Προκειμένου να αποδειχτεί αυτή η θέση δεν χρειάζεται να επικαλεστώ πολλά στοιχεία, που, ξεκινώντας από την 20ή Σεπτεμβρίου, όταν το κουαρτέτο θα είναι και πάλι στην Αθήνα για να εποπτεύσει τον νέο προϋπολογισμό, φτάνουν αισίως στο 2060 και, καλώς (!) εχόντων των πραγμάτων, και στον 22ο αιώνα.
Προφανώς κανείς δεν ισχυρίζεται πως ήρθη το καθεστώς. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να το ισχυριστεί, όταν οι υποσχόμενες «θετικές παρεμβάσεις» είναι τόσο οριακές, τόσο μάρτζιναλ, που λένε και οι αγγλοσάξονες οικονομολόγοι.
Βέβαια, ιδίως ο πρωθυπουργός λατρεύει τους ευφημισμούς.
Πάρτε, για παράδειγμα, την κύρια νέα υπόσχεση, τη δίκαιη ανάπτυξη. Δεν είναι ότι δεν τη θέλει η κυβέρνηση, τη θέλει. Είναι που η δίκαιη ανάπτυξη, με δεδομένο το συγκεκριμένο καθεστώς, είναι απολύτως αδύνατη.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως κάποια από τα «θετικά» θα γίνουν, θέλει τρομερή έλλειψη ενσυναίσθησης για να πιστέψεις πως μπορεί η μεγάλη πλειονότητα των νέων ανθρώπων να ξεφύγει από την κατάθλιψη, τις εκμηδενισμένες προσδοκίες, την απουσία μέλλοντος, επειδή θα ανεβεί ο υποκατώτατος μισθός κατά 20 ευρώ, ώστε μετά από είκοσι έτη να έχουν επιτύχει τον στόχο της εξέλιξής τους σε γενιά των 700 ευρώ.
Ή ότι ο πολύ μεγάλος αριθμός εργαζόμενων και συνταξιούχων που δεν βγάζουν κανένα δεκαπενθήμερο μέχρι τέλους θα δει πραγματικά «καλύτερες μέρες». Δεν θα δει. Για τον πολύ απλό λόγο πως είναι τέτοια η κατάπτωση και η φτωχοποίηση, η μετεξέλιξή μας σε λευκούς Κινέζους εργαζόμενους, που σιγά σιγά τίποτε δεν μπορεί να βελτιωθεί.
Ή θα υπάρξουν, αν υπάρξουν, ριζικές και μεγάλες αλλαγές, έντονα συγκρουσιακές και επικίνδυνες, ή για εκατομμύρια ανθρώπους, νέους και μεγαλύτερους, το μέλλον είναι η χαμοζωή.
Το γεγονός πως αυτές οι αλλαγές είναι δύσκολες δεν μειώνει την αλήθεια της προηγούμενης πρότασης.
Όπως, άλλωστε, λέει ο σοφός Ερίκ Καντονά στην τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς, «χρειάζεται κίνδυνος για να ξεπεραστεί ο κίνδυνος».
Δεν το ξέρουν στην κυβέρνηση; Γιατί, λοιπόν, ισχυρίζονται όσα ισχυρίζονται;
Ο Μαρξ θα έλεγε πως πρόκειται για περιπτώσεις φενακισμένης συνείδησης. Ο Αλτουσέρ θα αναφερόταν σε κατεξοχήν ιδεολογικά όντα, σε φαντασιακή σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξης.
Στις μέρες μας, ο Ζίζεκ, αν έσκυβε πάνω στο φαινόμενο, θα διέβλεπε μια συνθήκη την οποία συχνά έχει περιγράψει στα βιβλία του: οι άνθρωποι ξέρουν, αλλά δεν δίνουν σημασία σε αυτό που ξέρουν. Προτιμούν να πιστεύουν. Και αφού αυτό που πιστεύουν, κηρύττουν και πράττουν είναι αντίθετο σε αυτό που ξέρουν, επιλέγουν να πιστεύουν, «να πιστεύουν στην πίστη τους». Πράγμα που ο ίδιος ονομάζει, απλώς, κυνισμό.
Πρόσφατα, από αυτήν την στήλη, ο Τάσος Παππάς αναφέρθηκε σε αυτό που θεωρεί το σεξπιρικό δίλημμα της Αριστεράς: «Πρέπει η Αριστερά να αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες με δυσμενείς συσχετισμούς στο εσωτερικό και στο διεθνές πεδίο ή πρέπει να αρνείται κάθε εμπλοκή στη διαχείριση και να προετοιμάζεται για τη μεγάλη ώρα της ανατροπής;».
Τρία χρόνια πριν, όμως, δεν ήταν τόσο γενικό το δίλημμα που τέθηκε.
Ήταν πολύ ειδικότερο. Δέχεσαι να εφαρμόσεις έμπρακτα την πιο ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική διαιωνίζοντας το μνημονιακό καθεστώς εις το διηνεκές, διαλύοντας, πολύ πιθανόν σχεδόν οριστικά, μέσα από την πιο πικρή αποκαρδίωση, το κίνημα ή επιλέγεις να σεβαστείς το πάνδημο «όχι», παίρνοντας το ρίσκο που αντιστοιχεί σε μια τέτοια επιλογή;
Στην πρώτη περίπτωση, δεν υπάρχει επιστροφή. Καμία σταδιακότητα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απαραίτητη ριζική παρέμβαση υπέρ των κατώτερων τάξεων – άσε που δεν είναι εφικτή. Στη δεύτερη περίπτωση, αν δεν έλεγες ψέματα όταν δήλωνες πως «το μόνο που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο φόβος», σημαίνει πως είχες την ευκαιρία σου – και τον Καντονά μαζί σου.
Η επιλογή του πρώτου δρόμου δεν ήταν «ρεφορμισμός», ήταν πραγματική καταδίκη. Γιατί αν επιδιωχθεί στο μέλλον αλλαγή του καθεστώτος, πάλι θα σημαίνει σύγκρουση, αλλά με πολύ χειρότερους όρους. Ακόμη και βράζοντας στο ζουμί μας όμως, είμαστε τρομερά ευάλωτοι απέναντι στο παραμικρότερο φύσημα του ανέμου στη διεθνή οικονομία.
Όποιος θέλει μπορεί, φυσικά, να εθελοτυφλεί. Οπως πολλοί κυβερνητικοί που απασχολούνται αγωνιωδώς με το πώς θα αποφύγουν τον… κυβερνητισμό, όταν το μόνο που διαθέτουν είναι μια κυβέρνηση και τίποτε άλλο.
Για να γυρίσω όμως στο σεξπιρικό δίλημμα, δεν συμφωνώ και επί του γενικού. Δεν είναι η ανάληψη ή όχι της διακυβέρνησης το θεμελιώδες «to be or not to be» για την Αριστερά.
Δυο αιώνες τώρα, όταν σέβεται τον εαυτό της, άλλα είναι τα επίδικα που θέτει, πολύ ριζικότερα – η διακυβέρνηση αποτελεί ένα πολύ μικρό κομματάκι τους.
Συντάκτης: Χρήστος Λάσκος - εκπαιδευτικός
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου