τους «δωρίζουμε» όνομα που δεν είχαν. Θα ήταν επιθυμητή η λύση «Δημοκρατία της Σλαβικής Μακεδονίας», αλλά την απέρριπταν εξ αρχής οι Αλβανοί. Όροι όπως Βορειομακεδόνες για την ταυτότητα και βορειομακεδονική για τη γλώσσα είναι ευφυολογήματα, νεολογισμοί, για την υπέρβαση της αμηχανίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζάεφ εστιάζει τη διαφωτιστική του τακτική για το δημοψήφισμα στο θέμα της διατήρησης της ταυτότητας, ενώ η αντιπολίτευση τον κατηγορεί για συνθηκολόγηση στην Ελλάδα και στο θέμα της ταυτότητας που θα οριοθετηθεί και δεν θα διαιωνίζεται το ιδεολόγημα της «ιστορικής συνέχειας» από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Για την ΠΓΔΜ η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ζήτημα ύπαρξης, για να εξέλθουν οι πολίτες από την απομόνωση και την ψύχωση πολιορκίας, αλλά και για την ασφάλειά τους. Διαισθάνονται τον αλβανικό κίνδυνο, αν υπάρξουν εξελίξεις στο ζήτημα του Κοσόβου. Επειδή πρόκειται για μια περίκλειστο χώρα, η Ελλάδα είναι γι’ αυτούς η κύρια διέξοδος, η προσφυγή της ΠΓΔΜ στη Χάγη και η καταδίκη της Ελλάδας για δήθεν παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995 δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.
Υπάρχουν στη συμφωνία οι ασφαλιστικές δικλίδες για να μπλοκάρεις την άλλη πλευρά στην ενταξιακή πορεία προς το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, αν αυτή παρασπονδήσει. Για την Ελλάδα, που πάντα πρέπει να παίζει ηγεμονικό ρόλο στα Βαλκάνια, δεν είναι συμφέρουσα η διαιώνιση της διένεξης με την ΠΓΔΜ. Η Τουρκία μετά το 2008 ασκεί έντονη οικονομική και πολιτιστική διπλωματία στην ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας,
Αν ο Ζάεφ περάσει τον Γολγοθά του δημοψηφίσματος και των συνταγματικών αλλαγών και κατόπιν η συμφωνία έλθει στο ελληνικό Κοινοβούλιο, άσχετα αν είναι το σημερινό ή το νέο, θα είναι πράξη απερισκεψίας με απρόβλεπτες συνέπειες να μην επικυρωθεί. Θα χαμογελούν οι Βούλγαροι και θα επιχαίρουν οι Τούρκοι. Το αφήγημα της αντιπολίτευσης ότι μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στη συμφωνία ως μελλοντική κυβέρνηση είναι το ίδιο με αυτό του VMRO στα Σκόπια: ο Ζάεφ συνθηκολόγησε, έκανε μυστική διπλωματία χωρίς να ενημερώνει την αντιπολίτευση, δεν εκμεταλλεύτηκε την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση της Χάγης, επιτέλεσε εθνική προδοσία, όταν έρθουμε στην εξουσία θα διαπραγματευτούμε καλύτερη για μας συμφωνία με την Ελλάδα, άρα χειρότερη για την Ελλάδα, μπορεί να συμπεράνει κανείς.
Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επωφελής, πρέπει να απεμπλακεί από την έντονη κομματικοποίηση, καλύπτει πλήρως τις κόκκινες γραμμές μας, είναι ισορροπημένη, ίσως να είναι ετεροβαρής για την άλλη πλευρά, αλλά όχι ταπεινωτική. Υπάρχει και συμβολισμός που δείχνει τη νέα εποχή. Στις 25/26 Μαρτίου 1949 στην εκκλησία του χωριού Ψαράδες, κοντά στις Πρέσπες, συνήλθε το Δεύτερο Συνέδριο του ΝΟΦ, που διακήρυξε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και αποκατάστασης του μακεδονικού λαού, σύμφωνα με την απόφαση της Πέμπτης Ολομέλειας (Ιανουάριος 1949) του ΚΚΕ. Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα. Αν η Συμφωνία των Πρεσπών είναι επιβλαβής, ας μην επικυρωθεί από την ελληνική Βουλή. Τότε ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.
Συντάκτης: Σπυρίδωνας Σφέτας - καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας ΑΠΘ
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου