Η ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας χρειάζεται μια αφήγηση που θα
παρουσιάζει τη σύγκρουση μεταξύ γηγενών και επηλύδων (Ελλήνων και μη),
τη σύγκρουση μεταξύ ομοεθνών αλλά και μεταξύ αλλοεθνών, αλλά και τις
διάφορες μορφές συνεργασίας και αλληλοδιαπλοκής μεταξύ Ελλήνων και μη
Ελλήνων. Η εθνικιστική αφήγηση για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας» τις
παραχαράσσει ξεδιάντροπα αυτές τις διαδικασίες που ορίζουν τη σύνθετη
ιστορίας της περιοχής.
Η αναθέρμανση του Μακεδονικού ζητήματος το τελευταίο διάστημα έχει φέρει την ιστορική συζήτηση για το θέμα ξανά στην επιφάνεια. «Η Μακεδονία είναι ελληνική», λέει η κυρίαρχη εθνικιστική αφήγηση, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Για ευνόητους λόγους, η αρχαία Μακεδονία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης.
Τι ήταν όμως η αρχαία Μακεδονία; Η Μακεδονία της αρχαϊκής και κλασικής εποχής (700–300 π.Χ.) ήταν πρωτίστως ο πυρήνας του μακεδονικού βασιλείου μεταξύ Αλιάκμονα και Αξιού, η σημερινή Πιερία και Ημαθία. Στη λεγόμενη Άνω Μακεδονία, μεταξύ Βερμίου-Βόρρα και Πίνδου, βρίσκονταν τα βασίλεια των Λυγκηστών και των Ορεστών, που διατηρούσαν δεσμούς τόσο με τους Μακεδόνες όσο και τους Ηπειρώτες, και παρέμειναν ανεξάρτητα μέχρι την οριστική υποταγή και ένταξη τους στο μακεδονικό βασίλειο από τον Φίλιππο τον Β´. Η περιοχή που εκτείνεται από τον Αξιό μέχρι το Στρυμώνα και το Νέστο, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής και η ανατολική Μακεδονία, δεν αποτελούσαν για μεγάλο διάστημα τμήμα της Μακεδονίας. Οι περιοχές αυτές ήταν τμήμα της Θράκης, και κατοικούνταν από διάφορα μη ελληνικά φύλα Θρακών, όπως οι Βισάλτες και οι Οδομαντοί, αλλά και από λίγες ελληνικές αποικίες στην ακτή. Παρά τις τωρινές φανφάρες για την Αμφίπολη, η αρχαία Αμφίπολη δεν ήταν μακεδονική πόλη, αλλά μια αποικία που ιδρύθηκε από τους Αθηναίους προκειμένου να αποσπάσουν τους πλούσιους πόρους της περιοχής από τις τοπικές θρακικές κοινότητες. Τέλος, η Χαλκιδική δεν αποτελούσε τμήμα της Μακεδονίας, αλλά μια μεθοριακή περιοχή που συνυπήρχαν κοινότητες όπως οι Βοττιαίοι και κοινότητες που είχαν ιδρύσει άποικοι από το νότιο Αιγαίο, όπως οι Ερετριείς και οι Άνδριοι: ο Αριστοτέλης από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής ήταν αναμφίβολα μη Μακεδόνας.
Η επέκταση του γεωγραφικού προσδιορισμού Μακεδονία πέρα από τον αρχικό πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου στην Πιερία ήταν αποτέλεσμα των μακεδονικών κατακτήσεων. Σε κάποιες περιπτώσεις η κατάκτηση οδήγησε στον εκμακεδονισμό μέσω της εθνοκάθαρσης και της εκδίωξης των κατακτημένων πληθυσμών, όπως στις γύρω από τον Αξιό περιοχές. Σε γενικές γραμμές όμως η μακεδονική κατάκτηση ένταξε στη Μακεδονία περιοχές όπως η Χαλκιδική και η κοιλάδα του Στρυμώνα, αλλά και η Πελαγονία και η Παιονία, στη σημερινή Δημοκρατία της Μακεδονίας, που διατήρησαν για αιώνες τη δική τους διακριτή ταυτότητα. Οι κραυγές περί «ελληνικότητας της Μακεδονίας» αποσιωπούν την ύπαρξη στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας πολλαπλών εθνικών ταυτοτήτων και πολιτισμών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ήταν όμως οι Μακεδόνες Έλληνες; Σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και υλικού πολιτισμού, το μακεδονικό βασίλειο είχε πολύ περισσότερες ομοιότητες με το γειτονικό θρακικό βασίλειο των Οδρυσών, από ό,τι με τις ελληνικές πόλεις-κράτη του νότιου Αιγαίου. Από τον 7ο αιώνα και μετά στις ελληνικές κοινότητες του νότου εμφανίστηκαν πολλαπλά αστικά κέντρα και πολιτικοί θεσμοί για το μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στους πολίτες, εγκαταλείφθηκε η πολυτελής εναπόθεση κτερισμάτων και όπλων στις ταφές, ενώ ένα σημαντικό μέρος των κοινοτικών και ατομικών πόρων διοχετεύτηκε στην οικοδόμηση μεγάλων δημόσιων ναών και σε αναθήματα στους θεούς. Αντίθετα, η Μακεδονία και η Θράκη είχαν λίγες και μικρές αστικές κοινότητες, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία ζούσε στην ύπαιθρο. Τα δυο κράτη είχαν ασταθείς μοναρχίες που διαταράσσονταν συχνά από ενδοδυναστικές συγκρούσεις και ισχυρές και πλούσιες τοπικές αριστοκρατίες. Κυριαρχούσαν οι ταφές με πολυτελή κτερίσματα και όπλα, η επένδυση πλούτου στην οικοδόμηση βασιλικών ανακτόρων, ενώ απουσίαζε η επένδυση του πλούτου σε συλλογικά πλαίσια, όπως η οικοδόμηση μεγάλων ναών ή τα σημαντικά αναθήματα προς τους θεούς.
Η μακεδονική γλώσσα, από τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε, φαίνεται να ανήκει στη βορειο-δυτική οικογένεια των ελληνικών διαλέκτων. Οι Μακεδόνες μίλαγαν λοιπόν μια ελληνική διάλεκτο, αν και δεν είναι γνωστό αν ήταν εύκολα κατανοητή από τους υπόλοιπους ελληνόφωνους. Ταυτόχρονα όμως διάφορες πηγές μαρτυρούν ότι πολλοί Έλληνες δεν θεωρούσαν τους Μακεδόνες Έλληνες. Οπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (5.22), όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος Α´ (498–454) προσπάθησε να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες, οι συναθλητές του ισχυρίστηκαν ότι εφόσον η συμμετοχή περιοριζόταν στους Έλληνες, ο Αλέξανδρος, ως μη Έλληνας, δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να πείσει τους κριτές για την ελληνική του καταγωγή και να συμμετάσχει στους αγώνες. Αλλά οι αντιρρήσεις των συναθλητών του επιτείνονται από το γεγονός ότι η μεταγενέστερη παράδοση αναφέρει το προσωνύμιο του Αλέξανδρου «φιλέλλην», δηλαδή φίλος των Ελλήνων (και άρα όχι Έλληνας). Ο Θουκυδίδης εμφανίζει τον Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα να περιγράφει τους Μακεδόνες Λυγκηστές ως βαρβάρους (4.126), ο Ισοκράτης υποστηρίζει ότι η μακεδονική βασιλική δυναστεία είναι ελληνική, αλλά οι Μακεδόνες υπήκοοι της βάρβαροι (5.106-108), ενώ ο Δημοσθένης δήλωνε ότι ο Φίλιππος όχι μόνο δεν είναι Έλληνας, αλλά προέρχεται από μια χώρα τόσο βαρβαρική, που δεν παράγει ούτε καν δούλους της προκοπής (9.31). Πως μπορούμε να εξηγήσουμε αυτές τις αντιφατικές μαρτυρίες;
Στη σύγχρονη εποχή ο εθνικισμός συνέδεσε την εθνική ταυτότητα με το έθνος-κράτος: τα μέλη ενός έθνους έχουν κοινά εθνικά συμφέροντα, το κράτος πρέπει να εκφράζει τα συμφέροντα του έθνους και κάθε έθνος δικαιούται και πρέπει να δημιουργήσει το δικό του κράτος. Στην αρχαιότητα αυτή η σύνδεση μεταξύ εθνικής ταυτότητας και έθνους-κράτους είναι ανύπαρκτη. Τα κράτη της αρχαιότητας ήταν είτε τοπικές κοινότητες, όπως οι πόλεις-κράτη, είτε βασίλεια και αυτοκρατορίες, με συνδετικό στοιχείο τη δυναστεία που τα κυβερνούσε: έθνη-κράτη στην αρχαιότητα ούτε ποτέ υπήρξαν, ούτε ποτέ κανείς προσπάθησε να τα δημιουργήσει. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ταυτόχρονα με τις εκατοντάδες ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, συνυπήρχε και μια αίσθηση κοινής ελληνικής ταυτότητας. Αυτή η ταυτότητα όμως δεν ήταν κάτι ενιαίο, αλλά ένα ασταθές μείγμα από διαφορετικά επίπεδα.
Ένα πρώτο επίπεδο ελληνικότητας ήταν η κοινή μυθολογία, και η λογοτεχνία και η τέχνη που βασίζονταν σε αυτήν. Οι διάφορες ελληνικές κοινότητες συγγένευαν μέσω των γενεαλογιών των θεών και των ηρώων. Αθηναίοι και Σπαρτιάτες συγγένευαν, γιατί ήταν απόγονοι του Δώρου και του Ίωνα, παιδιών του Έλληνα. Ο ιδρυτικός μύθος της μακεδονικής βασιλείας υποστήριζε ότι προερχόταν από απογόνους του Ηρακλή από το Άργος: αυτό το μύθο επικαλέστηκε ο Αλέξανδρος ο Α´ για να του επιτραπεί η συμμετοχή στους ολυμπιακούς αγώνες. Όμως αυτή η γενεαλογική μυθολογία μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την οικοδόμηση σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και μη Ελλήνων. Ο Ξέρξης έπεισε τους Αργείους να μην πολεμήσουν εναντίον του με το επιχείρημα ότι ήταν συγγενείς, αφού οι Αργείοι κατάγονταν από τον Περσέα, που ήταν και ο γενάρχης των Περσών· ένας άλλος μύθος χρησιμοποιήθηκε για να θεμελιώσει τη συγγένεια Αθηναίων και Θρακών. Ταυτόχρονα πολλοί άλλοι πολιτισμοί, όπως οι Ετρούσκοι και οι Ρωμαίοι, υιοθέτησαν την ελληνική μυθολογία, λογοτεχνία και τέχνη χωρίς να ενταχτούν στην πανελλήνια κοινότητα.
Ένα δεύτερο επίπεδο ελληνικότητας εμφανίστηκε την αρχαϊκή εποχή, με τη δημιουργία των πανελλήνιων ιερών και αγώνων, όπως οι Δελφοί και η Ολυμπία. Η συμμετοχή στα ιερά και τους αγώνες δημιούργησε μια διακρατική κοινότητα και αποτελούσε και κριτήριο για το ποιος ήταν μέλος αυτής της κοινότητας. Η συμμετοχή στους αγώνες και η επένδυση και προστασία των πανελληνίων ιερών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την ένταξη των Μακεδόνων στην πανελλήνια κοινότητα. Τον ίδιο δρόμο με τους Μακεδόνες ακολούθησαν πολλές μη ελληνικές κοινότητες στην ελληνιστική εποχή. Μια επιγραφή του 200 π.Χ. καταγράφει τη νίκη στους πανελλήνιους αγώνες του Διότιμου από τη Σιδώνα της Φοινίκης. Οι Σιδώνιοι χρησιμοποίησαν το μύθο του Φοίνικα Κάδμου, του ιδρυτή της Θήβας, για να τονίσουν τη συγγένεια τους με τις ελληνικές κοινότητες, ενώ η επιλογή τους να συμμετέχουν στους αγώνες και η αναγνώριση τους από τους Έλληνες τους ενέταξε στην πανελλήνια κοινότητα. Οι Φοίνικες διατήρησαν μια διπλή ταυτότητα, που μπορούσε να τονίζει είτε την ιδιαιτερότητα του πολιτισμού τους, είτε τη συμμετοχή τους στην πανελλήνια κοινότητα.
Τέλος, οι Περσικοί πόλεμοι δημιούργησαν ένα τρίτο επίπεδο ελληνικότητας, ως κοινότητας που έχει κοινούς εχθρούς και χρειάζεται έναν ηγέτη για να τους αντιμετωπίσει. Με δεδομένη την ύπαρξη εκατοντάδων ελληνικών κοινοτήτων, μεγάλων και μικρών, αυτό το επίπεδο δημιούργησε μια πρώτης τάξης ευκαιρία στις ηγεμονικές δυνάμεις του ελληνικού κόσμου να χρησιμοποιήσουν τον μπαμπούλα του κοινού βαρβαρικού εχθρού για να καθυποτάξουν τις άλλες ελληνικές κοινότητες και να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Αθήνα, Σπάρτη και Μακεδονία χρησιμοποίησαν διαδοχικά αυτή τη στρατηγική, και συνάντησαν τεράστια αντίδραση από τις υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελληνικές κοινότητες εξεγέρθηκαν αυτόματα μετά το θάνατο τόσο του Φιλίππου, όσο και του Αλεξάνδρου.
Το ερώτημα αν οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες είναι λοιπόν παραπλανητικό. Οι Μακεδόνες σταδιακά εντάχτηκαν στην πανελλήνια κοινότητα, επειδή αυτή η κοινότητα είχε διαδικασίες που έκανε αυτή την ένταξη εφικτή. Ταυτόχρονα, μέσα στα πλαίσια των διαφόρων συγκρούσεων, πολλοί Έλληνες επέλεγαν να τονίζουν τις κοινωνικο-πολιτική και πολιτισμική διαφορετικότητα των Μακεδόνων και να αρνούνται την ελληνικότητα τους. Επιπλέον, μετά τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες αποτέλεσαν την ελίτ των ελληνιστικών βασιλείων, και είχαν κάθε λόγο να βλέπουν τον εαυτό ως ανώτερο και διακριτό από τους Έλληνες, όπως δείχνουν πολλά περιστατικά. Οι ταυτότητες δεν είναι υπεριστορικά φαινόμενα γραμμένα στο DNA, αλλά αποτελέσματα ιστορικών διαδικασιών που υπόκεινται σε αλλαγή και αμφισβήτηση και συνήθως έχουν πολλαπλές αντιφατικές διαστάσεις.
Το ερώτημα είναι παραπλανητικό για έναν επιπλέον λόγο: η ιστορία δεν καθορίζεται από το πως τα ιστορικά υποκείμενα αντιλαμβάνονται τις ταυτότητες τους. Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος τέθηκαν επικεφαλής μιας πανελλήνιας συμμαχίας, αλλά δεν είχαν κανένα πρόβλημα να διατάζουν την καταστροφή σημαντικών ελληνικών πόλεων, όπως η Όλυνθος και η Θήβα, και την μαζική εκτέλεση και υποδούλωση των ελλήνων κατοίκων τους. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές διεργασίες της εποχής βασίζονταν σε μια σειρά υπερεθνικών φαινομένων. Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ Φιλίππου και Αλεξάνδρου προήλθε όταν ο Πιξώδαρος, ηγεμόνας της Καρίας και σατράπης των Περσών, πρότεινε να παντρέψει την κόρη του με τον γιο του Φιλίππου Αριδαίο, και ο Αλέξανδρος προσπάθησε ύπουλα να κερδίσει τη βάρβαρη νύφη για λογαριασμό του. Ένας άλλος Πέρσης σατράπης, ο Αρτάβαζος, επαναστάτησε κατά του Πέρση βασιλιά τη χρονιά που γεννήθηκε ο Αλέξανδρος, και κατέφυγε στην αυλή του Φιλίππου, όπου έζησε μια ολόκληρη δεκαετία· μαζί του είχε τους Ροδίτες αρχηγούς των Ελλήνων μισθοφόρων του, τον Μέντορα και τον Μέμνονα, που παντρεύτηκαν διαδοχικά την κόρη του Βαρσίνη. Και οι τρεις τελικά επέστρεψαν στην υπηρεσία του Πέρση βασιλιά· λίγα χρόνια μετά, ήταν ο Έλληνας Μέμνονας που οργάνωσε την Περσική αντίσταση στην εκστρατεία του Αλέξανδρου. Μετά τη νίκη του Αλέξανδρου, ο Αρτάβαζος έγινε σατράπης του, ενώ η Βαρσίνη έγινε ερωμένη του και μάνα του γιου του Ηρακλή. Έλληνες στην υπηρεσία των Περσών, Πέρσες στη μακεδονική αυλή, και παιδιά από μεικτούς γάμους: η εθνικιστική αφήγηση δεν έχει χώρο για τέτοιες ιστορίες, και τις αποσιωπά συστηματικά.
Η ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας χρειάζεται μια άλλου τύπου αφήγηση. Η περιοχή διέθετε εύφορες γαίες και πλούσιους πόρους (ξυλεία, πολύτιμα μέταλλα). Από νωρίς λοιπόν αποτέλεσε το μήλο της έριδας για άτομα, κοινότητες και κράτη, που προσπάθησαν να ελέγξουν και να διαχειριστούν τους πόρους της μέσω της κατάκτησης, του αποικισμού, της φορολογίας, του εμπορίου και της προσφοράς υπηρεσιών. Αυτές οι διαδικασίες περιλάμβαναν τη σύγκρουση μεταξύ γηγενών και επηλύδων (Ελλήνων και μη), τη σύγκρουση μεταξύ ομοεθνών αλλά και μεταξύ αλλοεθνών, αλλά και τις διάφορες μορφές συνεργασίας και αλληλοδιαπλοκής μεταξύ Ελλήνων και μη Ελλήνων. Οι διαδικασίες οδήγησαν στην δημιουργία κρατών και ταυτοτήτων, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε σύνδεση με τον ευρύτερο χώρο του Αιγαίου, της Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Στην κοιλάδα της Δράμας, οι θρακικές κοινότητες συνυπήρχαν με τις Κρηνίδες, αποικία των Θασίων, για την εκμετάλλευση των πλούσιων μεταλλείων. Με τη μακεδονική κατάκτηση η πόλη μετονομάστηκε σε Φιλίππους και απέκτησε μακεδονικό χαρακτήρα. Τον πρώτο αιώνα π.Χ. μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αποικία, με την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού ρωμαίων βετεράνων, ενώ σταδιακά απέκτησε ένα πολυεθνικό πληθυσμό, όπως την ιουδαϊκή κοινότητα που προσπάθησε να προσηλυτίσει ο Παύλος. Οι πολλαπλές ταυτότητες αυτής της κοινότητας και οι ιστορικές αλλαγές τους είναι μια χαρακτηριστική όψη της σύνθετης ιστορίας της περιοχής, που η εθνικιστική αφήγηση για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας» παραχαράσσει ξεδιάντροπα.
Για περαιτέρω διάβασμα
N. Borza, In the Shadow of Olympus: The Emergence of Macedon, Princeton, 1990.
Roisman & I. Worthington (επιμέλεια) A Companion to Ancient Macedonia, Oxford, 2010.
Vlassopoulos, Greeks and Barbarians, Cambridge, 2013.
Κώστας Βλασόπουλος - επίκουρος καθηγητής αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης
Πηγή: marginalia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου