Όλοι έχουμε δικαίωμα να αλλάζουμε γνώμη και θέσεις. Αν οι συνθήκες
έχουν μεταβληθεί, αν οι αιτίες που μας είχαν κάνει στο παρελθόν να
πιστεύουμε ορισμένα πράγματα έχουν εξαφανιστεί, αν η έφοδος στον ουρανό
οδήγησε στην αιχμαλωσία από στρατοπεδικές δυστοπίες, τότε ο
αναστοχασμός, η αυτοκριτική, η αναθεώρηση και η μετακίνηση δεν συνιστούν
έγκλημα καθοσιώσεως.
Αντιθέτως, επιβάλλονται· διαφορετικά, κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε
στη γραφικότητα. Μόνον οι νεκροί και οι δογματικοί είναι άκαμπτοι. Οι
πρώτοι, γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς· οι δεύτεροι, γιατί φοβούνται
πως αν αρχίσουν να αμφιβάλλουν και να θέτουν ερωτήματα, θα καταρρεύσει
το σύμπαν τους και θα περιέλθουν σε κατάσταση διαρκούς μελαγχολίας.
Δεν μπορείς, για παράδειγμα, σήμερα να υποστηρίζεις τις ανοησίες που
έλεγες τη δεκαετία του ’70, ότι το καθεστώς του Μουαμάρ Καντάφι στη
Λιβύη ήταν υπόδειγμα άμεσης δημοκρατίας ή ότι ο Χαφέζ Αλ Ασαντ και ο
Σαντάμ Χουσεΐν ήταν πλέρια δημοκράτες ή ότι ο Πολ Ποτ στην Καμπότζη
έχτιζε σοσιαλισμό ή ότι η Αλβανία του Εμβέρ Χότζα ήταν το μοναδικό οχυρό
του σοσιαλισμού στον κόσμο.
Δεν μπορείς να πορεύεσαι ιδεολογικά και πολιτικά σαν μη συνέβη τίποτε
το 1989. Η επιμονή σε θέσεις που δεν αντέχουν στην κριτική, που τις
περιγελά η ζωή, δεν είναι συνέπεια· είναι φανατισμός.
Και ο φανατισμός είναι πολύ κακός σύμβουλος. Ο κοσμοπολίτης Στέφαν
Τσβάιχ σε μία επιστολή του το 1936 (φασισμός στην Ιταλία, ναζισμός στη
Γερμανία, σταλινισμός στη Σοβιετική Ένωση, δικτατορίες σε πολλές χώρες
της Ευρώπης) στον φίλο του κομμουνιστή Ρομέν Ρολάν έγραφε ότι «θα έπρεπε
να επινοήσουμε έναν αντιφανατικό φανατισμό».
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν εκείνοι που έχουν κάνει παντιέρα
τους τον οπορτουνισμό. Λένε, γράφουν και διακινούν ό,τι υπηρετεί κάθε
φορά την πολιτική προτίμησή τους. Αν αυτή αλλάξει, θα αλλάξει το αφήγημά
τους και οι στόχοι τους, οι χθεσινοί εχθροί θα γίνουν σύμμαχοι και οι
μέχρι χθες συνοδοιπόροι θα γίνουν λαϊκιστές και τυχοδιώκτες.
Ακόμη κι αν συμφωνούν με ορισμένες πολιτικές επιλογές, αν αυτές
προωθούνται από πρόσωπα ή κόμματα που για διάφορους λόγους τα μισούν,
δεν διστάζουν να τις κατακεραυνώσουν επιστρατεύοντας επιχειρήματα που
παλαιότερα σε ανάλογες περιπτώσεις τα θεωρούσαν επικίνδυνα για το έθνος
και τη δημοκρατία.
Μου έχει κάνει εντύπωση η στάση ορισμένων πολιτικών και δημοσιολόγων
στο ζήτημα του Μακεδονικού. Χρησιμοποιούν σκληρή ρητορική κατά της
Συμφωνίας των Πρεσπών, χαρακτηρίζουν ενδοτική την κυβέρνηση, ύποπτο τον
Τσίπρα για βρόμικες συναλλαγές και δεν δείχνουν να ενοχλούνται με τις
διαδηλώσεις όπου ακούγονται τα συνθήματα «η Μακεδονία είναι μία και
ελληνική», «αλήτες, προδότες, πολιτικοί». Πιστεύουν ότι είναι
φυσιολογική αντίδραση τμημάτων της κοινωνίας απέναντι στη χειρότερη
κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος.
Οι ίδιοι άνθρωποι, πάντως, στο πρόσφατο παρελθόν είχαν τελείως
διαφορετική συμπεριφορά όταν στο προσκήνιο υπήρχαν σοβαρά θέματα
εξωτερικής πολιτικής. Μιλούσαν και έγραφαν κατά της πατριδοκαπηλίας, του
εθνικισμού και του σκοταδισμού και συγκρούονταν μετωπικά με όσους
εκτόξευαν κατηγορίες για μειοδοσία.
Στήριξαν τη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, όταν το μισό ΠΑΣΟΚ την
είχε αποδοκιμάσει ως απαράδεκτη. Βουλευτές του Κινήματος (ήταν στην
κυβέρνηση) είχαν μιλήσει τότε για «συνθήκη ντροπής», για «τη δεύτερη
υποχώρηση του ελληνισμού μετά το 1922», για «απεμπόληση εθνικών
δικαιωμάτων».
Στήριξαν τις επιλογές του Σημίτη στην κρίση των Ιμίων («απέτρεψε τον
πόλεμο» έλεγαν), δεν βρήκαν κάτι μεμπτό στο «ευχαριστώ τους Αμερικανούς»
και κατήγγειλαν τη Δεξιά που τον αποκαλούσε προδότη. Αποθέωσαν το
σχέδιο Ανάν, παρά το γεγονός ότι ένα κομμάτι της Αριστεράς ήταν αντίθετο
και η Δεξιά ήταν επιφυλακτική –ο επικεφαλής της Κώστας Καραμανλής είχε
περιοριστεί σε μια μίζερη δήλωση («τα θετικά του σχεδίου είναι
περισσότερα από τα αρνητικά»).
Θύμωσαν όταν το «όχι» κέρδισε το «ναι» στο δημοψήφισμα στην Κύπρο και
κατηγόρησαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο ότι ξεγέλασε τον Σημίτη και τους
Ευρωπαίους. Στήριξαν τον Σημίτη στην άγρια κόντρα που είχε με τον
Χριστόδουλο για τις ταυτότητες και λοιδορούσαν τις απόψεις τού τότε
προκαθημένου της ελλαδικής Εκκλησίας κατά της Δύσης («καλύτερο το
τουρκικό φέσι από την παπική τιάρα»).
Στήριξαν τη γραμμή Κώστα Καραμανλή για το Μακεδονικό το 2008.
Χλεύαζαν τον Αντώνη Σαμαρά για τα εθνικιστικά παραληρήματά του και για
τη σταυροφορία του κατά του «κρατιδίου των Σκοπίων», έδιναν δίκιο στον
Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο οποίος ήθελε να δεχτεί το πακέτο Πινέιρο.
Σήμερα, όλοι αυτοί πολεμούν με λύσσα την κυβέρνηση για το Μακεδονικό,
υποψιάζονται ξεπούλημα στο Αλβανικό και ζητούν μετ’ επιτάσεως πρόωρες
εκλογές για να απαλλαγεί η χώρα από τους ολετήρες.
Μερικοί εξ αυτών έχουν φτάσει στο σημείο να συντάσσονται με
μεγαλόσχημους ρασοφόρους οι οποίοι (προφανώς με εντολή του Θεού)
μάχονται για «την Ελλάδα και την Ορθοδοξία», ξερνούν μίσος για τους
γείτονες (και στην ΠΓΔΜ υπάρχουν ορθόδοξοι) και καταριούνται τους
εθνομηδενιστές που μας κυβερνούν. Δείχνουν κατανόηση στις βίαιες
επιθέσεις «αγανακτισμένων» ακροδεξιών. Πριμοδοτούν τη στροφή της ηγεσίας
της Ν.Δ. στον εθνικισμό. Νταραβερίζονται με τους αστέρες του
εξτρεμιστικού συντηρητισμού. Προσεγγίζουν τον πάτο με μεγάλη ταχύτητα.
Συντάκτης: Τάσος Παππάς
Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου